Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ο πολυγραφότατος ιστορικός των ελληνικών προϋπολογισμών, επιφανής

οικονομολόγος αλλά και θεατρικός κριτικός, ο επί τριάντα χρόνια

πανεπιστημιακός δάσκαλος, Ανδρέας Μιχ. Ανδρεάδης, γεννήθηκε στην Κέρκυρα το

1876. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κρήτη, ενώ η μητέρα του είχε χιώτικη

καταγωγή και ήταν αδελφή του Εμμανουήλ Δ. Ροΐδη (1836-1904).

Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του έπαιξε η οικογένεια Ροΐδη. Ο θείος Μανώλης

ζούσε τότε με τη μητέρα του Κορνηλία, το γένος Ροδοκανάκη, στην Αθήνα και στο

σπίτι τους της οδού Φιλελλήνων έμενε συχνά ο νεαρός Ανδρέας. Το σπίτι αυτό

«εσυχνάζετο… όσον ολίγα εν Αθήναις και υπό της μάλλον ανεπτυγμένης μερίδος

της κοινωνίας», έγραψε ο ίδιος. Η γιαγιά Κορνηλία, που πέθανε 93 ετών το 1906,

ήταν ένα ζωντανό λείψανο του Εικοσιένα: υπήρξε θύμα απαγωγής στην καταστροφή

της Χίου (1822) και έζησε τέσσερα χρόνια στη Μικρά Ασία, ώσπου εξαγοράστηκε

από συγγενείς της στο Λιβόρνο. Αυτή θα πρέπει να μετέδωσε κάτι από τον

πατριωτισμό της γενιάς της Επανάστασης στον ανεψιό της, που έγινε συχνά

απόστολος των «δικαίων της Ελλάδας» στα διεθνή φόρα και κυρίως με την πένα του.

Η πολυδιάστατη επιρροή του Ροΐδη είναι αισθητή στο ύφος της γραφής του

Ανδρεάδη, με την αδιόρατη ειρωνεία και την ευθυβολία του λόγου, στο κριτικό

πνεύμα και στην ευρυμάθεια, αλλά ίσως και σε κάποιες επιλογές της ζωής του:

έμεινε άγαμος, όπως και ο μεγάλος θείος του. Τον θείο αυτό, τον οποίο θεωρούσε

τον «μεγαλύτερο νεώτερο Έλληνα κριτικό και λογογράφο», ο Ανδρεάδης θα τιμήσει

με βιογραφικά σημειώματα και κυρίως με την έκδοση των «Έργων» του (1911-1914,

μαζί με τον Δ. Πετροκόκκινο), που έγινε με «άκρα στοργή, επιμέλεια και

μεθοδικότητα», όπως λέει ο Άλκης Αγγέλου (1978).

Παρά τις οικογενειακές ρίζες στην Κρήτη και στη Χίο, ο Ανδρεάδης, που έζησε

στην Κέρκυρα ως τα 16 του χρόνια, αισθανόταν Κερκυραίος. Αποφοίτησε από το

εκεί Γυμνάσιο το 1892 και τον ίδιο χρόνο γράφτηκε στη Νομική Σχολή του

Παρισιού. Έζησε στο Παρίσι δέκα χρόνια σπουδάζοντας Νομική και Πολιτική

Οικονομία· προς το τέλος των σπουδών του διέμενε για μεγάλα διαστήματα και στο

Λονδίνο. Τρία τετράδια σημειώσεών του από την περίοδο 1896-98 μαρτυρούν ότι

ήρθε σε επαφή με τα νεώτερα ρεύματα στην οικονομική σκέψη και στις κοινωνικές

επιστήμες της εποχής: αφορούν μαθήματα «Εθνικής Οικονομίας», Ιστορίας των

Οικονομικών Θεωριών και τέλος το μάθημα Βιομηχανικής και Εργατικής Νομοθεσίας

του Raoul Jay, ο οποίος ήταν μεταρρυθμιστής και αργότερα μετείχε στο κίνημα

για την προστασία κατά της ανεργίας.

