Η μείωση του αφορολογήτου έως και τα 5.700 ευρώ ενδέχεται να επιβληθεί το 2019. Το παράθυρο ανοίγει ξεκάθαρα στην απολογιστική έκθεση της Κομισιόν για τα δύο πρώτα χρόνια εφαρμογής του τρίτου Μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, στην οποία καταγράφεται και ο λογαριασμός. Eως τώρα έχουν ληφθεί μέτρα ύψους 4,5% του ΑΕΠ ή περίπου 8 δισ. ευρώ και εάν προστεθούν τα μέτρα που έρχονται έως το 2020 και έχουν ήδη ψηφιστεί, ο λογαριασμός ανεβαίνει στα 13,5 δισ. ευρώ.

Μόνο οι συνταξιούχοι χάνουν 4,5 δισ. ευρώ από τις τσέπες τους στη δεκαετία 2015-2025. Το επικείμενο μαχαίρι στις αποδοχές τους το 2019 θα φέρει αντιμέτωπους με μέση μείωση 14% ένα εκατομμύριο συνταξιούχους, ενώ η αναδιάρθρωση των κοινωνικών επιδομάτων αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο της τρίτης αξιολόγησης.

Aπό το 2019. Οι αποφάσεις για το ενδεχόμενο ταχύτερο μαχαίρι στο αφορολόγητο θα ληφθούν στη διάρκεια της τελευταίας αξιολόγησης του προγράμματος, την άνοιξη του 2018. Εάν το ΔΝΤ παραμένει στο ελληνικό πρόγραμμα και, όπως όλα δείχνουν, μέτρα για το χρέος δεν έχουν ληφθεί (αν χρειαστεί μετά το τέλος του προγράμματος και υπό προϋποθέσεις, είναι το μήνυμα των Ευρωπαίων μέχρι τώρα), το Ταμείο αναμένεται απλώς να επαναλάβει το αίτημά του (ήδη από το περασμένο καλοκαίρι) για μείωση του αφορολογήτου το 2019. Ο αναπληρωτής επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου Joerg Decressin δήλωσε χθες στο Reuters πως «δεν έχουμε στόχο να αποχωρήσουμε από τη στήριξη της Ευρώπης»…

Με το ΔΝΤ εντός ελληνικού προγράμματος, έστω και με το ένα πόδι όπως σήμερα, το σενάριο που περιγράφει η Κομισιόν στην έκθεσή της ενδέχεται να έρχεται απειλητικά κοντά. «Η εφαρμογή της μείωσης του αφορολογήτου μπορεί να έρθει νωρίτερα από το 2019, εάν το ΔΝΤ σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ελληνικές Αρχές, στη διάρκεια της τελευταίας αξιολόγησης του προγράμματος, κρίνει ότι ταχύτερη εφαρμογή χρειάζεται προκειμένου να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ με έναν φιλικό προς την ανάπτυξη τρόπο» σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Νωρίτερα, η ελληνική κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί αρκετά προβλήματα, τεχνικού αλλά και πολιτικού χαρακτήρα. Η ανάληψη της ιδιοκτησίας των μεταρρυθμίσεων από κάθε υπουργό της κυβέρνησης θεωρείται σημείο-κλειδί για την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, ενώ επισημαίνεται η ανάγκη συνέχισης των μεταρρυθμίσεων μετά το 2018.

Τηλεγράφημα του Bloomberg, επικαλούμενο ευρωπαίους και έλληνες αξιωματούχους, υποστηρίζει ότι μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος ένας πιθανός συμβιβασμός είναι να υπογράψει η Ελλάδα μια ρήτρα «μη επιστροφής», διασφαλίζοντας ότι δεν θα αντιστρέψει καμία από τις μεταρρυθμίσεις που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του Μνημονίου. Στο σενάριο αυτό, το πρώτο εξάμηνο του 2018 η κυβέρνηση θα πρέπει να βάλει την υπογραφή της σε ένα κείμενο το οποίο μεταξύ άλλων θα ορίζει ότι δεν επανέρχονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι συντάξεις μετά τις περικοπές θα παραμείνουν παγωμένες έως και το 2022, ενώ καμία από τις «μεταρρυθμίσεις» στα χρόνια των τριών Μνημονίων δεν θα ξηλωθεί τουλάχιστον έως το 2022.

Την ώρα που η πρόοδος στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης είναι βραδεία και οι καθυστερήσεις δίνουν βροντερό «παρών» σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα, όπως οι πλειστηριασμοί ακινήτων αλλά και το Ελληνικό, η επισήμανση της Κομισιόν για καταστροφικές καθυστερήσεις δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Σημειώνεται στην έκθεση ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας παραμένει εύθραυστη και συνδέεται με την εφαρμογή του προγράμματος, «όπως αποδεικνύεται και από τις καταστροφικές επιπτώσεις των καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης». Οι αρχικές εκτιμήσεις της Κομισιόν –με τη σύναψη του τρίτου Μνημονίου –αφορούσαν αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,5% το 2017 και οι τελευταίες προσγειώνουν τον ρυθμό ανάπτυξης στο 1,8% φέτος.
Η ανάπτυξη.

Εκτός από τις καθυστερήσεις και τα πισωγυρίσματα, η Κομισιόν επισημαίνει εμμέσως αλλά με σαφήνεια το φρενάρισμα στον ρυθμό ανάπτυξης εξαιτίας της δημιουργίας νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών. Κατά τις εκτιμήσεις των Βρυξελλών, οι μη εκκαθαρισμένες υποχρεώσεις για πληρωμή φόρων και συντάξεων ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ, με τις συνολικές οφειλές να υπολογίζονται σε 6,460 δισ. ευρώ, έναντι 4,959 δισ. ευρώ που αποτυπώνονται στα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών.