Το έργο του αρχιτέκτονα Σαντιάγκο Καλατράβα, που εκτίθεται στην Εθνική

Πινακοθήκη, είναι μια εικονογραφημένη πρόκληση, την εποχή που η Αθήνα

προετοιμάζεται να υποδεχθεί τους Ολυμπιακούς του 2004.

Η ποιητική που αναδύεται από τα έργα του Καλατράβα είναι μια απτή απάντηση για

την ουσιαστική συμπαράσταση της Πολιτείας στην προώθηση του αρχιτεκτονικού

έργου, που αναβαθμίζει το περιβάλλον της πόλης.

Απλώνοντας σε όλη την επικράτεια δίκτυα επικοινωνίας πολιτισμικά, οικονομικά

και επιστημονικά, η αρχιτεκτονική στην Ισπανία συντελεί στη διαμόρφωση του

κριτικού πνεύματος των πολιτών, ενώ η αξιοποίηση του αρχιτεκτονικού δυναμικού

τής χώρας εξασφαλίζει τη συνέχεια μιας παράδοσης, που στοχεύει προς το μέλλον

και εκφράζεται με ένα βέλος με κατεύθυνση προς τα εμπρός.

Η έκθεση προσφέρει ακόμα μια ευκαιρία για να επισημάνουμε την καθαρά ελληνική

τροπή, θα έλεγα ντροπή, που χαρακτηρίζει τα μεγάλης εμβέλειας δημόσια έργα.

Έχει πλέον καθιερωθεί η ένδεια, η έλλειψη αρχιτεκτονικής άποψης, ενώ

προβάλλεται σαν μοναδικό πλεονέκτημα η σημαντική, κατά τα άλλα, συμβολή στον

εκσυγχρονισμό ­ αυτονόητο ζητούμενο για κάθε έργο που κατασκευάζεται στην

εποχή μας.

Μεθοδεύεται και προωθείται η κακή εφαρμογή της «ανώνυμης αρχιτεκτονικής», όρος

που παραπέμπει στη λαϊκή τέχνη, σε κατασκευές μικρής κλίμακας και σε

διαφορετικής νοοτροπίας και «ήθους» ανθρώπινες κοινότητες.

Οι διαδικασίες που έχουν επικρατήσει στα δημόσια έργα δεν αναγνωρίζουν

ουσιαστικά την προσφορά των αρχιτεκτόνων, καθιερώνοντας τη νοοτροπία των

«ανευθυνοϋπεύθυνων», που βλάπτει σοβαρά την αρχιτεκτονική.

Πέρασαν χρόνια για να αποδείξουν οι Έλληνες αρχιτέκτονες ότι αποτελούν έναν

κλάδο ξεχωριστό από τους πολιτικούς μηχανικούς, υπεύθυνους για τον φέροντα

οργανισμό των κτιρίων. Πρόσφατα μια νέα σύγχυση εγκαταστάθηκε, με το σύστημα

της μελετοκατασκευής.

Οι αρχιτέκτονες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, περιορίζονται στον άχαρο ρόλο της

σχεδίασης άψυχων διαγραμμάτων και παράθεσης ουδέτερων χώρων. Η σύνθεση

υποβαθμίζεται, οι εντολές είναι ρητές, οι ευθύνες σκόπιμα κατακερματίζονται,

έτσι η πνευματική ιδιοκτησία του αρχιτεκτονικού έργου δεν ανήκει σε κανέναν.

Εύκολα μεταθέτουμε τις ευθύνες στα υλικά, όμως δεν ευθύνεται το τσιμέντο για

την υποβάθμιση του περιβάλλοντος ούτε οι γρανίτες και η πολυτέλεια αποτελούν

ικανή και αναγκαία συνθήκη καλής αρχιτεκτονικής. Στην έκθεση γίνεται φανερό

ότι η πολυτιμότητα εξαρτάται από την επεξεργασία και τις προθέσεις.

Οι νέες τεχνολογίες απαιτούν ουσιαστική συνεργασία πολλών ειδικοτήτων με

συντονιστές τούς αρχιτέκτονες ώστε μέσα σε αυστηρά οικονομικά και χρονικά

πλαίσια να προκύπτουν έργα με άποψη, έργα πολιτισμού…

Ενδεικτικά είναι όσα έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στα «ΝΕΑ» (7-8/4) με

αφορμή τις σοβαρές καταστροφές που έχουν υποστεί τα «ιερά λιθόστρωτα» που ο

Δημήτρης Πικιώνης σχεδίασε και επέβλεψε στον Λόφο του Φιλοπάππου,

συντονίζοντας ένα πλήθος ειδικοτήτων ώστε να υπακούσουν εις το πνεύμα

αισθητικής του όλου έργου… στην ποιότητα του συνόλου…

Αναρωτιέμαι με ποια όνειρα για το μέλλον οι σπουδαστές τής Αρχιτεκτονικής, που

έχουν ευτυχώς ευκαιρίες να ταξιδεύουν και να βλέπουν τι γίνεται στον κόσμο,

διαπιστώνουν αυτήν τη μηδενική σχεδόν συμμετοχή της αρχιτεκτονικής στην

Ελλάδα, σε ένα γίγνεσθαι που της ανήκει η πρώτη θέση.

Ας ευχηθούμε η έκθεση της Πινακοθήκης, να αποτελέσει μια γέφυρα σαν αυτές που

σχεδίασε ο Καλατράβα, μετάβαση από τη σημερινή περιορισμένη ελληνική

πραγματικότητα των ιδιωτικών έργων στην άλλη όχθη, όπου αρχιτέκτονες και

Πολιτεία θα υποστηρίξουν με πάθος την επιστροφή της αρχιτεκτονικής στον τόπο

της καταγωγής της. Η άνθησή της, αναβαθμίζοντας τον δημόσιο χώρο, θα

ενθουσιάσει τους νέους, που ετοιμάζουν οι Αρχιτεκτονικές Σχολές της Ελλάδας:

Αθήνας, Βόλου, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Ξάνθης και ίσως μίας ακόμα στα Χανιά.

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.