Με την επιστροφή των Άγγλων εργατικών στην εξουσία έπειτα από 18 έτη και τη

νίκη της αριστεράς στη Γαλλία, νέο σκηνικό διαμορφώνεται στην Ευρώπη, τόσο στο

πεδίο της εσωτερικής πολιτικής σε κάθε χώρα-μέλος όσο και στην πορεία της

ευρωπαϊκής ενοποίησης.ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, παρά τις φιλόδοξες προθέσεις και

διακηρύξεις από όλες τις πλευρές, η αξιοπιστία του προβαλλόμενου ευρωπαϊκού

οικοδομήματος δύσκολα συγκεκριμενοποιείται για τον απλό εργαζόμενο, αλλά και

ακόμη δυσκολότερα λειτουργεί πέρα από τους στενούς κύκλους των τεχνοκρατών,

των γραφειοκρατών κάποιων υπουργείων και διεθνών οργανισμών, των τραπεζιτών

και χρηματιστών, των επαγγελματιών της πολιτικής.

Το παράδοξο είναι ότι η πολυδιαφημισμένη εξασθένιση των εθνικών κρατών κατά τα

τελευταία χρόνια, αντί να ανοίξει τον δρόμο προς μια συνειδητοποίηση της

Ευρώπης των λαών, έχει αντίθετα ανοίξει τη βουλιμία των πάσης φύσεως

διευθυντικών στρωμάτων, με συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη αποξένωση του

ευρωπαϊκού οράματος από τις μάζες των εργαζομένων. Για αυξανόμενο αριθμό από

αυτούς, η έννοια Ευρώπη έχει δυστυχώς συνδεθεί όχι μόνο με κάποια εξουσία

μακρινή, απρόσωπη, όλο και περισσότερο ανεξέλεγκτη, αλλά και με αυξανόμενη

ανεργία, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, εντεινόμενη ανασφάλεια για το

μέλλον τόσο των ίδιων όσο και ακόμη περισσότερο των παιδιών τους.

Υπ’ αυτούς τους όρους, θα ήταν περίεργο η δημοκρατία να μην αντιδράσει

αρνητικά στην προοπτική που επεξεργάζονταν εν αγνοία της οι υποτιθέμενοι

«εμπειρογνώμονες». Και αυτό όχι μόνον διότι το ευρωπαϊκό πρόταγμα παραμένει

μέχρι σήμερα νεφελώδες και αδιαπέραστο για τον κοινό νου, αλλά και διότι οι

μέχρι σήμερα συνέπειές του είναι δραματικές, ενώ οι αναμενόμενες είναι ακόμη δραματικότερες.


ΚΑΤΑ την τελευταία διετία, όσο οι προθεσμίες του Μάαστριχτ πλησιάζουν, η

απάθεια και η δυσπιστία των εργαζομένων στην Ευρώπη μετατρέπεται ταχύτατα σε

διαμαρτυρία και εξέγερση. Δεν αρνούνται μόνον να είναι τα προνομιακά θύματα

στην πορεία για τη συγκρότηση της ευρωπαϊκής ισχύος και του ενιαίου

νομίσματος, αλλά διακατέχονται κυρίως από το συναίσθημα ότι ολόκληρη η

ακολουθούμενη πορεία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αποτυχία τόσο την

Ευρώπη όσο και τις επί μέρους κοινωνίες.

Αυτή η νέα συνείδηση της εποχής εκφράζεται όχι μόνον μέσω των απεργιακών

κινημάτων που σαρώνουν τον ευρωπαϊκό χώρο κατά την τελευταία διετία, αλλά και

με την κοινή γνώμη και τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, όπως δείχνουν οι

σχετικές μετρήσεις. Με τις πρόσφατες λαϊκές ετυμηγορίες στη Βρετανία και στη

Γαλλία, επιβεβαιώνεται ακόμη μια φορά, παρ’ όλα όσα ισχυρίζονται ορισμένοι

σχετικά με την κρίση και την παρακμή της πολιτικής και του κράτους-έθνους, ο

κυρίαρχος και αναντικατάστατος ρόλος της λαϊκής κυριαρχίας και της ελευθερίας

της έκφρασης, με συνέπεια την αντίστοιχη συρρίκνωση των τεχνοκρατικών

δικαιοδοσιών και επιδιώξεων.

