ΤΙΣ ΕΧΩ «πώς και πώς» τις διακοπές μου μήνα Αύγουστο κατά παράδοση και δεν

ανήκω σ’ εκείνους που «απολαμβάνουν την έρημη πρωτεύουσα» ­ καλή ώρα, ο

Παντελής.

Μπορεί να ξέρω πως ο καυτός μήνας είναι ο Ιούλιος, πως ο Αύγουστος επιφυλάσσει

κάτι μπόρες καλοκαιρινές που αναγκάζουν τους θεατές να εγκαταλείπουν τρέχοντας

τα υπέροχα θερινά σινεμά και τον νεαρόκοσμο να κάνει διάλειμμα από τις

υπαίθριες ντίσκο, όμως εγώ τον Αύγουστο δεν τον αλλάζω με τίποτε ­ και ας μη

μου λείπουν κάθε, μα κάθε χρονιά τα απροσδόκητα των διακοπών.

Πότε το ένα παιδί αρρωσταίνει από αμυγδαλές, πότε το άλλο βγάζει σπυράκια από

τον ήλιο και τη θάλασσα, πότε η αφεντιά μου πέφτει και σηκώνεται με διάστρεμμα

στον αστράγαλο ­ αυτό πια είναι μέσα… στο πρόγραμμα.

Εν τούτοις, λέω δόξα τω Θεώ, θα ‘ρθει και η χρονιά που τα παιδιά δεν θα με

κοψοχολιάζουν και, επιτέλους, όσο πέφτω και σηκώνομαι και κολυμπώ και τρεχαλάω

εδώ κι εκεί σημαίνει πως ακόμη… δεν μεγάλωσα.

Και έπειτα, είναι κι εκείνη η αυγουστιάτικη συνήθεια της ανάγνωσης αστυνομικών

μυθιστορημάτων ­ άντε και βιβλίων για ταξίδια και άλλους κόσμους ­ εκεί, στην

άπλα της ευβοιώτικης Ραχούλας, όπου άπαξ και βολευτείς δεν θες να φύγεις.

Να, τέτοια πράγματα έχει ο Αύγουστος.

Και μπήκε.