Διακρίνονται εδώ συνάφειες με τη λεγόμενη γερμανική «Ιστορική Σχολή της

Οικονομίας» των Schmoller, Roscher και Hildenbrabdt, που αμφισβητούσε την

οικουμενική ισχύ της κλασικής οικονομικής θεωρίας ­ μια τάση της μάλιστα

απεχθανόταν τη θεωρία γενικώς ­, έδινε έμφαση στη διερεύνηση των ιστορικών

«γεγονότων» και προπαγάνδιζε την ιδιαιτερότητα των εθνικών οικονομιών.

Συνάφειες επίσης με τη σχολή τών «από καθέδρας σοσιαλιστών» του Α. Wagner και

κυρίως με το μεταρρυθμιστικό κίνημα, που έθετε τότε τις βάσεις της εργατικής

νομοθεσίας και των θεσμών του κράτους πρόνοιας.

Ωστόσο οι ιδεολογικές επιλογές του Ανδρεάδη, που παρέμεινε μέχρι τέλους

αμετακίνητα πιστός στον φιλελευθερισμό, δείχνουν ότι επηρεάστηκε από την

κυρίαρχη στον γαλλικό ακαδημαϊκό χώρο κλασική σχολή και ιδίως από τον πλέον

εξέχοντα εκπρόσωπό της, τον Paul Leroy-Beaulieu (1842-1916), που δίδασκε τότε

στο College de France και στην Ecole Libre des Sciences Politiques. Ο

Ανδρεάδης πρέπει να παρακολούθησε τις παραδόσεις του: τον αναφέρει συχνά στα

έργα του, ενώ πολλές θέσεις αλλά και ερευνητικές προτιμήσεις του θυμίζουν τον

Leroy-Beaulieu ο οποίος, ας σημειωθεί, την εποχή εκείνη γινόταν όλο και πιο συντηρητικός.

Στην εξέλιξη του Ανδρεάδη ωστόσο είναι αισθητή η επιρροή της «Ιστορικής

Σχολής» ­ φιλτραρισμένη από τον αγγλικό εμπειρικισμό: ασχολήθηκε, τελικά, πολύ

περισσότερο με την Ιστορία (της οικονομίας) παρά με την Οικονομία, και γι’

αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος Έλληνας οικονομικός ιστορικός. Έδειχνε

επίσης να αποστρέφεται τη θεωρία, μολονότι, στο κλίμα του επιστημονισμού της

εποχής, συνήθιζε να αναγορεύει σε επιστημονικές αρχές τις απόψεις του.

Ωστόσο στην εξέλιξη αυτή έχει προδιαγραφεί από το πρώτο κιόλας έργο του, αυτό

που του εξασφάλισε διεθνή αναγνώριση. Το 1901 πράγματι, και αφού είχε

καταθέσει την πρώτη διατριβή του («περί Διαζευκτικών ή Παραλλήλων ποινών»,

1899), κατέθεσε τη δεύτερη με τίτλο «Essai sur la fondation et l’histoire de

la Banque dΆngleterre». Για τη συγγραφή της πραγματοποίησε έρευνα στο Λονδίνο,

και παρακολούθησε από κοντά τις εργασίες της τράπεζας συζητώντας με ανώτατα

στελέχη της. Το 1904 η διατριβή αυτή εκδιδόταν στα γαλλικά, και το 1909 στα

αγγλικά. Το έργο αναγορεύθηκε αμέσως σε υπόδειγμα της νέας επιστήμης, της

Οικονομικής Ιστορίας, που διεκδικούσε τότε τη θέση της στο ακαδημαϊκό

στερέωμα. Χαρακτηριστικά, στον πρόλογο της αγγλικής έκδοσης, ο καθηγητής

Foxwell καυτηρίαζε «το συστηματικό αντι-ιστορικό σφάλμα… των [Άγγλων]

οικονομολόγων, που είναι… οπαδοί τού πλέον ανιστόρητου συγγραφέα, του David

Ricardo, και… περιφρονούν την ιστορική έρευνα…». Επανεκδόθηκε στα αγγλικά

το 1924, μεταφράστηκε στα ιαπωνικά το 1932 (ποτέ όμως στα ελληνικά), και μέχρι

σήμερα χρησιμοποιείται από όσους μελετούν την Τράπεζα της Αγγλίας.