Όμως, ο προσανατολισμός της Ευρώπης προς τους ρυθμούς και τα κριτήρια του

Μάαστριχτ, όπως και η ευρεία πλέον αμφισβήτηση αυτής της πορείας εξηγούνται

επίσης με όρους διεθνούς πολιτικής.

Η ΑΠΟΔΟΧΗ ακόμη και από σοσιαλιστικές ηγεσίες μιας σύγκλισης στερημένης

κοινωνικής διάστασης και οράματος επηρεάστηκε σημαντικά από τις κοσμοϊστορικές

αλλαγές που προηγήθηκαν αυτής της συνθήκης. Η κατάρρευση του ανατολικού

συνασπισμού κατέστησε επιτακτική τη συνολική επανεξέταση του συστήματος

ασφαλείας και συνεργασίας στην Ευρώπη, ιδιαίτερα δε του ζητήματος της

διατήρησης η μη του ρυθμιστικού ρόλου των ΗΠΑ.

Παράλληλα, η ενοποίηση της Γερμανίας έθεσε με οξύτητα το πρόβλημα της

ενδοευρωπαϊκής ισορροπίας με την υπέρμετρη αύξηση της γερμανικής ισχύος. Η

επιτάχυνση της πορείας προς την ενοποίηση θεωρήθηκε ως η πιο πρόσφορη απάντηση

στις δύο αυτές προκλήσεις. Η εδραίωση της αυτόνομης ευρωπαϊκής παρουσίας στη

διεθνή σκηνή έστελνε το κατάλληλο μήνυμα τόσο προς αυτούς που μιλούσαν για μια

γερμανική Ευρώπη όσο και προς εκείνους που θεωρούσαν ως δεδομένη την

αμερικανική παντοκρατορία.

Όμως, τελικά, το Μάαστριχτ δεν εξασφάλισε πειστική απάντηση στο αίτημα για μια

ευρωπαϊκή στρατηγική, για ένα νέο διεθνή ρόλο της Ευρώπης, αλλά λειτούργησε

σαν ένας ατελέσφορος συμβιβασμός ανάμεσα σε ατλαντιστές και ευρωπαϊστές. Οι

θυσίες στο πεδίο του κοινωνικού κράτους στο όνομα μιας ενιαίας και ισχυρής

Ευρώπης δεν συνοδεύτηκαν από ένα αποτελεσματικό μηχανισμό άσκησης εξωτερικής πολιτικής.

ΟΤΑΝ οι μεγάλες κρίσεις της μεταδιπολικής εποχής, κυρίως η εμφύλια σύρραξη στη

Γιουγκοσλαβία, έθεσαν με οξύτητα ζητήματα αποτελεσματικής ευρωπαϊκής

παρέμβασης, επιβεβαιώθηκε και πάλι η αμερικανική ηγεμονία ακόμη και στον

ευρωπαϊκό ζωτικό χώρο. Πρόσθετα χαρακτηριστικά αυτής της ηγεμονίας αποτελούν η

περιθωριοποίηση της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης έναντι του ΝΑΤΟ, αλλά και εκείνη

του Συμβουλίου της Ευρώπης έναντι του ΟΑΣΕ στο χειρισμό της πρόσφατης

αλβανικής κρίσης, έτσι ώστε οι ΗΠΑ να παραμένουν ρυθμιστικός παράγων στην

Ευρώπη όχι μόνον σε ζητήματα ασφαλείας, αλλά και σε θέματα εκδημοκρατισμού και

ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη ότι ένα σύστημα ταχύρυθμης σύγκλισης εθνικών

