Ελάχιστα ικανοποιητική, αν όχι πλήρως απογοητευτική, είναι η εικόνα που

παρουσιάζει η πολιτική μας ζωή και μετά τις εκλογές της 9ης Απριλίου. Τα ήδη

οξυμμένα προεκλογικώς, μεγάλα και «μικρά», προβλήματα της χώρας «τρέχουν» προς

την κορύφωσή τους, αν δεν έχουν ­ ορισμένα ­ αγγίξει το αδιέξοδο.

Η κυβέρνηση, προς το παρόν, φαίνεται να αρκείται σε διαβεβαιώσεις πως θα τα

μελετήσει με την πρέπουσα σοβαρότητα, αν και, αποτελώντας συνέχεια του εαυτού

τους, υποτίθεται πως τα είχε σε βάθος επεξεργαστεί. Η αντιπολίτευση, στο

σύνολό της, επαναπαύεται σε συγκυριακές ανακοινώσεις των «γραφείων Τύπου» της,

στις οποίες σαφώς διακρίνεται, ως βασικό ενδιαφέρον της, η εκμετάλλευση των

δυσκολιών του κυβερνητικού έργου.

Όλα τα κόμματα, υποψιασμένα, τουλάχιστον, από τα εκλογικά αποτελέσματα, ζουν

στη δίνη των συνεπειών τους. Τα πράγματα, μάλιστα, δείχνουν πως, με την

προοπτική των εσωκομματικών συζητήσεων, διεργασιών και συνεδρίων τους, δεν θα

απεμπλακούν πριν από το φθινόπωρο, για να ασχοληθούν ­ όσο, έστω, το

καταφέρνουν ­ με τα προβλήματα του τόπου. Παρά τις περί του αντιθέτου

διακηρύξεις των κατεστημένων ηγεσιών και των μηχανισμών τους, η υπερίσχυση

εντός των πλαισίων του κόμματος έχει προτεραιότητα.

Το πολιτικό σύστημα νοσεί

Τα πολιτικά κόμματα με τις «αρχές», τη διάρθρωση, τη λειτουργία και τη δράση,

που σήμερα κατέληξαν να έχουν, αδυνατούν να ανταποκριθούν στον ρόλο τους, ως

θεσμικών φορέων του πολιτικού συστήματος. Την πιο δραματική απόδειξη για το

ξεθώριασμά τους ­ αν αφήσω κατά μέρος το μεγάλο έλλειμμα εσωκομματικής

δημοκρατίας ­ αποτελεί η υποτίμηση, αν όχι ανυπαρξία, της ολικής πολιτικής

θεωρίας, που συνιστούσε το, κατ’ αρχάς, ενοποιητικό τους στοιχείο.

Από την αδήριτη ανάγκη υπέρβασης των στείρων ιδεοληψιών και της προσήλωσης σε

δόγματα, πέρασαν στην αποδοχή της αντίληψης για το «τέλος των ιδεολογιών», ή

στην ανοχή της, με αποτέλεσμα τη διάβρωση της συνοχής τους, και την άμβλυνση

της μεταξύ τους διαφορετικότητας. Ταυτόχρονα, λόγω των ραγδαίων αλλαγών στις

οικονομικές δομές, στις εργασιακές απασχολήσεις, που συνεπιφέρουν μετατοπίσεις

και ρευστότητα στην κοινωνική θέση των ατόμων, στις κατηγορίες και τα στρώματα

του πληθυσμού, ισχυρίζονται πως έχουν το δικαίωμα να εκλαμβάνουν, για λόγους

καθαρά λαθροψηφοθηρίας, το εκλογικό σώμα ως μια ισοπεδωμένη μάζα, με

αποφλοιωμένη την κοινωνική συνείδηση.

Περιπίπτουν, έτσι, σε πλήρη σύγχυση οι έννοιες της ταυτότητας και της

φυσιογνωμίας των πολιτικών φορέων. Τα κόμματα καταλήγουν να συναποτελούν μια

άμορφη συνεύρεση στελεχών, που κινούνται γύρω από την εκάστοτε ηγεσία και τους

μηχανισμούς της. Στην καλύτερη περίπτωση, διαμορφώνονται κάποιες τάσεις και

ομάδες, που, και αυτές, αφοσιώνονται στη διεκδίκηση μεριδίου της εξουσίας στο

κόμμα και, κατ’ επέκταση, στην κοινωνία. Οι πολιτικές, ακόμα κι οι

προγραμματικές, προτάσεις τους καταντούν μια «σούπα», σερβιρισμένη για όλους

και για όλα τα γούστα.

