Le Beaujolais nouveau est arrivé. Με το σύνθημα αυτό κάθε χρόνο την τρίτη Πέμπτη του Νοεμβρίου οι οινοπαραγωγοί του Μποζολέ κοινοποιούν σε όλο τον κόσμο την άφιξη του πρώτου κρασιού της χρονιάς από την περιοχή τους, που βρίσκεται στον Νότο της Βουργουνδίας. Και τότε αρχίζουν τα ξέφρενα πάρτι για τον εορτασμό του. Στο Παρίσι, ειδικά, κομψά μπιστρό μετατρέπονται σε αγροτικά καπηλειά, ο οίνος ρέει και οι Γάλλοι πίνουν και τραγουδούν όλοι μαζί υπό τους ήχους ακορντεόν. Πρόκειται για ένα παλιό έθιμο που επισημοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και το οποίο έφεραν στο μεταπολεμικό Παρίσι καλλιτέχνες και διανοούμενοι, που ως γνωστόν ανέκαθεν λάτρευαν το κρασί. Πράγματι ήταν μια διέξοδος για τους ταλαιπωρημένους από τον πόλεμο Γάλλους και μια ευκαιρία να δουν τη ζωή με μεγαλύτερη αισιοδοξία.

Το μποζολέ νουβό είναι ένα φτηνό φρέσκο κρασί, το πρώτο της σοδειάς –κάτι σαν το δικό μας γιοματάρι -, που δίνει στους οινόφιλους μια πρώτη ένδειξη για τα κρασιά της συγκεκριμένης χρονιάς. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα προϊόν του μάρκετινγκ το οποίο οφείλεται κυρίως στις καμπάνιες του Ζορζ Ντιμπέφ. Ο οινοπαραγωγός, επονομαζόμενος και «Πάπας του Μποζολέ» εξάγει το 80% της παραγωγής του, το ένα πέμπτο της οποίας είναι μποζολέ νουβό. Αν και ογδοντάρης πλέον, δεν διστάζει να βρεθεί σε πάρτι από τη μία μέχρι την άλλη πλευρά του πλανήτη για να το προωθήσει.

Προσέξτε, όμως. Το νουβό δεν παλαιώνεται. Είναι ένα κόκκινο κρασί με ιδιότητες λευκού που πίνεται μέσα σε λίγους μήνες από την παραγωγή του. Προέρχεται από σταφύλια της ποικιλίας γκαμέ (Gamay), με έντονα και φίνα αρώματα φρούτων του δάσους με μια δόση γαρίφαλου, και ευχάριστη επίγευση που θυμίζει μαρμελάδα.

Το ελληνικό κρασί γίνεται καλύτερο χρόνο με τον χρόνο, καθώς οι έλληνες οινοπαραγωγοί κάνουν πραγματικά εξαιρετικές προσπάθειες. Δεν εξαρτάται όμως μόνο από αυτούς. Πώς ήταν η φετινή χρονιά; Τι μπορούμε να περιμένουμε;

Στην Ελλάδα μπορεί να μην μπήκαμε στο πνεύμα της γιορτής των Γάλλων για το πρώτο κρασί του χρόνου, αγαπάμε όμως τα κρασιά μας και νοιαζόμαστε για τη σοδειά. Αυτή την εποχή, λοιπόν, υπάρχουν ήδη οι πρώτες ενδείξεις για την αναμενόμενη ποιότητα. Ο τρόπος της καλλιέργειας στο αμπέλι και βασικά οι καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στα διάφορα στάδια έχουν τον πρώτο λόγο.

Τι σημαίνει όμως καλή χρονιά για το κρασί; Κατ’ αρχάς ποιοτικά σταφύλια σε ικανοποιητικές ποσότητες, πράγμα που όμως φαίνεται ότι δεν θα ισχύσει ακριβώς φέτος, όχι τουλάχιστον όπως συνέβη πέρυσι. Ενώ το 2013, κατά γενική ομολογία, ήταν μια εξαιρετική χρονιά και μια από τις καλύτερες των τελευταίων χρόνων, το 2014 θα είναι μάλλον μια χρονιά-έκπληξη. Γενικά, οι δύσκολες καιρικές συνθήκες και τα έντονα φαινόμενα που σημειώθηκαν σε όλη σχεδόν τη χώρα είχαν σημαντική επίδραση στην παραγωγή των σταφυλιών και κατ’ επέκταση των κρασιών. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις κατά τόπους.

