Μας λένε τυχερούς, εμάς του επαγγέλματος, γιατί ταξιδεύουμε στο εξωτερικό

συχνά. Η αλήθεια είναι πως λίγα από τα ταξίδια μας είναι αξιοζήλευτα, στα

περισσότερα κανείς δεν προλαβαίνει να δει κάτι περισσότερο από μια κεντρική

πλατεία, οι ώρες και οι μέρες περνούν σε κλειστές αίθουσες συνεδριάσεων και

διαδρόμους απρόσωπων επιτελικών κτιρίων, στη «δράση» σύντροφος είναι το

μαγνητόφωνο, το φορητό PC, το μπλοκ, το στιλό και η αγωνία για την είδηση και

τη μετάδοση του ρεπορτάζ. Αραιά και πού, το «τυχερό» ταξίδι δίχως έγνοια

δουλειάς. Ολιγοήμερο, ώσπου να πας έχεις γυρίσει.

Έτσι έγινε πριν από λίγες ημέρες, με τη λαχτάρα να το μοιράσω ανάμεσα στις

Βρυξέλλες και το Παρίσι ­ για να προλάβω να δω και το μεγάλο παιδί στο

φοιτητικό του δωμάτιο και να βάλω ένα βάζο γλυκό λεμόνι ­ από τις λεμονιές της

Αιδηψού ­ στο ράφι της κουζινίτσας. «Αθάνατη Ελληνίδα μάνα», λέει περιπαιχτικά

ο Δημήτρης χρόνια τώρα. Ε, τι να απαντήσω:

Πως τόσες φορές στη ζωή μου που έχω πάει στο Παρίσι δεν μπόρεσα να δω τις

γωνιές όπου το δίμετρο μαγκλαράκι μου, ακούραστα ζωηρό, με σεργιάνισε αυτή τη

φορά μέσα σε λίγες ώρες;

Πως κανένας λαλίστατος «τσιτσερόνε» δεν με περπάτησε όπως αυτή,

«ζωγραφίζοντας» την αριστερή και τη δεξιά όχθη; Γιατί τα τέτοια «τυχερά»

κρατάνε τόσο λίγο;