Στη χώρα μας, ειδικότερα, κατά τη δεκαετία που πέρασε, ο κατήφορος αυτός

επιταχύνθηκε τα μέγιστα από τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, την πιο

χαρακτηριστική, κατά τη γνώμη μου, έκφραση προς τα έξω της νοσηρότητας του

πολιτικού συστήματος. Κι αυτό, όχι τόσο εξαιτίας των παραλογισμών, που

εμφανίζονται, συχνά, στα εκλογικά αποτελέσματα. Ούτε μόνο, γιατί υπονομεύει τη

δημοκρατική αντιπροσώπευση και τη δημοκρατία. Αλλά και γιατί δεν ανακόπτει,

αλλά, στην ουσία, παρωθεί στη διολίσθηση των πολιτικών κομμάτων. Οδηγεί, σε

τελευταία ανάλυση, σε υποβάθμιση της πολιτικής.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι, στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η

πολιτική δεν είναι πλέον πανίσχυρη. Πολλές επιλογές επιβάλλονται από

εξωπολιτικά υπερεθνικά κέντρα. Αν είναι όμως έτσι, τόσο πιο επιτακτική γίνεται

η ανάγκη να αντιμετωπιστεί αυτή η πραγματικότητα. Η συμμετοχή στις από κοινού,

τις διεθνείς προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση είναι αυτονόητη. Αλλά πέρα

απ’ αυτό, στο εσωτερικό θα πρέπει να επιδιωχθεί, τουλάχιστον, η παντί τρόπω

ισχυροποίηση της πολιτικής και των φορέων της. Αυτό προϋποθέτει: την εξαρχής

δημιουργία ή την επανίδρυση πολιτικών κομμάτων και κινήσεων. Τον

επαναπροσδιορισμό της φυσιογνωμίας και των κατευθύνσεών τους. Τη θεσμική

δυνατότητα έκφρασης του εσωκομματικού πλουραλισμού, με ταυτόχρονη εξασφάλιση

της ιδεολογικής συνοχής, που δεν θα έχει τίποτα το κοινό με τη μονολιθικότητα

και το αμετακίνητο δόγμα. Το άνοιγμα, όταν χρειάζεται, δρόμων προς

προγραμματικές συνεργασίες και συγκλίσεις. Τη ριζική αναδιάρθρωση του

πολιτικού σκηνικού, μέσω και της αλλαγής του εκλογικού νόμου.

Η ευθύνη της Αριστεράς

Στην παραπάνω ­ συνοπτική, έστω, και πολύ ελλειπτική ­ περιγραφή της θολής και

αβέβαιης εικόνας, που παρουσιάζει η πολιτική ζωή της χώρας, αποτυπώνεται,

δυστυχώς, με τον πιο ζοφερό τρόπο, και η ευθύνη της Αριστεράς. Δεν κατάφερε,

ως σύνολο, να παίξει έναν διαφορετικό, ανασχετικό ρόλο στην υποβάθμιση της

πολιτικής και των φορέων της, όπως οι αξίες και οι ιδέες που πρέπει να

υπηρετεί επέβαλλαν.

Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στο όραμα – υπόσχεση απελευθέρωσης όλης της κοινωνίας,

που κάποτε καθόριζε την ύπαρξη της Αριστεράς, ενέπνεε και μετέτρεπε το άτομο

σε ενεργό πολίτη, υποχρέωνε ακόμα και τον καπιταλισμό να κινείται «μη

καπιταλιστικά». Η συγκεκριμένη, προσαρμοσμένη στους καιρούς μας επεξεργασία

του δεν μπορεί, σήμερα, να γίνει από μεμονωμένα άτομα ή κόμμα μιας χώρας.

Απαιτεί συνολικότερη αντιμετώπιση, συλλογική συμβολή, ιδιαίτερα των

διανοουμένων, αξιοποίηση της διεθνούς σκέψης και δράσης.

