Η εν εξελίξει συνταγματική αναθεώρηση διεκδικεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Οι

κορυφαίοι ειδικοί που συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση θα άξιζε να μας

πληροφορήσουν αν υπάρχει άλλη περίπτωση στα παγκόσμια συνταγματικά χρονικά

όπου προωθείται αναθεώρηση χωρίς κι αυτοί που την προωθούν να γνωρίζουν τον

λόγο.

Απ’ όσο γνωρίζουμε, τα Συντάγματα δεν αναθεωρούνται κάθε δέκα χρόνια ούτε για

«ψύλλου πήδημα». Πάντα υπάρχει ένα κινούν αίτιο και μια κεντρική ιδέα αλλαγής,

στην οποία συναθροίζονται και επιμέρους τροποποιήσεις και εκσυγχρονισμοί.

Έτσι είναι και έτσι πρέπει να είναι ώστε να διατηρεί το Σύνταγμα το κύρος του

και να αποτελεί η αναθεώρηση κορυφαία συμβολική πράξη και να διαμορφώνει στην

κοινωνία την αίσθηση ενός νέου ξεκινήματος.

Βέβαια, υπάρχει στα καθ’ ημάς το προηγούμενο του ’86, όπου η αναθεώρηση υπήρξε

ένα απλό πρόσχημα για να αιτιολογηθεί η αποπομπή του Κ. Καραμανλή και η

(απίθανη) επιλογή Σαρτζετάκη για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Όμως, παρά τον

προσχηματικό χαρακτήρα της είχε σαφή κεντρική ιδέα η οποία κατέστησε τον

Πρόεδρο της Δημοκρατίας διακοσμητικό, οδηγώντας σε ένα ακραία

πρωθυπουργοκεντρικό πολίτευμα.

Η συντελούμενη αναθεώρηση εξαγγέλθηκε σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Ο

χαρακτήρας της ήταν πάλι προσχηματικός, αφού στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Α.

Παπανδρέου το ’95 συνδυάσθηκε αμέσως με την παύση των διώξεων κατά Μητσοτάκη

και εμμέσως με την επικείμενη επιλογή του Κ. Στεφανόπουλου για την Προεδρία

της Δημοκρατίας.

Το ΠΑΣΟΚ δεν διακρίθηκε στην ιστορική του διαδρομή από την προσήλωσή του σε

θεσμικές λειτουργίες, όπως αποδεικνύουν και τα δύο προηγούμενα παραδείγματα.

Θα περίμενε, όμως, κανείς ότι μετά την τομή του ’96 με την εκλογή Σημίτη θα

είχε κινηθεί διαφορετικά όσον αφορά την αναθεώρηση.

Είτε θα την ανέβαλε, με δεδομένες άλλες προτεραιότητες, είτε θα τη μετέτρεπε

σε αφορμή μιας μεγάλης συζήτησης για τους κορυφαίους πολιτειακούς

προσανατολισμούς, για τη ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος διακυβέρνησης, για

τη θεσμική αρχιτεκτονική της «νέας μεταπολίτευσης».

Μείζονες κατευθύνσεις μιας τέτοιου τύπου αναθεώρησης είχαν διατυπωθεί.

Πρόκειται κατ’ αρχήν για τη διάκριση ρόλων Κράτους και Εκκλησίας, την απουσία

της οποίας από τις προς αναθεώρηση διατάξεις ανέδειξε η μετεκλογική

«καταιγίδα» των ταυτοτήτων. Κατά δεύτερον είναι η μείωση του

πρωθυπουργοκεντρικού χαρακτήρα του Πολιτεύματος με τη δημιουργία ισχυρών

θεσμικών αντίβαρων.

Θα μπορούσε έτσι να ενισχυθεί ο ρυθμιστικός ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας

με την επαναπόδοση αφαιρεθέντων αρμοδιοτήτων. Να αναβαθμισθεί ο ρόλος της

Βουλής με την κατοχύρωσή της όσον αφορά την ουσιαστική συζήτηση των κορυφαίων

θεμάτων, όπως ο προϋπολογισμός. Να κατοχυρωθεί η αποκέντρωση ρητά αλλά και

ευλύγιστα, όχι ­ την εποχή της Ευρώπης των περιφερειών ­ με την ανελαστική

καθιέρωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία της

Δικαιοσύνης και όσον αφορά νέο τρόπο εκλογής των Προεδρείων των Ανωτάτων

Δικαστηρίων. Να καθιερωθούν Συνταγματικό Δικαστήριο, πανίσχυρες ανεξάρτητες

διοικητικές αρχές, δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας.

Αυτές και άλλες πολλές θα μπορούσαν να είναι οι κατευθύνσεις μιας αναθεώρησης

– τομής. Δυστυχώς το κυβερνών κόμμα δεν επέλεξε αυτό τον δρόμο ούτε τον δρόμο

της αναβολής, όπως πρότεινε πρόσφατα και ο Γ. Κουμάντος. Επέλεξε μια άκρως

διεκπεραιωτική λογική. «Αφού κάποτε εξαγγέλθηκε η αναθεώρηση ας τη

διεκπεραιώσουμε όπως – όπως». Ήταν η λογική που έκανε, τελικά, πολλούς να

μιλούν για άτολμη, άνευρη και ανούσια αναθεώρηση, αφού παρά τις αρκετές

επιμέρους θετικές αλλαγές έλειπαν οι κρίσιμες και ουσιαστικές τομές.

Δυστυχώς, όμως, την επαύριον των εκλογών ­ άλλο στοιχείο προβληματικότητας κι

αυτό ­ υπήρξαν ρυθμίσεις (άρθρο 24 για τα δάση και 94 για το Συμβούλιο της

Επικρατείας) που οδήγησαν τον Ν. Αλιβιζάτο να κάνει λόγο από «ΤΑ ΝΕΑ» και για

«επικίνδυνη αναθεώρηση». Αν στις ρυθμίσεις αυτές προσθέσουμε τη διαφαινόμενη

τάση να παρεισφρήσουν στο Σύνταγμα απίθανες λεπτομέρειες σε ορισμένα θέματα

και ανεφάρμοστες προβλέψεις σε άλλα, ο χαρακτηρισμός κάθε άλλο παρά

υπερβολικός μοιάζει.

Τελικά, από τη μια η διεκπεραιωτική λογική και από την άλλη η πρόσφατη

παραδοχή του εισηγητή της πλειοψηφίας «είμαστε όμηροι της συγκυρίας», λένε

πολλά. Για την αναθεώρηση. Για το κυβερνών κόμμα. Για το πολιτικό σύστημα

συνολικά.

Κι έτσι το μόνο που μπορεί να ευχηθεί κανείς για την αναθεώρηση είναι ν’

αποφευχθούν τα χειρότερα.

Ο Θανάσης Γεωργακόπουλος είναι δημοσιογράφος και μέλος της Γραμματείας

της Α.Ε.Κ. της Αριστεράς.