Ο διάλογος μεταξύ δύο αντιμαχόμενων κρατών έχει προοπτικές, όταν αμφότερα

πειστούν ότι έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια κερδών από τη μεταξύ τους

αντιπαλότητα.

Εμείς, αντίθετα, έχουμε «πείσει» την Τουρκία ότι μπορεί ανέξοδα να δημιουργεί

«τετελεσμένα» εις βάρος μας, να διευρύνει τις διεκδικήσεις της και να μας

φέρνει σε όλο και δυσχερέστερη θέση. Και όσο δυσκολότερη γίνεται η θέση μας,

τόσο πιο παγιδευτικός καθίσταται για μας ο διάλογος.

Ελλείψει άλλων πειστικών επιχειρημάτων, κάποιοι οπαδοί του ελληνοτουρκικού

διαλόγου ανακάλυψαν το εξής ρητορικό σχήμα: Μας λένε ότι πρέπει ­ επιτέλους ­

να περάσουμε από την «πολιτική των χαρακωμάτων» στην «πολιτική των ελιγμών».

Περίεργο, αλλά δεν αντιλαμβανόμαστε: πού ακριβώς τους είδαν τους… «ελιγμούς».

Είναι «ελιγμός» να ξεκινάμε έναν διάλογο, ευχόμενοι να… «χρεοκοπήσει»; Είναι

«ελιγμός» να ξεκινά διάλογος, χωρίς να είναι απολύτως σαφές μέχρι πού θα

φθάσει (καθώς άλλα λέει ο κ. Πάγκαλος, άλλα προκύπτουν από τη συνάντηση της

Μάλτας προηγουμένως και άλλα διαμηνύουν οι εταίροι μας εκ των υστέρων); Είναι

«ελιγμός» να πάμε σε διάλογο, χωρίς να είναι σαφές πώς ακριβώς θα συζητήσουμε

(αφού εμείς μιλάμε για δύο χωριστές «επιτροπές σοφών», ενώ Τούρκοι και

Ολλανδοί μιλάνε για συγχώνευση όλων των «σοφών» σε μία επιτροπή, που,

ενδεχομένως, θα συντάξει και κοινό πόρισμα); Μάλλον με «μαγική» εικόνα μοιάζει

αυτό. Είτε με «ντρίπλα» στον εαυτό μας, που «μυρίζει»… αυτογκόλ!

Επιτέλους, ελιγμοί γίνονται για να αποφύγουμε αδιέξοδα ­ όχι για να τα

αναπαράγουμε. Ούτε για να τα επιτείνουμε…

Η άρνηση του διαλόγου δεν είναι λύση, ασφαλώς. Όπως και ο διάλογος υπό τις

παρούσες περιστάσεις δεν είναι λύση. Λύση θα βρούμε αν είμαστε ρεαλιστές. Αν

συνειδητοποιήσουμε ότι αφού ­ έτσι κι αλλιώς ­ σε κάποια διαπραγμάτευση θα

πάμε, κάποτε, να ενισχύσουμε στο μεταξύ τη θέση μας. Και την αποτρεπτική ισχύ μας.

Χωρίς αποτροπή δεν υπάρχει αποθάρρυνση της αντίπαλης επιθετικότητας. Άρα δεν

υπάρχει «έντιμη λύση» ­ ούτε με διάλογο ούτε χωρίς διάλογο. Και έχει περάσει

ενάμισης χρόνος από την κρίση της Ίμιας χωρίς να ενισχύσουμε την αποτρεπτική

μας ισχύ.

Ας μιλήσουμε για διάλογο σοβαρά, δηλαδή με συγκεκριμένα επιχειρήματα και

συγκεκριμένα παραδείγματα:

­ Διάλογος μεταξύ Αιγύπτου – Ισραήλ δεν έγινε μετά τον Πόλεμο του 1967 ­ όταν

οι Ισραηλινοί είχαν ταπεινώσει τους Άραβες. Έγινε μετά τον πόλεμο του Γιοπ

Κιπούρ του 1973, όταν οι Αιγύπτιοι έφεραν σε δύσκολη θέση στρατιωτικά τους

Ισραηλινούς. Πρώτα αμφισβητήθηκε εμπράκτως η συντριπτική ισχύς του Ισραήλ και

ύστερα έδειξαν «σύνεση» οι Ισραηλινοί.

­ Αλλά και ο διάλογος Ισραήλ – Παλαιστινίων άρχισε ύστερα από επτά χρόνια

«Ιντιφάντα» κι αφού οι Ισραηλινοί είχαν έλθει σε αδιέξοδο, μέσα στην ίδια τη

χώρα τους.

­ Αλλά και ο διάλογος ΗΠΑ – ΕΣΣΔ επανελήφθη κι άρχισε να αποδίδει το 1986,

αφότου οι ΗΠΑ είχαν προχωρήσει σε μαζικά προγράμματα εξοπλισμών και είχαν

εξαγγείλει τον «πόλεμο των άστρων» (SDI) ­ βήματα που θορύβησαν τους

Σοβιετικούς και τους ανάγκασαν να επανέλθουν στο τραπέζι του διαλόγου, που οι

ίδιοι είχαν εγκαταλείψει το 1983.

­ Ακόμα και η Συνθήκη του Ντέιτον, που μας τη φέρνουν ως «υπόδειγμα», κατέστη

εφικτή αφότου τα ΝΑΤΟϊκά στρατιωτικά πλήγματα εξανάγκασαν τους Βοσνιοσέρβους

σε μερική αναδίπλωση από τα «κεκτημένα» τους στη Βοσνία. Αυτοί που μας ωθούν

σήμερα σε ελληνοτουρκικό διάλογο «τύπου Ντέιτον» δεν σκέπτονται, βέβαια, να

πλήξουν προηγουμένως τις τουρκικές θέσεις στην Κύπρο για να υποχρεώσουν τον

«Αττίλα» σε αναδίπλωση.

Αντίθετα, μας σπρώχνουν σε διάλογο με όρους που «ανταμείβουν» την

επιθετικότητα της Άγκυρας.

Άρα δεν μας ωθούν σε ένα «νέο Ντέιτον» του 1995. Ούτε σε ένα «νέο Καμπ

Ντέιβιντ» του 1979. Μας ωθούν, μάλλον, σε ένα «νέο Μόναχο» του 1938! Και είναι

περίεργο στ’ αλήθεια να εμφανίζεται ως «εκσυγχρονισμός», η επιστροφή στο… 1938.

Θυμηθείτε: και το Μόναχο έγινε με επιχειρήματα υπέρ της «συνεννόησης» των

λαών. Και οδήγησε σε διάλυση της Τσεχοσλοβακίας από τη ναζιστική Γερμανία. Και

το Μόναχο έγινε «εν ονόματι της ειρήνης» ­ κι οδήγησε στον χειρότερο πόλεμο

της Ιστορίας! Και τότε, όσοι αποκήρυξαν τη συνθηκολόγηση του Μονάχου

χαρακτηρίστηκαν «πολεμοκάπηλοι εθνικιστές» από τους «φιλειρηνιστές –

διεθνιστές» της εποχής…

Να συνεχίσουμε, ή ελήφθη το «μήνυμα»;

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης είναι δημοσιογράφος – οικονομολόγος