1. Η είσοδος στην ΟΝΕ σημαίνει μακροοικονομική σταθερότητα και ένα

ελάχιστο όριο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

2. Η διατήρηση της μακροοικονομικής σταθερότητας απαιτεί συγκρατημένη

δημοσιονομική πολιτική και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

3. Η υψηλή ανάπτυξη θα δημιουργήσει επαρκή αριθμό θέσεων απασχόλησης

και το αναγκαίο υγιές πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό για να ενισχύσουμε

τις κοινωνικές πολιτικές μας.

4. Η ανάπτυξη απαιτεί διατήρηση και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

5. Το συμπέρασμα είναι πως η κρίσιμη παράμετρος στον υγιή οικονομικό

και κοινωνικό κύκλο είναι η ανταγωνιστικότητα.

Υιοθετώντας από το 1994 ένα μείγμα δημοσιονομικής, νομισματικής και

εισοδηματικής πολιτικής μετριοπαθές και προχωρώντας από το 1998 σε μερικές

διαρθρωτικές αλλαγές, πετύχαμε τη μακροοικονομική εξυγίανση της οικονομίας και

εξ αυτού ενισχύσαμε την ανταγωνιστικότητά της.

Τώρα είναι η στιγμή ενός δεύτερου κύματος διαρθρωτικών αλλαγών, για να

καταστήσουμε συμβατή την οικονομία μας με τις οικονομίες των ανεπτυγμένων

χωρών και στο μικροοικονομικό πεδίο.

Με τον τρόπο αυτό, η οικονομία μας ολοκληρώνει τη σύγκλισή της με την

ευρωπαϊκή. Θα ‘χουμε, δηλαδή, ταυτόσημους οικονομικούς, παραγωγικούς και

κοινωνικούς δείκτες, την πραγματική σύγκλιση κατ’ άλλους.

Όλα αυτά, βεβαίως, δεν θα τα πετύχουμε σε συνθήκες εργαστηρίου, αλλά στο

σύγχρονο, ανοιχτό, ανταγωνιστικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Σε έναν χώρο

όπου οι ανταγωνιστές μας προηγούνται και τα λάθη δεν συγχωρούνται.

Τούτη την εποχή δεν χωρούν δογματισμοί, κάθε εκδοχής, ούτε ανέξοδα ευχολόγια

με φιλολαϊκό περιτύλιγμα.

Γι’ αυτό θέλω να τονίσω δύο παραδοχές:

­ Πρώτη και σημαντικότερη είναι η συνειδητοποίηση της νέας πραγματικότητας και

η αλλαγή της νοοτροπίας μας. Πρέπει να βάλουμε πιο ψηλά τον πήχυ των

απαιτήσεων από τον εαυτό μας.

­ Δεύτερη, εξίσου σημαντική, είναι η αναγκαιότητα ενός νέου τετραμερούς σήμερα

αναπτυξιακού και κοινωνικού συμβολαίου, πολιτείας, εργοδοτών, εργαζομένων και

ανέργων.

Καμιά πλευρά από μόνη της στην εποχή μας δεν μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα

της ανάπτυξης και της απασχόλησης, όσο ισχυρή και εάν νιώθει.

Καμιά πλευρά δεν μπορεί να εφησυχάζει στην προσωρινή ευημερία ή ασφάλεια που

διαθέτει.

Καμιά κοινωνική ομάδα, όσο αδύναμη στιγμιαία και εάν φαίνεται, δεν μπορεί να

αποδεχθεί τη δική της απαξίωση στο όνομα κάποιου μακρινού παραδείσου.

Οι σύγχρονες κοινωνίες ή θα προχωρήσουν ως σύνολα μπροστά ή θα υποχωρήσουν.

Το ζητούμενο σήμερα είναι το περιεχόμενο και η έκταση του νέου κύματος των

διαρθρωτικών αλλαγών. Απαιτούνται συνδυασμένες πολιτικές, συντονισμός δράσεων,

υψηλή αποτελεσματικότητα. Επιμέρους πολιτικές ή πρωτοβουλίες δεν πρόκειται να

αποδώσουν.

Τώρα, η κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να προτείνει ένα ολοκληρωμένο πακέτο για

την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, που δεν θα κλονίζει τη

μακροοικονομική σταθερότητα.