Στη Βόρεια Ελλάδα, ο τρύγος για τις λευκές ποικιλίες ήταν ελαφρά όψιμος. Δεν υπήρξαν παρατεταμένοι θερινοί καύσωνες και οι νύχτες ήταν δροσερές, οπότε αναμένονται αρωματικά και ευχάριστα λευκά κρασιά. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τις κόκκινες ποικιλίες. Στη ζώνη της Ραψάνης ο τρύγος ξεκίνησε στα τέλη του Σεπτεμβρίου, με το ξινόμαυρο σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ το σταυρωτό και το κρασάτο ήταν ακόμη ανώριμα, με αρκετά προβλήματα από ασθένειες (ωίδιο κυρίως). Στο Μέτσοβο υπήρξε μείωση της παραγωγής της τάξης του 50%, που οφείλεται κυρίως στις βροχές κατά την περίοδο της άνθισης, πράγμα που όμως τελικά οδήγησε σε παραλαβή άριστης πρώτης ύλης, με τα πρώτα δείγματα των οίνων να δείχνουν μεγάλο ποιοτικό δυναμικό. Στη Ζίτσα η παραγωγή ήταν χαμηλότερη σε σάκχαρα και υψηλότερη σε οξύτητες. Δύσκολες καιρικές συνθήκες επικράτησαν και στο Αμύνταιο, η καλοκαιρία όμως μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου και των πρώτων ημερών του Οκτωβρίου, οπότε ωριμάζει το ξινόμαυρο, διέσωσε το δυναμικό τού μεγαλύτερου όγκου των ερυθρών ποικιλιών. Στη Νάουσα αναμένονται κρασιά με μικρότερο αλκοολικό βαθμό από ό,τι συνήθως, αλλά με αρκετά καλό χρώμα, τυπικό άρωμα και μαλακές τανίνες, ενώ η χρονιά θα είναι μία από τις χειρότερες για τα κρασιά της Γουμένισσας εξαιτίας του περονόσπορου. Καλά αναμένονται επίσης τα κρασιά της Επανομής, της Αρναίας, του Μελίτωνα και του Παγγαίου Ορους, ενώ η σοδειά δεν ήταν τόσο καλή στις υπόλοιπες περιοχές του βορειοελλαδίτικου αμπελώνα.

Στην Πελοπόννησο υπήρξαν μεν προβλήματα, αλλά μικρότερα σε σχέση με τη Βόρεια Ελλάδα. Στη Νεμέα η χρονιά χαρακτηρίζεται ως αρκετά καλή, όχι όμως εξαιρετική, ενώ στη Μαντίνεια θεωρείται πολύ καλή και αναμένονται κρασιά με –ίσως –λιγότερο πλούσιο σώμα αλλά με έντονα ποικιλιακά αρώματα.

Στην Κρήτη ο φετινός τρύγος παρουσίασε αρκετές δυσκολίες, ωστόσο διαχειρίσιμες, κυρίως από αμπελουργούς που είχαν τη δυνατότητα να επέμβουν άμεσα. Οι πρώιμες ποικιλίες, όπως το Μοσχάτο Σπίνας, χτυπήθηκαν από δύο απανωτούς καύσωνες, οπότε ωρίμασαν πιο γρήγορα, ενώ σε αμπέλια χωρίς στάγδην άρδευση η ωρίμαση μπλοκάρισε. Οψιμες ποικιλίες, όπως το Βιδιανό και το Κοτσιφάλι, εμφάνισαν βοτρύτη εξαιτίας των ραγδαίων βροχοπτώσεων, χωρίς όμως ιδιαίτερες ζημιές όπου υπήρχε δυνατότητα άμεσης επέμβασης. Γενικά αναμένονται πολύ καλά κρασιά, καθώς ο μεγάλος όγκος του τρύγου είχε ολοκληρωθεί πριν αρχίσουν οι βροχές του Σεπτεμβρίου.

Τα ελληνικά νουβό

Εκτός από την ποικιλία, η μέθοδος οινοποίησης διαφοροποιεί επίσης το νουβό από άλλα κρασιά. Ενώ στην ερυθρή οινοποίηση τα σταφύλια συνθλίβονται πριν μπουν στις δεξαμενές, στην περίπτωση του νουβό οι ρώγες μπαίνουν ολόκληρες σε περιβάλλον διοξειδίου του άνθρακα. Ετσι, προστατεύονται από τυχόν αλλοιώσεις και η αλκοολική ζύμωση γίνεται ενδοκυτταρικά. Η σάρκα τους από λευκή γίνεται κόκκινη ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται νέα αρώματα.

Μιμητικές προσπάθειες έχουν γίνει και αλλού, με αποτελέσματα άλλοτε καλά, άλλοτε όχι. Στην Ελλάδα, η Οινοποιητική Μπουτάρη με το Boutari nouveaux άρχισε πρώτη – το 1986 – στον Βορρά την παραγωγή ελληνικού νουβό. Ακόμη παλιότερα – το 1975 – το Κτήμα Παπαϊωάννου άρχισε να παράγει στη Νεμέα φρέσκο κόκκινο κρασί όχι με την ένδειξη νουβό στην ετικέτα, αλλά με τη χρονιά. Ακολούθησαν το nouveaux Porto Carras, το Φρέσκο Χατζημιχάλη, το νουβό του Μηλιαράκη και το Novus του Λυραράκη στην Κρήτη. Παράδοση νουβό, όμως, δεν χτίστηκε στη χώρα μας. Οι έλληνες καταναλωτές δεν το προτιμούν, ούτε μπήκαν στο πνεύμα της γιορτής των Γάλλων, οπότε η προσπάθεια έληξε άδοξα.