Ο ελαιώνας-ποτάμι «έτρεχε» στο φαράγγι κάτω από τα πόδια μας, άλλαζε χρώματα,

έστριβε, χανόταν. Φαντάζομαι πως έτσι συνέβαινε και πριν από χιλιάδες χρόνια

στην κοιλάδα των Δελφών, το ίδιο θέαμα αντίκρυζαν οι πρεσβείες των πόλεων, οι

Πυθίες και οι μικρές ιέρειες του Απόλλωνα. Όμως, αυτήν τη φορά, ο δικός μου

Φοίβος ήταν ένας ξανθούλης τόσος δα, τσαχπίνης και πονηρός και κατεργάρης,

τρεισήμισι χρόνων ανθρωπάκι. Ανάμεσα στη μάνα και στον πατέρα του, την Ελπίδα

και τον Μιχάλη, έδειχνε ασφαλής αλλά και αυτόνομος. Μ’ έκοβε με το μάτι του,

με προκαλούσε να τον κερδίσω ή να με απορρίψει, τι πιο πληκτικό, άλλωστε, γι’

αυτόν από το να περιφέρεται με τέσσερις μεγάλους. Γύρισα το ρολόι κάμποσα

χρόνια πίσω, να θυμηθώ τι αρέσει στα παιδιά της ηλικίας του και τι δεν αρέσει.

Ο Φοίβος φρόντισε να με οδηγήσει. Έδειξε αμέσως πως ήθελε να τον

αντιμετωπίζουν… κανονικά, σαν νοήμονα άνθρωπο ­ ούτε με μπαμπαλίσματα ούτε

με γονικό καθωσπρεπισμό στις επιιλογές του.

Διαφορετικά θύμωνε, απομακρυνόταν και καθόταν σιωπηλός, με τα χέρια σταυρωμένα

στο στήθος. Χάρηκε που ήξερα την Τίνκερ Μπελ και τα κατορθώματα του Πίτερ Παν,

θεώρησε φυσικό να φάμε ψάρι παίζοντας, περπάτησε με τον Κωστή στην παραλία του

Γαλαξειδιού, περιεργάστηκε ένα κόκκινο κούμαρο, ξεχάστηκε βλέποντας τις πάπιες

στο νερό και… γέμισε όλο μας το πρωινό και το μεσημέρι με την παρουσία του

στην παρέα, τα σχόλιά του στο τραπέζι ­ «αυτό το αλάτι δεν βγαίνει, γιατί έχει

πολύ ρύζι»! Το γελάκι του ακούστηκε το βράδυ στην αίθουσα του συνεδρίου, την

ώρα που μιλούσε ο πατέρας του, και προκάλεσε ευφρόσυνη θυμηδία. Πόσο αλλιώτικα

όμορφα γίνονται όλα μ’ ένα παιδί που σε καλεί να γυρίσεις πίσω, στην αθωότητα

της αυθορμησίας.