Ο Ανδρεάδης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1902 και διορίστηκε αμέσως υφηγητής

Πολιτικής Οικονομίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1904

επανιδρύθηκε στη Σχολή η έδρα της Δημοσιονομικής και Στατιστικής και το 1906,

σε ηλικία 30 ετών, ο Ανδρεάδης εκλεγόταν καθηγητής στη νέα έδρα, μια θέση που

κράτησε ως το 1934, οπότε παραιτήθηκε για λόγους υγείας.

Η μακρόχρονη θητεία του στο Πανεπιστήμιο άφησε εποχή. Ήταν άριστος ομιλητής

και συγκέντρωνε πολυπληθές ακροατήριο. Ευσυνείδητος δάσκαλος, ήταν προσιτός

στους φοιτητές του. Διηύθυνε το Φροντιστήριο Δημοσίων Οικονομικών που παρήγαγε

δεκάδες εργασιών πάνω σε σύγχρονα δημοσιονομικά ζητήματα, με δική του

καθοδήγηση. Από τα χέρια του, σαν φοιτητές ή υποψήφιοι διδάκτορες και

καθηγητές, πέρασαν πολλά από τα μέλη της πνευματικής ελίτ του Μεσοπολέμου (Α.

Αγγελόπουλος, Κ. Βαρβαρέσος, Χ. Δαμίρης, Π. Δερτιλής, Ξ. Ζολώτας, Δ.

Καλιτσουνάκης, Δ. Στεφανίδης, Ι. Τουρνάκης κ.ά.), που υποστήριξε ανεξάρτητα

από τις αποκλίνουσες ιδεολογικές κατευθύνσεις τους.

Στα δημόσια οικονομικά ο Ανδρεάδης βρήκε πρόσφορο πεδίο για να στεγάσει τη

δική του σύνθεση φιλελευθερισμού, εμπειρισμού και ιστορικισμού: «Η

Δημοσιονομική επιστήμη [έχει] καθαρώς εθνικόν χαρακτήρα», έγραφε, και επομένως

«συστήματα εκ του προτέρου δεν δύνανται να ευδοκιμήσωσι παρ’ αυτή».

Πιστεύοντας εξάλλου στη διδακτική χρησιμότητα της ιστορικής γνώσης, θα

επιδοθεί στη συστηματική μελέτη των δημοσιονομικών του ελληνικού κράτους, που

τροφοδότησε τις παραδόσεις του και πλήθος δημοσιευμάτων, τα οποία αποτελούν

και σήμερα πολύτιμο βοήθημα των μελετητών της νεοελληνικής οικονομικής

ιστορίας. Οι απόψεις του παρέμειναν προσκολλημένες στη φιλελεύθερη ορθοδοξία,

μολονότι ο ίδιος αυτοχαρακτηριζόταν ως εκλεκτικός. Ινδάλματά του ήταν

φιλελεύθεροι Άγγλοι πολιτικοί ­ ο Gladstone, ο υπουργός Οικονομικών Snowden ­

στους οποίους αφιέρωσε διθυραμβικά βιογραφικά μελετήματα. Δεν δεχόταν τον

κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία ούτε την άσκηση αναδιανεμητικής και

κοινωνικής πολιτικής. Στον Μεσοπόλεμο έλεγε ότι οι πληγές της οικονομίας ήταν

η γραφειοκρατία και η φαυλοκρατία και προπαγάνδιζε σταθερά την «καταπολέμησιν

της κρατικής ελεφαντιάσεως» και την «καταπράϋνσιν των εσωτερικών παθών».