Μια σειρά άμεσων μέτρων που θα στηρίξουν την ανταγωνιστικότητα της

επιχείρησης, όπως: μείωση της φορολογίας, μείωση του μη μισθολογικού εργατικού

κόστους, ενίσχυση των αναπτυξιακών επενδυτικών προγραμμάτων της, ενίσχυση και

οργάνωση, ταυτόχρονα, της ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις. Παράλληλα, η

εργοδοσία πρέπει να προσφέρει αξιόπιστα επιχειρησιακά προγράμματα, ελέγξιμους

οικονομικούς στόχους, βελτίωση των συνθηκών εργασίας, κίνητρα παραγωγικότητας,

νέες θέσεις απασχόλησης.

Το κερδίζειν να ταυτιστεί με το επιχειρείν.

Οι εργαζόμενοι να διευρύνουν το φάσμα των αιτημάτων τους, πέραν των

μισθολογικών αυξήσεων. Να ταυτισθούν με τους ιεραρχημένους στόχους της

επιχείρησης. Να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους με την κατάρτιση και

επανεκπαίδευσή τους. Η εξέλιξη της επιχείρησης εξαρτάται και από τη δική τους

εξέλιξη, μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό σήμερα από ό,τι χθες. Να μην τρομάζουν με

τις αλλαγές, να προετοιμάζονται γι’ αυτές και να διεκδικούν τη βελτίωση της

θέσης τους.

Οι άνεργοι να μην απογοητευθούν, να απαιτήσουν από την πολιτεία και την

κοινωνία να τους αναδείξουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των δράσεών

τους.

Η Πολιτεία, με ενιαίο σχέδιο, τόλμη, υψηλή ευαισθησία και αποτελεσματικότητα

να δράσει άμεσα. Περιθώρια μετακύλισης του προβλήματος δεν υπάρχουν.

Ή τώρα θα οικοδομήσουμε τους όρους της ανταγωνιστικότητας και της δραστικής

μείωσης της ανεργίας, ή θα μας πνίξει όλους το κύμα των ανέργων που καθημερινά

θα διογκώνεται. Η ανεργία θα πάρει μορφή χιονοστιβάδας στη χώρα μας, γιατί

πυροδοτείται από περισσότερες πηγές, σε σχέση με τις χώρες της Κεντρικής και

Βόρειας Ευρώπης. Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού, στον μεν πρωτογενή

τομέα θα βγάλει, τα επόμενα χρόνια, μεγάλο αριθμό απασχολούμενου δυναμικού

στην ανεργία, στον δε δευτερογενή, στην καλύτερη περίπτωση, θα διατηρήσει τον

σημερινό αριθμό των θέσεων απασχόλησης, με διαφοροποιημένες βέβαια

ειδικότητες.

Τα νέα κοινωνικά και καταναλωτικά πρότυπα οδηγούν τη γυναίκα στην αγορά

εργασίας και τους νέους από μικρότερη ηλικία στην παραγωγή. Η λανθάνουσα

ανεργία τού χθες, τώρα όχι μόνο επισημοποιείται, αλλά γίνεται απειλητική. Οι

οικονομικοί μετανάστες, όσο δεν θα νομοθετούμε τη μεταναστευτική πολιτική μας

για να ενταχθούν παραγωγικά και ορθολογικά στην οικονομική και κοινωνική ζωή

της χώρας, θα καλύπτουν ολοένα και περισσότερες θέσεις απασχόλησης από εκείνες

που ενδιαφέρουν και τους Έλληνες εργαζόμενους, λόγω χαμηλού κόστους.

Τέλος, ο τριτογενής τομέας, που αποτελεί τη μόνη ελπίδα για τη δημιουργία

πολλών νέων θέσεων απασχόλησης, θέλει γρήγορες αποφάσεις, τόλμη και φαντασία.

Όλο το φάσμα όμως των νέων υπηρεσιών και της νέας οικονομίας απαιτεί

επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες και υψηλή ειδίκευση. Δηλαδή, σύνδεση της

παιδείας και της εκπαίδευσης με την κοινωνία και την παραγωγή. Αυτά όμως τα

‘λεγαν οι φοιτητές στη δεκαετία του ’70, αυτοί δηλαδή που αποτελούν τον κορμό

της σημερινής πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ελίτ της χώρας. Μπορούν

να το κάνουν πράξη ή έχουν χάσει και αυτοί τα αντανακλαστικά τους;

Ο Γιάννης Μαγκριώτης είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ.