Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος υπήρξε ένα ασυνήθιστο φαινόμενο του πολιτικού μας

βίου. Είναι ίσως ο μοναδικός Έλληνας διανοούμενος που έφθασε στο πρωθυπουργικό

αξίωμα και παραμένει ασαφές αν πρέπει να κριθεί περισσότερο ως φιλόσοφος,

ιστορικός ή πολιτικός. Ο φίλος και ομογάλακτος από τη Χαϊδελβέργη,

Κωνσταντίνος Τσάτσος, τον θεωρούσε «εκτατικό» σε όλα του τα εγχειρήματα και

ίσως αυτό εξηγεί τη λανθάνουσα ιδιότητά του. Δεν του αρκούσε ποτέ ένα πεδίο

δράσης, γιατί ήθελε να παίζει σε πολλά ταυτόχρονα. Η εντυπωσιακή χωρητικότητα

της μνήμης του εξηγεί, εν μέρει, τη μοναδική του ευρυμάθεια που συνδυαζόταν με

την περιέργεια και τη δίψα του εφήβου. Σε σύντομο αυτοβιογραφικό του γύμνασμα,

ο Κανελλόπουλος σημειώνει ότι μετά την εφηβεία «όλα αρχίζουν να στενεύουν

εκτός αν στην ψυχή του ώριμου ανθρώπου επιζεί κάπως ο έφηβος» (1). Το στοιχείο

αυτό που υπήρξε και το ελκυστικότερο του χαρακτήρα του, τον κατέστησε ξένο

προς την ελληνική πολιτική παράδοση. Οι έφηβοι, δυστυχώς, δεν εμπνέουν

εμπιστοσύνη στον πονηρεμένο Έλληνα ψηφοφόρο. Ίσως για αυτό ο πιο μορφωμένος

και ευαίσθητος από τους πρωθυπουργούς δεν εξασφάλισε το ύπατο αξίωμα από την

προτίμηση των ψηφοφόρων, μολονότι όλοι σχεδόν συμφωνούσαν για τις αρετές του.

Τι ήταν αυτό που έσπωξε τον προικισμένο καθηγητή «της εκτάκτου αυτοτελούς

έδρας της Κοινωνιολογίας» στη Νομική Σχολή του Πανεπιτημίου Αθηνών, να

επιλέξει τον δρόμο της πολιτικής; Θεώρησε άραγε ότι η πρώιμη επιτυχία του στο

ακαδημαϊκό στάδιο αποτελούσε εγγύηση για μια λαμπρή κοινοβουλευτική

σταδιοδρομία; Δεν ήταν, πάντως, ο μόνος που θα πίστευε κάτι τέτοιο. Οι

σύγχρονοί του, εχθροί και φίλοι, τον λογάριαζαν για μελλοντικό ηγέτη. Ο Ηλίας

Ηλιού θυμόταν τον «εξοντωτικό πόλεμο» που είχε κάνει ο Δ. Γληνός στον

Κανελλόπουλο. «Ο Γληνός υπήρξε ο σοφός θεωρητικός της κομμουνιστικής

ιδεολογίας. Στον ιδεαλιστή μαχητή Παναγιώτη Κανελλόπουλο έβλεπε τον πολιτικό

που θα μπορούσε να συνεγείρει τους νέους και αγνούς ανθρώπους και να τους

κερδίσει για τη Δεξιά» (2). Ο Γληνός έπεσε έξω τόσο στην πρόβλεψή του για τον

μελλοντικό ηγέτη όσο και στην εκτίμηση του πολιτικού του στίγματος. Ο Π.Κ. δεν

θα γινόταν εκλεκτός του λαού ούτε και ο γνήσιος απολογητής της Δεξιάς. Από το

1940 ασκούσε κριτική τόσο στις ολοκληρωτικές ιδεολογίες όσο και στον

φιλελεύθερο καπιταλισμό, γιατί «αποτέλεσμα της απόλυτης οικονομικής ελευθερίας

ήταν η ανισότητα και όχι η ισότητα» (3). Ποιο ήταν τότε το πολιτικό του

στίγμα;

Η επαφή του με τα κοινά ήταν πρώιμα τραυματική, γιατί ο αδελφός της μητέρας

του, Δημήτριος Γούναρης, σημάδεψε τον ανεψιό και την οικογένειά του με τον

πολιτικό βίο και τον θάνατό του. Ο ίδιος ο Κανελλόπουλος σημειώνει: «… τα

ιστορικά γεγονότα που συγκλόνισαν τη χώρα μας, από το 1915 ώς το 1922, είχαν

αντίκτυπο άμεσο, σκληρό και οδυνηρό, στην οικογένειά μου. Αυτό έκανε πολύ

βαριά τη μνήμη της εφηβικής και πρώτης ώριμης ηλικίας μου, αλλά και έκαμε τη

συνείδησή μου να ‘ναι προπαρασκευασμένη για όσα η Ιστορία είχε επιφυλάξει

ακόμα στη χώρα μας… Κατάλαβα γρήγορα, από το 1924, ότι στις δύο εμφύλιες

έριδες καμιά πλευρά δεν έχει ­ μόνη αυτή ­ δίκιο» (4).

Στο μεταξύ, ο νέος Κανελλόπουλος εγγράφεται το 1919 στη Νομική Σχολή του

Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1923 αναγορεύεται διδάκτωρ του Δικαίου του

Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Η βενιζελική μονοπώληση της εξουσίας έως το

1926 τον κρατάει μακριά από τα κοινά. Τον Οκτρώβριο του 1926 διορίζεται

Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στην «Οικουμενική

Κυβέρνηση» με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη και υπουργούς από όλα τα

κόμματα. Το 1929 γίνεται υφηγητής της Κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή του

Πανεπιστημίου Αθηνών και εκδίδει με τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο και τον Τσάτσο

το «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών».

1960. Με τον Κων. Καραμανλή, αρχηγό της ΕΡΕ, και τους υπουργούς Ευάγ. Αβέρωφ

και Κων. Τσάτσο

Το 1932 γίνεται Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων,

αλλά παραιτείται για να υποβάλει υποψηφιότητα στην έδρα της Κοινωνιολογίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον Ιανουάριο του 1933 εκλέγεται καθηγητής. Το 1934

εκλέγεται πρόεδρος του νεοσύστατου Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το 1935,

μετά το στρατιωτικό κίνημα, εκδηλώνεται υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας και

απομακρύνεται γι’ αυτό από την πανεπιστημιακή του έδρα και το ΙΚΑ. Στις 15

Δεκεμβρίου ιδρύει το «Εθνικό Ενωτικό Κόμμα» και λαμβάνει μέρος στις εκλογές

του Ιανουαρίου 1936 (σε συνεργασία με τον βενιζελικό στρατηγό Αλέξανδρο

Μαζαράκη – Αϊνιάν) με σύνθημα τον τερματισμό του διχασμού μεταξύ βενιζελικών

και αντιβενιζελικών. Όταν εγκαθιδρύεται η δικτατορία της 4ης Αυγούστου,

απευθύνει υπόμνημα διαμαρτυρίας στον Γεώργιο Β’, το οποίο αργότερα διανέμει

ευρύτερα. Στις 7 Φεβρουαρίου 1937 συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται στην Κύθνο και

τα επόμενα χρόνια στη Θάσο και την Κάρυστο. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ζητάει να

στρατευθεί και τον Νοέμβριο εντάσσεται ως απλός οπλίτης στη 13η Μεραρχία (του

Αρχιπέλαγους) στην περιοχή του Πόγραδετς.

Στις αρχές Φεβρουαρίου 1941 τοποθετείται στο Β’ Επιτελικό Γραφείο του Τμήματος

Στρατιάς Βορείου Μετώπου στην Κορυτσά. Η υποχώρηση μετά την γερμανική επίθεση

τον Απρίλιο τον φέρνει στα Ιωάννινα υπό τις διαταγές του στρατηγού Πιτσίκα,

διοικητή της Στρατιάς, που εξακολουθούσε να νικάει τους Ιταλούς στον κεντρικό

και δυτικό τομέα.

1941. Απλός στρατιώτης στην Κορυτσά

Με τη συνθηκολόγηση γυρίζει στην Αθήνα και εμπλέκεται στην αντίσταση κατά των

κατακτητών. Από τον Φεβρουάριο του 1942 διώκεται από τις δυνάμεις κατοχής και

αναγκάζεται να κρυφτεί. Στις 31 Μαρτίου διαφεύγει με τη σύζυγό του Νίτσα, μέσα

σε μια ψαρόβαρκα, για να φθάσει στις ακτές της Τουρκίας στις 2 Απριλίου.

Ορκίζεται στο Κάιρο αντιπρόεδρος και υπουργός Εθνικής Αμύνης της κυβέρνησης

Τσουδερού. Τον Μάριτο 1943 παραιτείται μετά το πρώτο στρατιωτικό κίνημα στις

ελληνικές ταξιαρχίες. Το 1944 συμμετέχει στο συνέδριο του Λιβάνου (17-20

Μαΐου) και τον Ιούνιο γίνεται μέλος της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας». Στις 27

Σεπτεμβρίου φθάνει στην Καλαμάτα και μετά στην Τρίπολη και την Πάτρα ως

πληρεξούσιος της κυβέρνησης για να σταματήσει τις εμφύλιες συγκρούσεις που

έχουν ξεκινήσει. Στις 17 Οκτωβρίου έρχεται στην Αθήνα και στις 24 ορκίζεται

υπουργός των Ναυτικών και της Παιδείας. Στις 2 Δεκεμβρίου, μετά την παραίτηση

του Αλέξανδρου Σβώλου, αναλαμβάνει το υπουργείο Οικονομικών. Στις 4 Ιανουαρίου

1945 παραιτείται μαζί με την κυβέρνηση Παπανδρέου και διατελεί πρωθυπουργός

από την 1η έως τις 22 Νοεμβρίου. Στις εκλογές του Μαρτίου 1946, ως αρχηγός του

«Εθνικού Ενωτικού Κόμματος» συνεργάζεται με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον

Σοφοκλή Βενιζέλο. Από τις 4-18 Απριλίου γίνεται υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου

στην κυβέρνηση Π. Πουλίτσα. Τον Ιανουάριο του 1947 γίνεται υπουργός Ναυτικών

στην κυβέρνηση Συνασπισμού του Δ. Μάξιμου, έως την παραίτησή του τον Αύγουστο.

Τον Ιανουάριο του 1949 ορκίζεται υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Θ.

Σοφούλη και παραμένει στο ίδιο υπουργείο μετά τον θάνατο του Σοφούλη και την

ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Αλ. Διομήδη. Κατεβαίνει στις εκλογές του

Μαρτίου 1950 και γίνεται αντιπρόεδρος και υπουργός Εθνικής Αμύνης στην

κυβέρνηση Βενιζέλου. Το 1951, ως συναρχηγός με τον Στέφανο Στεφανόπουλο του

«Λαϊκού Ενωτικού Κόμματος» προσχωρεί στον «Ελληνικό Συναγερμό» του Αλέξανδρου

Παπάγου. Μετά τις εκλογές του 1952 γίνεται πάλι υπουργός Αμύνης και το 1954,

αντιπρόεδρος. Στις εκλογές του 1956 και 1958 συνεργάζεται ως ανεξάρτητος με

την «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση» (ΕΡΕ) του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το 1959

προσχωρεί στην ΕΡΕ και γίνεται αντιπρόεδρος όπως και μετά τις εκλογές του

1961. Δύο χρόνια αργότερα διαδέχεται τον Καραμανλή στην ηγεσία της ΕΡΕ, κατά

τη χειρότερη για τον κοινοβουλευτισμό περίοδο της μεταπολεμικής Ελλάδας.

1967. Με τον Κωνσταντίνο και τον υπουργό Γρ. Κασιμάτη στο Παναθηναϊκό Στάδιο

Η μετεμφυλιακή σταδιοδρομία του Κανελλόπουλου έως το 1967 φαίνεται σαν πορεία

υπνοβάτη που οδηγείται από κακά όνειρα. Ο μετριοπαθείς «ενωτικός» υφίσταται

τους πειθαναγκασμούς της πολιτικής πόλωσης. Η μυστική συμφωνία του με τον Γ.

Παπανδρέου για διεξαγωγή εκλογών το 1967 αποτέλεσε την αρχή της επιστροφής

στην ενωτική του αφετηρία. Η σύντομη πρωθυπουργία του (3-21 Απριλίου), που

σκοπό είχε να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, διακόπηκε βίαια από τους

πραξικοματίες. Η περίοδος της δικτατορίας υπήρξε για τον Κανελλόπουλο οδός

προς την Δαμασκό. Μαζί με τον αγώνα του κατά του στρατιωτικού καθεστώτος,

αναζήτησε μέσα του τις ευθύνες για τις αμετρόεπειες των νικητών του εμφυλίου,

οι οποίες διευκόλυναν τους συνωμότες. Το υπόλοιπο του πολιτικού του βίου ο

Κανελλόπουλος αφιέρωσε στην εθνική συμφιλίωση παίζοντας έναν αποφασιστικό ρόλο

για την εδραίωση της δημοκρατίας στη συντηρητική παράταξη.

Ως ανεξάρτητος βουλευτής στο ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας υπήρξε ο Νέστορας

που δίδασκε μέσα στη Βουλή τη μετριοπάθεια. Είχε τη σοφία να αναγνωρίσει σε

συνέντευξη ότι δεν ήταν χαρισματικός ηγέτης σαν τον Καραμανλή (5). Ωστόσο,

εκείνος δεν θέλησε να του προσφέρει το έπαθλο της Προεδρίας της Δημοκρατίας

χωρίς όρους. Οι όροι αυτοί ανάγκασαν τον Κανελλόπουλο να αρνηθεί την προσφορά.

Αν ο Κανελλόπουλος βρήκε τον καλύτερο εαυτό του το 1967, το συγγραφικό του

έργο ακολούθησε ανοδική πορεία από το Εικοστός αιώνας (1951), και το

Χριστιανισμός και η Εποχή μας (1952) έως το Μεταφυσικής προλεγόμενα

(1955), αλλά και ύστερα από αυτά.

1949. Επιθεωρεί ως υπουργός τις εργασίες ανοικοδόμησης της Αεροπορικής Βάσης

του Σέδες, συνοδευόμενος από τον αρχηγό ΓΕΑ Χ. Μυτιληναίο

Από τα πολλά κείμενα που γράφτηκαν για να τον τιμήσουν, ένα από τα πιο

ουσιαστικά είναι από τον Χρήστο Μαλεβίτση. Στο έργο του Κανελλόπουλου το

«Τέλος του Ζαρατούστρα» (1956), ο Ζαρατούστρας, προπομπός της ιδεολογίας που

βύθισε την Ευρώπη στο πένθος, εξανθρωπίζεται. Ο ανθρωπιστής Έλληνας κατεβάζει

τον ήρωα του Νίτσε από το μοναχικό του ύψωμα στην πεδιάδα των ανθρώπων,

προσπαθώντας να αναστρέψει το κακό που η καταστροφική του σκέψη είχε

προκαλέσει. Αντίθετα από τον Νίτσε, ο Κανελλόπουλος διδάσκει: «Όχι, δεν

υπάρχουν νέες αξίες που για χάρη τους πρέπει να γκρεμιστούν τα πάντα… το

μόνο που έχουμε δικαίωμα να ελπίζουμε είναι τούτο: να ‘ρθουν άνθρωποι νέοι,

που θα ξαναζήσουν τις παλιές αξίες, τις ιδέες που δεν τις προσέχουμε και που,

αντί να τις ζούμε κάθε στιγμή σαν θαύματα, τις προσπερνούμε αδιαφορώντας…»

(6).