νομισματικών δεδομένων, το οποίο δεν συμβάλλει στην άρθρωση μιας ευδιάκριτης

συνολικής κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής ταυτότητας και ταυτόχρονα

υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και φέρει την περιθωριοποίηση μεγάλων ομάδων,

αποτελεί αντικείμενο γενικευμένης πλέον αμφισβήτησης. Είναι φανερό ότι μέσα

στη σημερινή ευρωπαϊκή κρίση και την κυοφορούμενη μεταλλαγή, έχει ωριμάσει η

πεποίθηση ότι ο αφοπλισμός του κράτους-έθνους και της εθνικής ρύθμισης στο

όνομα της γενικής και αφηρημένης φιλελευθεροποίησης είναι καταστροφικός τόσο

για τις επί μέρους κοινωνίες όσο και για την επιδιωκόμενη ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Για τη νέα συνείδηση, η αποκατάσταση της εθνικής ρύθμισης είναι επιβεβλημένη

και συνιστά την αναγκαία οδό για να θεμελιωθεί ο ευρωπαϊκός συντονισμός και η

ολοκλήρωση σε βάσεις που επιτέλους να έχουν κάποιο νόημα κατανοητό.

Η ΣΥΓΚΛΗΣΗ της διακυβερνητικής διάσκεψης δεν είναι παρά επίσημη παραδοχή της

δυσλειτουργίας, της οποίας όμως η φύση δεν εξαντλείται στο θεσμικό πλαίσιο,

αλλά απορρέει από πολύ βαθύτερους λόγους.

Η ικανότητα της Ευρώπης να αποφασίζει πολιτικά δεν απειλείται από την ισχύουσα

αρχή της ομοφωνίας, εφόσον οι μικροί ακολουθούν πάντα τους μεγάλους στις

ψηφοφορίες, αλλά απειλείται κυρίως από τις ανομολόγητες αντιθέσεις μεταξύ των

μεγάλων. Και αυτό συνιστά σοβαρό πρόβλημα ουσίας και όχι διαδικασίας.

Με τους εργατικούς στη Βρετανία και την αριστερά στη Γαλλία, προσδοκία των

ψηφοφόρων που πρόσφεραν την ψήφο τους μαζικά είναι ότι θα σταματήσει ο

κατήφορος των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς την αποσύνθεση, που καθοδηγείται μέχρι

σήμερα υπό το πρόσχημα της αναγκαίας ευελιξίας και με την έπαρση απορύθμισης.

Στο βρετανικό υπόδειγμα της τελευταίας 18ετίας, διατυπώθηκαν για όλη την

Ευρώπη οι κανόνες της κοινωνίας των δύο τρίτων, με τη μαζική παραγωγή νέας

φτώχειας και κοινωνικών αποκλεισμών, και ταυτόχρονα καταργήθηκε αυταρχικά το

μεταπολεμικό κοινωνικό πρότυπο συνεργασίας των τάξεων και του κράτους στη

ρύθμιση του πλαισίου της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Το κράτος

αποποιήθηκε το ρόλο του στο όνομα της φιλελεύθερης ακεραιοφροσύνης, ενώ

παράλληλα οι εργαζόμενοι εκβλήθηκαν αλαζονικά από τους θεσμούς των κοινωνικών

διαπραγματεύσεων και της συναπόφασης.