Ο Ανδρέας Ανδρεάδης, παρά τις οικογενειακές ρίζες στην Κρήτη και στη Χίο

αισθανόταν πάντα Κερκυραίος. Εκεί γεννήθηκε το 1876 κι εκεί έζησε μέχρι τα 16

του χρόνια

Οι ιστορικές αναζητήσεις του δεν περιορίστηκαν στο νεοελληνικό κράτος.

Φαίνεται πως από νωρίς είχε συλλάβει ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, τη συγγραφή της

ιστορίας της «ελληνικής» δημόσιας οικονομίας από τους προϊστορικούς χρόνους ως

τη σύγχρονη εποχή. Είναι εμφανής η αναλογία του διαβήματος με εκείνο του

Παπαρρηγόπουλου, όπως και η κοινή αντίληψη περί της τρισχιλιετούς συνέχειας

του Ελληνισμού. Το σχέδιο θα πραγματοποιηθεί αποσπασματικά και ακατάστατα, με

κάποιο άγχος που ίσως εξηγείται από «μία ψύχωση κατέχουσα αυτόν… ότι ο βίος

του θα ήτο βραχύς», όπως μαρτυρεί ο Α. Σίδερις (1935). Καταπιάνεται με το

Βυζάντιο (1908), την Τουρκοκρατία και τα βενετοκρατούμενα Επτάνησα (1914: για

το έργο αυτό πραγματοποίησε πρωτότυπη έρευνα στη Βενετία), γυρίζει πίσω στους

προϊστορικούς και αρχαίους χρόνους (1915) και κατά τον Μεσοπόλεμο ασχολείται

κυρίως με τη μακεδονική και ελληνιστική περίοδο και ξανά με το Βυζάντιο. Πολλά

από τα έργα αυτά, που εξαντλούσαν σχεδόν τη διεθνή βιβλιογραφία, δημοσιεύονταν

απευθείας σε ξένα περιοδικά. Ανεξάρτητα από την κάποια ελευθεριότητα,

ασυγχώρητη σήμερα, με την οποία μετέφερε σύγχρονές του δημοσιονομικές έννοιες

σε παλαιότερες εποχές, η εισαγωγή της μελέτης τού οικονομικού βίου στην

ελληνική αρχαιογνωστική επιστήμη οπωσδήποτε υπήρξε σημαντική καινοτομία για

την εποχή. Το συγγραφικό έργο του Ανδρεάδη είναι εντυπωσιακό σε όγκο και

ποικιλία. Πάνω από 250 τίτλους μελετημάτων κατέγραψε ο Ε.Π. Φωτιάδης το 1936,

χωρίς να υπολογίζουμε τις διπλές εκδόσεις ούτε τα αναρίθμητα δημοσιογραφικού

χαρακτήρα άρθρα στον Τύπο. Η τιμητική έκδοση των βασικότερων έργων του από τη

Νομική Σχολή (1938-1940) αντιπροσωπεύει τρεις τόμους 1.800 σελίδων. Εκτός από

τα δημοσιονομικά θέματα, τα βιογραφικά, τα ταξιδιωτικά και τις βιβλιοκρισίες,

αρκετά δημοσιεύματα αφορούν το θέατρο και τη λογοτεχνία. Υπήρξε συστηματικός

θεατρικός κριτικός, ξεκινώντας από σημειώματα στη «Revue dΆrt dramatique» του

Παρισιού στα 1901-1907 και καταλήγοντας με μόνιμη θεατρική στήλη στην

εφημερίδα «Εστία» και στο περιοδικό «Εργασία», με το ψευδώνυμο «Αλκ.».

Παρακολουθούσε τη θεατρική ζωή του Παρισιού, του Λονδίνου, πιο σπάνια του

Βερολίνου και της Βιέννης, και κάποτε τις σχολίαζε στον ξένο Τύπο.