Πέρα όμως απ’ αυτό, θα περίμενε, τουλάχιστον, κανείς να έχει σημειωθεί

αποφασιστική παρέμβαση σε ένα φαινόμενο «ενδημικό» για την ελληνική Αριστερά:

την ανικανότητα παραγωγής εναλλακτικού προγράμματος διακυβέρνησης, που θα

αποδείκνυε, εκτός των άλλων, πως η ύπαρξη των αριστερών κομμάτων είναι,

περισσότερο από ποτέ, αναγκαία.

Μιλώντας, ειδικότερα, για τον Συνασπισμό, θα πρέπει να υπογραμμισθεί πως, επί

μια σχεδόν δεκαετία, δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει συγκεκριμένη πολιτική

φυσιογνωμία. Να προσδιορίσει τα στρώματα, τις ομάδες, κατηγορίες, δυνάμεις της

ελληνικής κοινωνίας, στις οποίες θέλει και μπορεί να απευθύνεται. Να

επεξεργαστεί, με πληρότητα, τις αντίστοιχες προγραμματικές και πολιτικές

κατευθύνσεις του. Να καταλάβει, συνεπώς, τη θέση που του αντιστοιχεί από τη

φύση των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας και της σημερινής ευρωπαϊκής και

διεθνούς πραγματικότητας. Αντ’ αυτού, επιδίωξε τον ετεροκαθορισμό του, ο

οποίος, επιδεινώνοντας την κρίση ταυτότητάς του, πήρε τη μορφή εκκρεμούς, είτε

προς το ΠΑΣΟΚ, είτε προς άλλο, έστω αριστερό, κόμμα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν επόμενο να μην κερδίζει την εμπιστοσύνη ικανού

αριθμού ψηφοφόρων, ακόμα και από εκείνους που, για λόγους έστω, ψυχολογικής

αυταπάτης, προσβλέπουν στην Αριστερά. Να μην τους πείθει να ψηφίζουν ΣΥΝ.

Λαμβάνει «ανθ’ ων έπραξε» (ακριβέστερα: δεν έπραξε).

Υπάρχει διέξοδος στη μετεκλογική κρίση;

Τα εκλογικά αποτελέσματα ήσαν για τον ΣΥΝ, όπως και θα έπρεπε να αναμένεται,

οδυνηρά. Όσοι πονούν την υπόθεση της Αριστεράς, δεν μπορούν να σφυρίζουν

αδιάφορα, ικανοποιημένοι από την οριακή παρουσία στη Βουλή. Ή να κατηγορούν

άλλους ότι «επιχαίρουν», επειδή εκφράζουν δημοσίως την απογοήτευσή τους γι’

αυτά.

Περισσεύει η κατάθλιψη, όταν βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει και να σκεφτεί

(«συμφορά από το πολύ μυαλό», που θα’ λεγε ο Γκριμπογέντοφ). Όχι απλώς πάνω

στο 3,2%, αλλά στο ακόμα μικρότερο ποσοστό, που έδωσαν οι νέοι σε ηλικία

ψηφοφόροι σε όλα μαζί τα κόμματα της Αριστεράς. (Συνολικά, τα κόμματα αυτά

συγκέντρωσαν 10,5%, ενώ στους ηλικίας 18-35 ετών το ποσοστό τους είναι 7%).

«Στέρφος» όμως οργανισμός δεν έχει μέλλον.

Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία του ΣΥΝ, αντί να αντιμετωπίσει την κατάσταση με

στοχασμό, επέλεξε τη μακαριότητα του μη ουσιαστικού προβληματισμού στις

μετεκλογικές συνεδριάσεις της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής. Αποφάσισε,

επιπλέον, εσπευσμένα, σύγκληση «καταστατικού» συνεδρίου, επιβεβαιώνοντας ­ το

λιγότερο ­ επιπόλαιες, παλαιοκομματικές μεθοδεύσεις.

Δεν ήταν, ασφαλώς, ο καλύτερος τρόπος, ούτε ο κατάλληλος χρόνος, να ασκήσουν

ορισμένα στελέχη, αποχωρώντας από τον ΣΥΝ, το δικαίωμά τους να σκεφθούν, εκτός

των κομματικών πλαισίων, πάνω στην κατάσταση της Αριστεράς και την όλη

πολιτική ζωή. Η κύρια όμως ευθύνη νομίζω ότι βαραίνει τη διαμορφωμένη ηγετική

πλειοψηφία. Δεν εξασφάλισε, ακόμα και τώρα, το εσωκομματικό εκείνο κλίμα που

είναι απαραίτητο σε μια πλατιά συζήτηση για το μέλλον της σύγχρονης Αριστεράς

στον τόπο μας.

Φυσικό επακόλουθο ήταν ότι και το επίσημο κείμενο των «θέσεων για το συνέδριο»

κάθε άλλο, παρά τολμάει να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση. Την παραπέμπει,

αορίστως, στο μέλλον, αφού θα έχουν «τακτοποιηθεί» οι εσωτερικοί

«συσχετισμοί». Πρόκειται σαφώς για προσπάθεια να στηθεί η σύγχρονη Αριστερά με

το κεφάλι κάτω.

Αν όμως η Αριστερά δεν θέλει να χάσει τον λόγο ύπαρξής της, θα έπρεπε, έστω

και την ύστατη στιγμή, να προχωρήσει άμεσα σε δυο – τρεις τουλάχιστον, βασικές

κινήσεις.

Κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται, πρώτον, να προσδιοριστούν κάποιες κοινές

ιδεολογικές συνιστώσες. Η απλή αναφορά στις «θεμελιώδεις αξίες» δεν αρκεί, ενώ

οι επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις, «η Αριστερά έχει όραμα», χωρίς να λέγεται

τίποτα γι’ αυτό, ηχούν ψευδεπίγραφα. Ο ΣΥΝ πρέπει, από κοινού και συλλογικά,

μαζί με άλλες ομάδες και τους διανοούμενους που αισθάνονται αριστεροί ­ όπως

κι αν, εκόντες – άκοντες ψηφίζουν ­ να επεξεργαστεί τις οραματικές διαστάσεις,

την αισθητική και την κουλτούρα της δράσης της.

Η παρούσα κρίση της Αριστεράς είναι, εκτός των άλλων, και κομμάτι της

γενικότερης υποβάθμισης της πολιτικής ζωής. Αυτό δεν σημαίνει άλλοθι προς

εφησυχασμό. Αντιθέτως, πρέπει, δεύτερον, να αναλάβει μια μεγάλη πρωτοβουλία,

επιζητώντας συνεργασία και με άλλες πολιτικές δυνάμεις, για αναβάθμιση της

πολιτικής, αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, μέσω και της αλλαγής του

εκλογικού νόμου.

Χρειάζεται, τρίτον, να προβληματιστεί εγκαίρως πάνω σε μερικά ζητήματα της

κοινωνικής και πολιτικής τακτικής της. Δεν μπορεί να περιορίζεται στον ρόλο

κόμματος διαμαρτυρίας, να αρκείται στην υποστήριξη επιμέρους αιτημάτων

κοινωνικών ομάδων. Πολύ περισσότερο, που αυτά, στο μεγαλύτερο μέρος τους,

υποτάσσονται σε συντεχνιακές επιλογές. Είναι, επιτέλους, ανάγκη ο ΣΥΝ να

επεξεργαστεί τις συγκεκριμένες πολιτικές συνεργασίες – συγκλίσεις ώστε να

εξασφαλίζεται μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης – εξουσίας.

Η Αριστερά δεν είναι ­ δεν πρέπει να είναι ­ αυτοσκοπός. Δρώντας με τέτοια

λογική, δεν είναι σε θέση να διαδραματίσει τον ευεργετικό της ρόλο για όλη την

κοινωνία. Αν ο ΣΥΝ δεν επιδείξει την ικανότητα να αντιμετωπίσει τις

επείγουσες, αυτή τη στιγμή, προκλήσεις, δεν θα καταφέρει να επιβιώσει. Θλιβερό

να διαισθάνεσαι με αυτό τον τρόπο τα προσερχόμενα, αλλά αναπόφευκτο.

Ο Γρηγόρης Φαράκος είναι πρώην γραμματέας του ΚΚΕ και πρώην βουλευτής

του ΚΚΕ και του ΣΥΝ.