Το κάρο μπροστά από το άλογο βάζει η κυβέρνηση, σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κόσμο, καθώς παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες τα μέτρα μείωσης της υπερφολόγησης. Την ίδια στιγμή που η οικονομία έχει ανάγκη από φορολογικές ελαφρύνσεις σήμερα, η κυβέρνηση, όπως λέει ο ΣΕΒ, όχι μόνο παραπέμπει μέσω της συμφωνίας με τους δανειστές τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για μετά το 2020, αλλά και αυτό έχει πολύ υψηλό βαθμό αβεβαιότητας.

Τα μέτρα μείωσης της φορολογίας καθίστανται παντελώς αβέβαια, αφού θα εφαρμοστούν μόνο στον βαθμό που εξασφαλιστούν η υπερκάλυψη του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ και εφόσον δεν υπερισχύσουν οι κοινωνικές παροχές.

Στην πραγματικότητα, αυτό που επισημαίνει ο επιχειρηματικός κόσμος είναι ότι η μείωση της φορολογίας για τις παραγωγικές ομάδες μετατίθεται για το απώτερο μέλλον, με ελάχιστη ή μηδενική πιθανότητα υλοποίησης. Και όλα αυτά, ενώ το 2020 θα έχει μειωθεί το αφορολόγητο, και επομένως θα έχει αυξηθεί η φορολογία για ευρύτατες κατηγορίες πληθυσμού.

ΣΤΥΒΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ. Στην κριτική του ΣΕΒ για το περιεχόμενο της συμφωνίας κυριαρχεί το γεγονός ότι αντί η κυβέρνηση να προωθεί την ανάπτυξη, επιλέγει να «στύβει την αγορά για να παρουσιάσει προσωρινά πρωτογενή πλεονάσματα και δέχεται να περικόπτονται οι συντάξεις».

Στον 8ο μνημονιακό χρόνο, και ακόμη συζητάμε, όπως σχολιάζει ο ΣΕΒ, τα μεγάλα διαρθρωτικά ζητήματα της χώρας, δηλαδή την αγορά ενέργειας, την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, τις αγορές δικτύων, την αδειοδότηση, τα χωροταξικά ζητήματα και τις κρατικές προμήθειες. Στον αντίποδα δεν υπάρχει η παραμικρή πρόνοια για τον σχεδιασμό μιας αποτελεσματικής Δημόσιας Διοίκησης, την απουσία της οποίας πληρώνουμε πανάκριβα, και ενώ είναι πασιφανές ότι χωρίς αυτήν δεν πρόκειται υλοποιηθούν σύνθετες μεταρρυθμίσεις σαν τις παραπάνω.

Απουσιάζει επίσης από τη συμφωνία, σύμφωνα με τους βιομηχάνους, ακόμη και η παραμικρή πρόνοια για τη χρηματοδότηση της αγοράς, η οποία καλείται να πληρώσει το τίμημα της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων. Το ζήτημα της χρηματοδότησης εξαντλείται στη συζήτηση για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και τη χρήση πόρων από το πακέτο Γιούνκερ, δίχως στοιχειώδη οδικό χάρτη εξόδου από τα capital controls.