Καταπιάστηκε επίσης με λογοτεχνικά θέματα και βιογράφησε τους Επτανήσιους Ι.

Πολυλά, Γ. Μαρκορά και Λ. Μαβίλη.

Ο Ανδρεάδης έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην ταραγμένη περίοδο του μεγάλου

Διχασμού, κατορθώνοντας το ακατόρθωτο, να μην αναμειχθεί στη δίνη των

πολιτικών αντιπαραθέσεων ­ μολονότι οι κινήσεις του στην πολεμική δεκαετία, η

αγγλοφιλία και η ιδιοσυστασία του τον τοποθετούν κοντά στον Βενιζέλο. Ο ίδιος

θεμελίωνε τη στάση αυτή στην πανεπιστημιακή του ιδιότητα: «Οι διδάσκοντες

[πρέπει] ν’ απέχωσιν ενεργού αναμίξεως εις τα πολιτικά», έλεγε το 1925,

δηλώνοντας ότι «το κατ’ αυτόν, αφ’ ης εισήλθεν εις το Πανεπιστήμιον ουδέποτε

εψήφισεν». Διαμόρφωσε την εικόνα ενός σοφού δασκάλου υπεράνω πολιτικών παθών.

Συντηρητικός, στυλοβάτης του αστισμού σε συνομιλία με τις μεγάλες διάρκειες,

σύμβουλος τραπεζών και φίλος τραπεζιτών, εξασφάλιζε τη μάλλον αμήχανη κοινή

αποδοχή απέχοντας από τα καυτά ερωτήματα επί του πρακτέου. Έτσι η πολιτική

δράση του αφορά κυρίως τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας· πολύγλωσσος,

δικτυωμένος και αναγνωρισμένος στο εξωτερικό, υπήρξε ιδιότυπος και πολύτιμος

πρεσβευτής της χώρας του.

Το κεφάλαιο αυτό της ζωής του ξεκίνησε στα 1904-1910, όταν εξέδιδε το

«Bulletin dΌrient», επιδιώκοντας να «διαφωτίσει τη διεθνή κοινή γνώμη για τις

εθνικές υποθέσεις». Έπειτα διατέλεσε διευθυντής του γραφείου Τύπου κατά τους

Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13). Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο του ανατέθηκαν

ποικίλες αποστολές στην Ευρώπη και στην Αμερική. Στα 1919-1920 παρευρίσκεται

ως εμπειρογνώμων στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού, όπου παραμένει στα 1920-21 ως

πληρεξούσιος της Ελλάδας στη Συνδιάσκεψη για τα ζητήματα του Δουνάβεως. Το

1923 διαπραγματευόταν στη Γενεύη το προσφυγικό δάνειο στην Κοινωνία των Εθνών

και με την ευκαιρία πήγε και στην 5η Διεθνή Συνδιάσκεψη Εργασίας. Το 1928

βρίσκεται στην Οικονομική Συνδιάσκεψη της Πράγας και, τέλος, το 1933

συμμετέχει στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου για την οικονομική κρίση. Τις

αποστολές αυτές πλαισίωναν δημοσιεύματα που πρόβαλλαν τις ελληνικές θέσεις, τα

επιτεύγματα της χώρας και τις μεγάλες κακοτυχίες της.

