Στην Ιατρική συνηθίζουμε να λέμε ότι η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία, αλλά

δυστυχώς υπάρχουν ορισμένες ασθένειες οι οποίες δεν προλαμβάνονται – γι’ αυτό

και έχει καθοριστική σημασία η έγκαιρη διάγνωσή τους. Μία από αυτές είναι το

γλαύκωμα, που προκαλεί βλάβες στο οπτικό νεύρο οδηγώντας σταδιακά στην

τύφλωση. Το γλαύκωμα έχει γενετικές βάσεις (δεν είναι ακόμη πλήρως

καθορισμένες) και στις μελέτες που έχουν γίνει έως τώρα δεν διαπιστώθηκε να

προκαλείται από παραμέτρους του τρόπου ζωής, όπως το κάπνισμα – παρ’ ότι

επιδεινώνεται από τέτοιες παραμέτρους που θα μπορούσαν να αποφευχθούν για να

αποτραπεί η ανάπτυξή του. Γι’ αυτό, ο καλύτερος τρόπος για ν’ αποφύγει ή να

επιβραδύνει κανείς την απώλεια μέρους ή όλης της όρασής του από το γλαύκωμα

είναι η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή του. Το πρόβλημα είναι ότι οι

περισσότεροι πάσχοντες από αυτό δεν αντιλαμβάνονται κάποιο σύμπτωμα, παρά μόνο

όταν έχουν χάσει σημαντικό μέρος της όρασής τους. Αυτός είναι ο λόγος που

συνιστάται σε όσους διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο αναπτύξεως της νόσου (ομάδες

υψηλού κινδύνου) να εξετάζονται τακτικά, κατά προτίμησιν μία φορά κάθε έξι

μήνες. Στις ομάδες αυτές ανήκουν όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό τύφλωσης ή

γλαυκώματος, όσοι έχουν ηλικία άνω των 50 ετών, οι πάσχοντες από σακχαρώδη

διαβήτη, οι ασθενείς που ακολουθούν μακροχρόνια αγωγή με κορτιζόνη, οι

άνθρωποι με μυωπία, οι πάσχοντες από πρωινούς πονοκεφάλους και όσοι βλέπουν

ένα «φωτοστέφανο» γύρω από τα φώτα το βράδυ. Παρ’ όλο, δε, που η αυξημένη

πίεση στα μάτια δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι κάποιος θα πάθει γλαύκωμα, όσοι

έχουν τέτοιο πρόβλημα επίσης πρέπει να εξετάζονται τακτικά.

Ο Ιωάννης M. Ασλανίδης είναι επίκουρος καθηγητής Οφθαλμολογίας στο

Πανεπιστήμιο Κορνέλ, στη Νέα Υόρκη.