Το «Γεννήθηκα στο 1402» εκδόθηκε το 1957 και αποτελεί ίσως το καλύτερο έργο

του Κανελλόπουλου. Καλύτερο, γιατί το λογοτεχνικό του ύφος αποδίδει με

ακρίβεια τη συνειρμική ομιλία του συγγραφέα, την απέραντη μνήμη του και την

ποιότητα του ήθους του. Αυτός ο θαυμαστής της χριστιανικής ηθικής που δεν

κατάφερε, όπως σημειώνει στην κατακλείδα του βιβλίου, να ενωθεί με τον Χριστό,

παρέδωσε στους επιγενόμενους τις καταβολές μιας σύνθετης ελληνικής ταυτότητας,

που έρχεται από τους τελευταίους χρόνους του Βυζαντίου. Η ταυτότητα αυτή

συναποτελείται από τον Καρδινάλιο Βησσαρίωνα και τον πρώτο Οικουμενικό

Πατριάρχη μετά την άλωση, Γεννάδιο, και περιέχει την αγωνία μιας αντιφατικής

συμβίωσης: της προσπάθειας να διασωθεί η ελληνική παιδεία μέσα στην ευρωπαϊκή

κιβωτό, με την ευθύνη του ποιμένα των υπόδουλων να οδηγήσει τις ψυχές τους

αλώβητες στη σωτηρία.

1974. Με τον Γεώργιο Μαύρο έξω από τη Βουλή

Ο Κανελλόπουλος έκανε την επιλογή του όταν το καλοκαίρι του 1961 υπέγραψε στην

Αθήνα τη «Συμφωνία Συνδέσεως της Ελλάδος με την Ευρωπαϊκή Οικονομική

Κοινότητα». Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός και η αναζήτηση της ευρωπαϊκής

πολιτισμικής ενότητας, όπως καταγράφονται στην πολύτιμη «Ιστορία του

Ευρωπαϊκού Πνεύματος», τον έφεραν πιο κοντά στον Βησσαρίωνα αλλά κα τον Έλληνα

Πλήθωνα και τον απομάκρυναν από τον κόσμο του Γενναδίου. Οι τελευταίες του

γραμμές στο Γεννήθηκα στο 1402 υπήρξαν ο αυτοσχέδιος επιτάφιός του:

«Αλλά δεν κατάφερα να αποκτήσω όνομα. Ποιο όνομα ήθελα τάχα να αποκτήσω. Δεν

ξέρω. Αν το ήξερα θα το είχα ίσως αποκτήσει. Κι αφού θα το αποκτούσα θα το

έχανα, όπως χάνουμε με τον καιρό τα πάντα (κι όσα αποκτήσαμε, και όσα δεν

αποκτήσαμε ποτέ)… Ούτε με τον Χριστό κατάφερα να ενωθώ, ούτε κι επάνω στη γη

ν’ αφήσω ίχνη. Ωστόσο, αγάπησα τον Εσταυρωμένο, το γλυκύτατο αιώνιο έαρ. Και

αγάπησα πολύ τη γη της πατρίδας μου ­ τη γη την ελληνική ­ που χαρίζει

αδιάκοπα την ωραιότερη εφήμερη άνοιξη στον κόσμο» (7).

(1) «Η μνήμη μου», στο Θέσεις για τον Παν. Κανελλόπουλο,

Τετράδια Ευθύνης, 17. Αθήνα, 1982, σ. 180.

(2) Ηλίας Ηλιού, «Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ο πολιτικός, ο συγγραφέας,

ο άνθρωπος». Θέσεις για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο.π., σ. 19.

(3) Θα σας πω την αλήθεια, Αθήνα, 1940, σ. 23.

(4) «Η μνήμη μου» ο.π., σσ. 189-190.

(5) Άρης Σκιαδόπουλος «Παναγιώτης Κανελλόπουλος», Ταχυδρόμος, 18 Σεπτ.

1986, σ. 17.

(6) Χ. Μαλεβίτσης, «Η έσχατη μέριμνα του Παναγιώτη Κανελόπουλου», στη

Μνήμη Παναγιώτη Κανελλόπουλου, επιμ. Π. Τζαμαλίκος, Αθήνα 1988, σ. 183.

(7) Γεννήθηκα στο 1402, 1957. Σ. 724.

*Ο Θάνος Βερέμης είναι καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο

Αθηνών και πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής

Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)