Μπορεί το πετρέλαιο να κάνει κάθε ημέρα και νέο χαμηλό ρεκόρ, και μπορεί οι τιμές για το θέρμανσης και τη βενζίνη να βρίσκονται σε επίπεδα 2008, παραδόξως ωστόσο οι πωλήσεις τους στην ελληνική αγορά δεν αυξάνονται ανάλογα.

Τι κι αν το πετρέλαιο θέρμανσης διατίθεται σε τιμές κοντά στα 87 λεπτά το λίτρο, που μεταφράζεται σε τιμή 53-54 λεπτά για όσους δικαιούνται επίδομα, με συνέπεια οι αιτήσεις των τελευταίων να αγγίζουν πλέον το ένα εκατομμύριο.

Παραδόξως, η αύξηση των πωλήσεων φέτος για πετρέλαιο θέρμανσης έναντι της αντίστοιχης περυσινής σεζόν δεν ξεπερνά κατά μέσον όρο το 40% και μάλιστα χάρη στην παγωνιά των τελευταίων εβδομάδων, αφού πριν τις γιορτές δεν ήταν παρά 10%-20%.

Λογικά όμως θα περίμενε κανείς η ζήτηση να είναι υπερδιπλάσια της περυσινής.

Παρά τις πολύ χαμηλές τιμές διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης, χιλιάδες κεντρικές θερμάνσεις πολυκατοικιών σε όλη την Ελλάδα συνεχίζουν να παραμένουν σβηστές ή να υπολειτουργούν για μερικές μόνο ώρες την ημέρα.

Που οφείλεται αυτό ; Στην ψυχολογία του καταναλωτή, είναι η απάντηση. Εχοντας ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου και την αδυναμία του να ζεσταθεί, έχει πάρει οριστικά “διαζύγιο” από το συγκεκριμένο καύσιμο, του έχει γυρίσει την πλάτη, και ζεσταίνεται πλέον με άλλους τρόπους, από κλιματισμό, και σόμπες υγραερίου, μέχει καυσόξυλα αμφιβόλου ποιότητας.

Ετσι μόνο εξηγείται, σε συνδυασμό φυσικά με τη συνεχιζόμενη μείωση του διαθεσιμου εισοδήματος, ότι ενώ θα περίμενε κανείς οι πωλήσεις πετρελαίου θέρμανσης να έχουν αυξηθεί από πέρυσι κατά 200% ή και παραπάνω, το ποσοστό αύξησης δεν ξεπερνά το 40%.

“Πρόκειται για μια αγορά, αυτή του πετρελαίου θέρμανσης, που οι εταιρείες και οι πρσατηριούχοι την έχουμε χάσει οριστικά. Οταν χάνεις ένα πελάτη, σε οποιοδήποτε είδος επιχείρησης, δύσκολα τον ξανακερδίζεις. Σκεφτείτε ότι σε επίπεδο πωλήσεων στο πετρέλαιο θέρμανσης, βρισκόμαστε κατά 50%-60% κάτω από εκεί που ήμασταν πριν από τρία-τέσσερα χρόνια”, λέει επικεφαλής μεγάλης εταιρείας καυσίμων.

Αναδεικνύεται η υψηλή φορολόγηση

Οσο για τις τιμές των καυσίμων που βρίσκονται σε επίπεδα προ κρίσης, αυτό ασφαλώς είναι θετικό, αλλά λέει μόνο τη μισή αλήθεια. Διότι πριν την κρίση, οι φόροι των καυσίμων δεν είχαν καμία σχέση με τους σημερινούς, άρα η σύγκριση δεν είναι απολύτως σωστή.

Σκεφτείτε μόνο ότι πριν από τρία χρόνια, το 2012, η συμμετοχή των φόρων σε ένα λίτρο αμόλυβδης βενζίνης ήταν ίση με το 56%-57% της τελικής του τιμής. Σήμερα, ισούται με το 67% της τελικής του τιμής.

Οσο δηλαδή πέφτουν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου, τόσο η αναλογία των φόρων σε ένα λίτρο καυσίμου αυξάνονται, αναδεικνύοντας το πρόβλημα της υψηλής φορολόγησης.

Σημειωτέον ότι σε επίπεδο ΕΕ, το 67% είναι το μέγιστο ποσοστό συμμετοχής φόρων σε ένα λίτρο βενζίνης, έναντι του 35,9% που είναι το μίνιμουμ.

Με λίγα λόγια, η πτώση των διεθνών τιμών μας ωφέλησε, αλλά λιγότερο απ’ ότι αρχικά κάποιοι υπολόγιζαν.