Η αντίδραση εκ μέρους των κ.κ. τραπεζιτών και ιδιαίτερα του κ. Θ. Καρατζά, εκ

μέρους της ΕΕΤ, στην πρωτοβουλία της κυβερνήσεως, του υπουργού ΥΠΕΘΟ και των

βουλευτών των κομμάτων που εκπροσωπούν τον ελληνικό λαό, για οριστική

τακτοποίηση του προβλήματος των υπερβολικών χρεώσεων με πανωτόκια που έχουν

επιβαρύνει τους λογιαριασμούς πελατών τους οι τράπεζες, εξέπληξε όσους έχουμε

ασχοληθεί και αναδείξει το πρόβλημα.

Με τις θέσεις που πήρε ο κ. διοικητής φαίνεται να μην έχει αντιληφθεί το

μέγεθος του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία από τις

αδιαφανείς και καταχρηστικές πρακτικές που εφάρμοσαν κατά καιρούς οι τράπεζες

στις συναλλαγές τους με το μεγαλύτερο φάσμα της πελατείας τους.

Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι οι τράπεζες επεδίωξαν και επέτυχαν να

είναι από τους πρώτους τομείς της Εθνικής Οικονομίας με απελευθερωμένο

καθεστώς στην πλειονότητα των συναλλαγών τους. Το τραπεζικό σύστημα διέθετε

υπερδεκαετή περίοδο προσαρμογής και θα μπορούσε να εκσυγχρονιστεί, προκειμένου

να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον αναμενόμενο ευρωπαϊκό ανταγωνισμό που θα

επέρχετο νομοτελειακά. Στην πραγματικότητα, όμως, ελάχιστα πράγματα έγιναν

προς αυτή την κατεύθυνση λόγω της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης του ελληνικού

τραπεζικού συστήματος.

Καταστρατηγώντας λοιπόν τις αρχές του υγιούς ανταγωνισμού, κατόρθωσαν να

διατηρούν προκλητικά υψηλά επιτόκια δανεισμού συγκριτικά με τα επιτόκια

καταθέσεων, με αποτέλεσμα την έκρηξη της κερδοφορίας τους χωρίς να συμπιέσουν

τις λειτουργικές τους δαπάνες και να αναμορφώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικές

προκλήσεις όπως η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων

και η απορρόφηση των πόρων του Γ’ ΚΠΣ.

Εκμεταλλευόμενες τους παράγοντες αυτούς θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν ένα

νέο αναπτυξιακό άλμα προς τα εμπρός.

Η «λογική» του κ. Θ. Καρατζά στην ουσία ακυρώνει τις αναπτυξιακές προσπάθειες

μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, ιδιαίτερα μικρομεσαίων καθώς και πολών άλλων

στρωμάτων της κοινωνίας (όπως π.χ. αγροτών κ.ά.) με κίνδυνο να οδηγηθούμε σε

σταδιακή συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της εθνικής μας οικονομίας.

Η υπεύθυνη πολιτική ηγεσία πρέπει να λάβει υπόψη τα επιμέρους θέματα και να

εξετάσει τη νομική τους υπόσταση και τη λογική τους βάση όπως:

1. Την αυθαίρετη και παράνομη μεταβολή του καθεστώτος των διοικητικά

καθορισθέντων επιτοκίων εκ μέρους των τραπεζών για την κατηγορία

χρηματοδοτήσεων που θέλησε ο νομοθέτης να εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής της

ΠΔ/ΤΕ 1183/87 και λειτούργησε καταστρεπτικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

2. Το καθεστώς του ανατοκισμού των τόκων κατ’ εφαρμογήν του

εξουσιοδοτικού νόμου 1083/1980 με την έκδοση της 289/1980 απόφ. της Ν. Ε/Τ.Ε.

που θέλησαν να επιβάλουν οι τράπεζες και κατέστη διάτρητο ύστερα από

εξαντλητική εξέταση σε διάφορα στάδια κρίσης της ελληνικής Δικαιοσύνης.

3. Τις αποφάσεις 8 και 9/1998 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που

ακολούθησαν θα έπρεπε να αποτελέσουν ευκαιρία για αλλαγή πορείας και απαρχή

συμβιβαστικής προσέγγισης. Όμως οι τράπεζες επέλεξαν και πάλι τον δρόμο της

αντιπαράθεσης με τους πελάτες τους.

4. Το άρθρο 30 του Ν. 2789/2000 που κι αυτό ατύχησε στην πράξη, επειδή

οι τράπεζες αντέδρασαν στην εφαρμογή του, προφασιζόμενες ασάφεια νομοτεχνικής

διατύπωσης.

Με βάση τα προηγούμενα η αντίδραση των κ.κ. τραπεζιτών στην πρωτοβουλία για

οριστική διευθέτηση του προβλήματος, δείχνει να οφείλεται μάλλον στην πάγια

αναχρονιστική και ανελαστική αντίληψη παρά σε πραγματικούς λόγους που θίγουν

την οικονομική τους ευρωστία, γιατί κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί (άρθρ. 27 Ν.

2076/92).

Η πρωτοβουλία επίλυσης του ζητήματος αυτού εξυπηρετεί πρωτίστως τις τράπεζες

εισπρακτικά, επειδή θα αρχίσουν να εξυπηρετούνται παγωμένες οφειλές αλλά και

τους πολίτες, οι οποίοι θα ηρεμήσουν και απαλλαγμένοι από απειλές θα μπορούν

να αφοσιωθούν στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες.

Από οποιαδήποτε οπτική γωνία βλέπει ο καθένας το θέμα, οι τράπεζες δεν έχουν

δικαίωμα να απαιτούν από το νομοθετικό σώμα να τις «δικαιώσει», ψηφίζοντας

νόμους για νομιμοποίηση τοκογλυφικών απαιτήσεων που οι ίδιες δεν εισέπραξαν

κατά την παρελθούσα εικοσαετία ούτε μπορεί η Βουλή να αποτελέσει «καθαρτήριο»

αμαρτιών του τραπεζικού συστήματος ή άλλων άνομων συμφερόντων.

Η κυβέρνηση ανέλαβε την πρωτοβουλία και πρέπει να επιλύσει τον γόρδιο δεσμό

της υπερχρέωσης των Ελλήνων καταναλωτών – πελατών από τις τράπεζες. Εμείς οι

βουλευτές θα παραμείνουμε απαρέγκλιτα προσηλωμένοι στην εφαρμογή της

κυβερνητικής απόφασης που ελήφθη και εξαγγέλθηκε διά στόματος του κ.

Πρωθυπουργού, για ρύθμιση των παλαιών οφειλών σύμφωνα με τις αποφάσεις των

ελληνικών δικαστηρίων, με όριο (πλαφόν) στις χρεώσεις και χωρίς πανωτόκια.

Ο Γιάννης Γιαννακόπουλος είναι βουλευτής Μεσσηνίας του ΠΑΣΟΚ.