Τέλος η αγωνία και η φορολογική ομηρεία για εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενους οι οποίοι έχουν πουλήσει ακίνητα σε τιμές πάνω από τις αντικειμενικές αξίες εισπράττοντας μεγαλύτερα ποσά τα οποία δεν έχουν αποτυπωθεί στα συμβόλαια και τις φορολογικές δηλώσεις. Ενώ η διαφορά μεταξύ των δυο ποσών εμφανίζεται στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, δεν καταγράφηκε στο σύνολό του ή και καθόλου ούτε στα συμβόλαια ούτε στις φορολογικές δηλώσεις. Οι φορολογούμενοι αυτοί ήταν ανοιχτοί στο φορολογικό έλεγχο και κινδύνευαν να κατηγορηθούν για «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας» και να πληρώσουν φόρο 33% στην διαφορά που μαζί με τις προσαυξήσεις μπορεί να φτάσει στο 90% του ποσού της φερόμενης φοροδιαφυγής.

Μετά και την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Γιώργος Πιτσιλής με εγκύκλιό του βάζει φρένο στις αυθαιρεσίες των ελεγκτών ξεκαθαρίζοντας το τοπίο σχετικά με τις περιπτώσεις που συνιστούν «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας».

Μέχρι τώρα, οι ελεγκτές όταν εντόπιζαν στους λογαριασμούς ελεγχομένων ποσά που δεν προέκυπταν από τις φορολογικές δηλώσεις τα θεωρούσαν αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας με αποτέλεσμα να τα φορολογούν με συντελεστή 33%.

Η εγκύκλιος Πιτσιλή ορίζει τώρα ότι δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η προέλευση ενός χρηματικού ποσού ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου (εισόδημα από πώληση μετοχών, ομολόγων, περιουσιακών στοιχείων, λήψη δανείου) ακόμη και στην περίπτωση που αυτό δεν είχε δηλωθεί από τον φορολογούμενο στην φορολογική του δήλωση ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση.

ΟΙ ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΕΣ. Ειδικό κεφάλαιο αποτελούν οι αγοραπωλησίες ακινήτων. Συνήθως στα συμβόλαια δηλώνεται ως τίμημα η αντικειμενική αξία και όχι η πραγματική τιμή, η οποία σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και σήμερα υπερβαίνει την τιμή που λαμβάνει υπόψη της η Εφορία. Για παράδειγμα, ένα ακίνητο αντικειμενικής αξίας 150.000 ευρώ μπορεί να είχε πωληθεί 200.000 ευρώ. Στα συμβόλαια αναγράφεται η αντικειμενική αξία των 150.000 αλλά ο πωλητής έχει λάβει συνολικά 200.000. Το ποσό αυτό εμφανίζεται στον τραπεζικό του λογαριασμό αλλά όχι και στη φορολογική του δήλωση στην οποία έχει δηλώσει το ποσό της αντικειμενικής αξίας. Οι ελεγκτές κατά τον έλεγχο εντόπιζαν το ποσό των 50.000 που το θεωρούσαν αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας και το φορολογούσαν με 33%.

Με την νέα οδηγία Πιτσιλή οι ελεγκτές από τη στιγμή που θα είναι προφανής η προέλευση των χρημάτων δεν θα θεωρήσουν το ποσό αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας και θα επιβάλουν φόρο μεταβίβασης επί των 50.000 ευρώ ο οποίος δεν είχε καταβληθεί επί του συνολικού ποσού πώλησης του ακινήτου.

Πιο συγκεκριμένα, το υπερβάλλον τίμημα από μεταβίβαση ακινήτου το οποίο διαπιστώνεται ως τέτοιο από τον έλεγχο και δηλώνεται από τον πωλητή με συμπληρωματικό συμβόλαιο ανεξάρτητα από τον χρόνο σύνταξης του αρχικού συμβολαίου δεν αποτελεί προσαύξηση περιουσίας, δεδομένου ότι με την υποβολή του συμπληρωματικού συμβολαίου είναι γνωστή η πηγή προέλευσης και το υπερβάλλον τίμημα έχει φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί. Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν δεν συνταχθεί συμπληρωματικό συμβόλαιο εφόσον από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο έλεγχος αποδεικνύεται ότι τα σχετικά ποσά αποτελούν μη δηλωθέν τίμημα μεταβίβασης ακινήτου (όπως, ενδεικτικά, η ταυτόχρονη ή σχεδόν ταυτόχρονη με το συμβόλαιο μεταβίβαση κατάθεσης χρημάτων σε λογαριασμό του πωλητή από τον αγοραστή ή η ύπαρξη επιταγών).