Από νωρίς είχε συλλάβει ένα μεγαλόπνοο σχέδιο: τη συγγραφή της ιστορίας της

«ελληνικής» δημόσιας οικονομίας από τους προϊστορικούς χρόνους ως τη σύγχρονη

εποχή. Είναι εμφανής η αναλογία του διαβήματος με εκείνο του Παπαρρηγόπουλου,

όπως και η κοινή αντίληψη περί της τρισχιλιετούς συνέχειας του Ελληνισμού. Το

1914 πραγματοποιώντας πρωτότυπη έρευνα στη Βενετία, έγραψε «Περί της

οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας»

Η εμπλοκή του σε εσωτερικές υποθέσεις υπήρξε, αντίθετα, μάλλον ατυχής. Το 1924

ήταν μέλος της Επιτροπής Οικονομιών που συνέστησε η κυβέρνηση Παπαναστασίου με

στόχο τη μείωση των κρατικών δαπανών, φαίνεται όμως πως δεν συμμετείχε

συστηματικά στις εργασίες της και πως προέκυψαν συγκρούσεις με τον πρόεδρό της

Αθανάσιο Ευταξία. Συγκρούσεις που γενικώς απέφευγε: είναι χαρακτηριστικό ότι

δεν αντιπαρατέθηκε ποτέ ευθέως με το αντίπαλο σοσιαλίζον ρεύμα που είχε

συγκροτηθεί γύρω από τον Α. Παπαναστασίου ­ αντίθετα, δημοσίευε συχνά στο

περιοδικό «Αρχείο Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» του Δ. Καλιτσουνάκη.

Ούτε στην Επιτροπή εμπειρογνωμόνων που συνέστησε η Οικουμενική Κυβέρνηση

(1926) με ανάλογο αντικείμενο μετείχε, αν και ήταν μέλος της. Την ίδια εκείνη

χρονιά έγινε ακαδημαϊκός. Δίπλα σε αυτόν τον τίτλο που επιστέγασε τη

σταδιοδρομία του στην Ελλάδα αραδιαζόταν πλήθος άλλων: αντεπιστέλλον μέλος της

Royal Economic Society (Λονδίνο), της Academie des Sciences Morales et

Politiques (Παρίσι), της Academy of Political Science (Νέα Υόρκη), της

Βαυαρικής και της Ρουμανικής Ακαδημίας. Έδινε μαθήματα και διαλέξεις σε πλήθος

ξένα πανεπιστήμια και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των πανεπιστημίων

Παρισίου, Λυών, Λουβαίν και Καΐρου. Υπήρξε ακόμη από τους ιδρυτές της

Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Οικονομίας και Στατιστικής, πρόεδρος του

Αγγλο-ελληνικού Συνδέσμου, πρόεδρος του Ελληνικού Συλλόγου της Κοινωνίας των

Εθνών και αποδέκτης πληθώρας τιμητικών διακρίσεων.

Η πληθωρική αυτή προσωπικότητα ήταν, τελικά, ένας άνθρωπος του 19ου αιώνα.

Ένας φωτισμένος αστός, ένας Ευρωπαίος άνθρωπος του κόσμου, εκλεκτό προϊόν του

κόσμου που ενταφιάστηκε στα μέτωπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του οποίου η

επίμονα επιβιώνουσα ιδεολογία στάθηκε ανίκανη να διαχειριστεί τα νέα

προβλήματα του Μεσοπολέμου. Ο Ανδρέας Ανδρεάδης πέθανε στις 29 Μαΐου 1935 στην

Αθήνα. Από τον κατακλυσμό των νεκρολογιών που τον τίμησαν σε όλη την Ευρώπη,

ας μνημονευτεί αυτή του John Maynard Keynes, του ανθρώπου που τότε διατύπωνε

το νέο οικονομικό δόγμα της κρατικής πολιτικής μέσω ελλειμμάτων, που θα

γινόταν το ευαγγέλιο του δυτικού κόσμου στην επόμενη πεντηκονταετία. Τον είχε

γνωρίσει, γράφει, πριν από χρόνια στο Λονδίνο και τον συναντούσε τακτικά. Τον

θυμόταν «debonair and handsome and elaborately courteous» (μειλίχιο, κομψό και

με φροντισμένη αβρότητα). Και τον είχε δει για τελευταία φορά σε μια παράσταση

μπαλέτου στο Covent Garden.

* Η Χριστίνα Αγριαντώνη είναι ιστορικός του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών

του ΕΙΕ