Η έννοια κοινωνία διαβλήθηκε ως απατηλή, ενώ οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις

κοινωνικές ομάδες δυσφημίσθηκαν ως συντεχνιακοί, όπως επίσης και κάθε

συλλογική εκπροσώπηση των μισθωτών μέσω των εργατικών σωματείων. Είναι άραγε

περίεργο που η νέα σκηνή στην Ευρώπη επαναφέρει το δικαίωμα των εργαζομένων

στη συναπόφαση και το ρόλο του κράτους στη ρύθμιση των επιλογών και των ρυθμών

της οικονομίας και της πολιτικής;

ΤΟΣΟ οι Βρετανοί εργατικοί όσο και οι Γάλλοι σοσιαλιστές, βρίσκοντας σ’ αυτό

σύμφωνους και τους Γερμανούς ομολόγους τους, έχουν ανακηρύξει ως απαρέγκλιτη

προτεραιότητα την πάλη κατά της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης. Εάν

αυτή η δέσμευση δεν είναι πλατωνικού χαρακτήρα, αυτό θα σημαίνει μια δυναμική

ακριβώς αντίθετη από αυτήν που μέχρι σήμερα ακολουθείτο: στήριξη της

εσωτερικής αγοράς και συντονισμό μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων όχι πλέον στην

αποκλειστική βάση χρηματιστικών και νομισματικών στόχων, αλλά και ως προς την

πραγματοποίηση στόχων στους τομείς της απασχόλησης και συνεπώς της ανάπτυξης.

Μέσα στα πλαίσια του νέου σκηνικού, η έννοια της κοινωνίας δεν ταυτίζεται με

εκείνη της επιχείρησης, όπως με έπαρση διακηρύσσουν υπερφιλελεύθεροι πολιτικοί

ηγέτες, αλλά διέπεται φυσικά από δικούς της πολύ διαφορετικούς νόμους. Το

ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, δεν θα πρέπει να είναι απλά και μόνον χρηματιστικά

ισχυρό, αλλά θα πρέπει επίσης να προωθεί την ανάπτυξη και την απασχόληση στην

Ευρώπη. Προς το σκοπό αυτό προτείνεται πολιτικός έλεγχος πάνω στη διαχείριση

του μελλοντικού ευρώ. Ο άτεγκτος μονεταρισμός, εκπροσωπούμενος κυρίως από τη

γερμανική πολιτική, δείχνει πλέον ότι βρίσκεται σε απομόνωση, ενώ πολλές είναι

οι ενδείξεις ότι το νέο σκηνικό στην Ευρώπη δεν αφήνει αλώβητη τη γερμανική

ψύχωση για το ισχυρό νόμισμα και τον πληθωρισμό.

Η πρόσφατη αντιπαράθεση του καγκελάριου Κολ με την ηγεσία της γερμανικής

κεντρικής τράπεζας επιβεβαιώνει το πόσο το γερμανικό αυτό σύνδρομο έχει αποβεί

τραγικός αναχρονισμός. Είναι φανερό πια ότι, με άξονα την αποκατάσταση του

ρόλου του κράτους και της εθνικής ρύθμισης, με επίκεντρο το εσωτερικό μέτωπο

για την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, διαμορφώνονται νέες βάσεις και

προϋποθέσεις τόσο για τον ευρωπαϊκό συντονισμό όσο και για την άσκηση κοινής

ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.

ΓΙΑ κάθε Ευρωπαίο εταίρο, και συνεπώς και για την Ελλάδα, όσο ταχύτερα

αποκρυπτογραφήσει και αφομοιώσει το νέο μήνυμα των καιρών, τόσο

αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη θα είναι η προσαρμογή και η συμμετοχή στα

τεκταινόμενα. Είναι επιτέλους καιρός στη θέση της Ευρώπης της παρακμής, της

μελαγχολίας και του μαρασμού, να υπάρξει δυναμική προοπτική για μια Ευρώπη

στηριγμένη στις παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις των πολιτών της.

Οι Κ. Βεργόπουλος και Δ. Κώνστας είναι καθηγητές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Οι απόψεις του Δ. Κώνστα, ο οποίος είναι παράλληλα πρέσβης εκ προσωπικοτήτων

στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στο Στρασβούργο, δεν εκφράζουν κατ’ ανάγκην

θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης.