Ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος είναι ένας παρεμβατικός διανοούμενος. Πέρα από τα έξι βιβλία του και τις κάπου τριάντα και πλέον μελέτες του που έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και ειδικά περιοδικά, ο γνωστός ιστορικός κάνει δημόσιες παρεμβάσεις είτε αρθρογραφώντας (κυρίως στο «Βήμα» αλλά και συχνά – πυκνά στον ηλεκτρονικό Τύπο, τελευταία δε στον «Χρόνο») είτε μετέχοντας σε δημόσιες συζητήσεις. Τα τελευταία χρόνια της κρίσης έχει ιδιαίτερα πυκνώσει τις παρεμβάσεις αυτές, λ.χ. μέσα από τη συμμετοχή του στην Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας (είναι μέλος του προσωρινού συντονιστικού της Πρωτοβουλίας μαζί με άλλους διανοουμένους), ιδιαίτερα δε μέσα από την οργάνωση (από την ίδια Πρωτοβουλία) σεμιναρίων για την κρίση με τον τίτλο «Κρίσι-μα σεμινάρια».

Καρπός, κατά κάποιον τρόπο, όλης αυτής της εργώδους ενασχόλησης με το σήμερα από έναν ειδικό του παρελθόντος, όμως, που βλέπει διαφορετικά τα τεκταινόμενα στην ιστορική τους διάσταση, είναι και το βιβλίο «Η επιστροφή της Κοκκινοσκουφίτσας. Η Αριστερά και πώς να τη σκεφτούμε σε κρίσι-μους καιρούς» (Νεφέλη), συλλογή δοκιμίων που κυκλοφόρησε πρόσφατα και προσφέρει πολύ υλικό για σκέψη σε σχέση με το τι είναι Αριστερά σήμερα, τι μπορεί να προσφέρει στον αιώνα μας, γιατί παράγονται τόσο μεγάλες πολιτικές αντιθέσεις με αφορμή την αύξηση της δύναμής της και άλλα πολλά. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βιβλιοδρόμιο» θίγει μερικά από τα σημαντικότερα ζητήματα αυτού του πεδίου προβληματισμού.

Επιστροφή της Αριστεράς. Σε κάποιους μπορεί να ακούγεται ως αναχρονισμός…

Ναι, είναι αναχρονισμός. Με ποιο παρόν να εκσυγχρονίσουμε τα βήματά μας; Το «παγκόσμιο παρόν» είναι μια εικόνα κρίσης: Ανυπολόγιστος πλούτος και σπατάλη, δισεκατομμύρια απελπισμένων στη γραμμή επιβίωσης, διάσπαρτοι πόλεμοι, εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες, περιβαλλοντική καταστροφή. Στις ενδιάμεσες ζώνες; Ανεργία, ανασφάλεια, μίσος και άγχος, παραγωγή κάθε είδους σκουπιδιών. Ο,τι εξυπηρετεί την παγκόσμια συσσώρευση του κεφαλαίου ονομάζεται μοντέρνο. Οτι όχι ονομάζεται παλιό που πρέπει να εξαφανιστεί. Ποιος βλέπει το μέλλον ως ελπίδα; Στη λογοτεχνία και τις τέχνες περνά ως εφιάλτης. Η νοσταλγία για το παρελθόν είναι ισχυρότερη της ελπίδας στο μέλλον. Η Αριστερά πρέπει να διαρρήξει το αφήγημα της μοντερνιστικής τελεολογίας.

Εννοείτε το τέλος της προόδου; Μα και η Αριστερά δεν εγγράφεται ως μια «προοδευτική» δύναμη, διεκδικεί μάλιστα για τον εαυτό της τον χαρακτηρισμό αυτόν;

Ναι, η ιδεολογία της προόδου ήταν καθολική. Το ‘λεγαν οι φιλοσοφικές θεωρίες και κάθε γενιά ζούσε καλύτερα από την προηγούμενη. Οχι πια. Η Αριστερά πρέπει να απελευθερωθεί από τα νοητικά δεσμά της προόδου. Να απελευθερωθεί επίσης από την τελεολογία να βλέπει τον εαυτό της ως τον περιούσιο λαό της ιστορίας που θα φέρει την πρόοδο, λ.χ. ως η εργατική τάξη που στο τέλος θα νικήσει, ως η αναπόφευκτη πορεία από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Στον βαθμό που θέλει να διαρρήξει την εκσυγχρονιστική τελεολογία των άλλων, πρέπει να απελευθερωθεί και από τη δική της τελεολογία. Πολλοί ρωτούν: τι θα μείνει στην Αριστερά αν χάσει την τελεολογία που τη διαπνέει από τον 19ο αιώνα;

Αυτό που λέμε αριστερές αξίες ταυτίζεται κατά τη γνώμη σας με τις ανθρωπιστικές αξίες;

Οχι! Αλλά ο ανθρωπισμός δεν είναι άπαξ διατυπωμένος. Η Αριστερά τον εμπλούτισε, με την κοινωνική διάσταση. Δεν θα ήταν ίδια τα δικαιώματα χωρίς την παρουσία μιας πολυσχιδούς Αριστεράς. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπήρξαν εκτεταμένες και βάρβαρες παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων όταν αριστερές δυνάμεις απόκτησαν την απόλυτη εξουσία. Σήμερα η καταστροφή των κοινωνικών θεσμών από τον παγκόσμιο Μίδα που ό,τι αγγίζει γίνεται εμπόρευμα, ακόμη και οι στοιχειωδέστερες ανθρώπινες ανάγκες, έχει εξορίσει τον ανθρωπισμό από τη σφαίρα της πολιτικής στη σφαίρα της φιλανθρωπίας.

Το 1989 επέφερε καίριο πλήγμα στην Αριστερά. Γιατί όμως; Δεν θα περιμέναμε ο χώρος αυτός να αντιδράσει γρήγορα και να παραγάγει νέες ιδέες;

Εχουν συζητηθεί πλευρές του 1989, αλλά δεν μπήκε ακόμη στο πλαίσιο του μεγάλου ιστορικού χρόνου, δεν έχουν αποσαφηνιστεί ποια ιστορικά ερωτήματα πρέπει να θέσουμε. Από τη μια τελεολογία, δηλαδή «ο σοσιαλισμός ως το επόμενο στάδιο του καπιταλισμού», περάσαμε στην άλλη, δηλαδή «ο καπιταλισμός και η αγορά ως τελική κατάληξη της κοινωνικής εξέλιξης». Το 1989 δεν παρέσυρε μόνο τον κομμουνισμό. Παρέσυρε και τη σοσιαλδημοκρατία, και το κράτος πρόνοιας, και τον κεϋνσιανισμό, και τον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Θα μπορούσαμε να τα δούμε όλα αυτά ώς το τέλος της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, της εθνικής οικονομίας, του βιομηχανικού προλεταριάτου, του κλασικού συνδικαλισμού, μιας σειράς ρυθμίσεων που συνδέονται με όλα αυτά και καθορίζουν τις σχέσεις του ατόμου με την κοινωνία, της κοινωνίας με την πολιτική, τη φύση του κράτους. Οι νέες ιδέες δεν παράγονται αυτόματα. Οι προσπάθειες ανεύρεσης ενός «τρίτου δρόμου» στη σοσιαλδημοκρατία κατέληξαν στην υποταγή στον νεοφιλελευθερισμό.

Αναφέρεστε συχνά στη «Συμφωνία της Ουάσιγκτον» το 1982 και στο New Public Management που άλλαξε τις κρατικές πολιτικές. Πρόκειται για συμφωνίες ιστορικής σημασίας; Και συνδέονται με το δικό μας σήμερα;

Σηματοδοτούν μια πορεία προσαρμογών που φέρνει η κρίση του βιομηχανικού μοντέλου, της σχεδιαζόμενης οικονομίας, η απειλή εξάντλησης των ορυκτών ενεργειακών πόρων. Στη δεκαετία του ’70 ανακόπτεται η τάση διεύρυνσης του χάσματος πλουσίων – φτωχών ανάμεσα στις χώρες και στο εσωτερικό των χωρών. Εκτοτε ξανανοίγει η ψαλίδα. Επομένως οι νέες προσαρμογές αφορούν και μια σκληρή διαμάχη για την κατανομή του εισοδήματος και την ιδιοποίηση νέων πόρων. Από τότε δημιουργείται σιγά σιγά με πειραματισμούς και προσαρμογές ένα νέο παράδειγμα. Εφαρμόζεται πρώτα στη Λατινική Αμερική, στη συνέχεια στην Αφρική, ύστερα στη ΝΑ Ασία. Φθάνει στην Ευρώπη στα 1990. Αυτό το «νέο παράδειγμα» επεκτείνεται και δημιουργείται μέσω κρίσεων. Η Ελλάδα ανήκει σε μια αλυσίδα παραδειγμάτων. Οι κρίσεις δεν ήταν τεχνικές. Ηταν όμως ευκαιρίες επέκτασης του νέου παραδείγματος που τιμωρούσε όσους δεν προσαρμόζονταν πλήρως.

Η Ελλάδα, λέτε, μπορεί να γίνει η πρώτη χώρα που θα κυβερνηθεί, ενδεχομένως, από μια Αριστερά που τη γέννησαν τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης; Θα υπάρξουν και άλλα παραδείγματα διακυβέρνησης σε ανάλογη κατεύθυνση στην Ευρώπη; Και είναι δυνατόν να επηρεάσουν τις δρομολογημένες πολιτικές επιλογές;

Η διατύπωση εναλλακτικής πολιτικής δεν είναι απλό εγχείρημα. Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς χρειάστηκε τουλάχιστον τρεις δεκαετίες για να συγκροτηθεί. Χρειάζεται διατύπωση νέων στόχων και νέας πολιτικής. Σε μερικά ζητήματα είναι απλή. Οχι στην ιδιωτικοποίηση και την ιδιωτική εκμετάλλευση των κοινών: των ακτών, των δασών, του νερού, των πλατειών, των δρόμων. Αλλού είναι δυσκολότερη. Απαιτεί τον συνδυασμό του κοινωνικού κριτηρίου, της ανοιχτής πρόσβασης, με το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Η καινούργια τεχνολογία θέτει με νέο τρόπο τις ανάγκες. Τι σημαίνει το ηλεκτρονικό σχολείο σήμερα και πώς δεν θα έχουν σε αυτό πρόσβαση μόνο τα παιδιά του Κολλεγίου και του Μωραΐτη; Νέες προκλήσεις, νέες δυνατότητες. Αλλά δεν πρέπει να τεθεί ένα τέλος στην κοινωνική ληστεία, στην υποκρισία, στη θυσία της ζωής των πολλών στην ευτυχία των λίγων; Δεν πρέπει να ενδυναμωθεί με διαπραγματευτική αξία η μισθωτή εργασία; Κριτική στην παγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει εθνική περιχαράκωση, αλλά ρύθμιση των κανόνων της παγκοσμιοποίησης. Για αυτό μας χρειάζεται μια ενωμένη, ισχυρή και κοινωνική Ευρώπη.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου σας θέτετε το ερώτημα αν η Αριστερά αποτελεί τμήμα ενός παλιού κόσμου και αν θα μπορούσε να εξαφανιστεί μαζί του. Γιατί πιστεύετε ότι η Αριστερά εξακολουθεί να έχει λόγο ύπαρξης στον 21ο αι.;

Είναι προς απόδειξη. Η Αριστερά πρέπει να αποδεικνύει συνεχώς ότι χρειάζεται στην κοινωνία. Εκείνο που τη χαρακτηρίζει είναι ένας συνδυασμός κριτικής σκέψης, κοινωνικής κριτικής και μαζικότητας. Κυψέλες κριτικής σκέψης μπορεί να υπάρχουν, αλλά χωρίς μαζική απήχηση. Κοινωνική κατακραυγή επίσης που μπορεί να παίρνει τη μορφή ξαφνικών και άναρθρων εξεγέρσεων ή προσχώρησης σε φονταμενταλιστικά κινήματα. Ο συνδυασμός κριτικής και μαζικότητας δεν υπήρχε κάποτε στην κοινωνία, δεν υπάρχει παντού και δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει πάντοτε. Γεννήθηκε με τη Μεταρρύθμιση τον 16ο αιώνα, έφθασε ώς σήμερα με πολλές μορφές. Μπορεί και να διακοπεί το νήμα. Το ζήτημα δεν είναι τι αναγκαστικά θα γίνει –για αυτό και η κριτική στην τελεολογία –αλλά τι τελικά θέλουμε. Για αιώνες ο κόσμος έζησε με κύριους και δούλους, χωρίς αμφισβήτηση.

Στο βιβλίο σας κάνετε τη διάκριση της κοινωνικής από την πολιτισμική Αριστερά και λέτε ότι «οι θερμότεροι θιασώτες της πειθάρχησης της Ελλάδας στη φιλοσοφία του Μνημονίου προήλθαν όχι από την παραδοσιακή Δεξιά αλλά από την πολιτισμική Αριστερά». Πώς εξηγείτε αυτήν τη στάση;

Κοιτάξτε τον λόγο της Μαρίν Λεπέν. Λέει πως το ισχυρότερο μέσο για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις των πολιτικών της παγκοσμιοποίησης είναι το εθνικό κράτος. Μαζί βάζει πακέτο την εθνική ταυτότητα, την αντίθεση στην πολυπολιτισμική πολιτική, κάνει κανόνα την οικογένεια και την ετεροσεξουαλικότητα. Από την άλλη μεριά, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να ενσωματώσει τις αξίες της πολιτισμικής Αριστεράς α λα καρτ, εναλλάσσοντάς τις με μια σκληρή βιοπολιτική πειθάρχηση. Πώς θα χαράξεις έναν δρόμο, μια πολιτική που δεν θα ενδίδει στις σειρήνες ούτε της μιας όχθης, ούτε της άλλης; Η κοινωνική Αριστερά χωρίς το πολιτισμικό της αντίστοιχο μοιάζει με τη λαϊκή και εθνικιστική Δεξιά. Η πολιτισμική Αριστερά χωρίς το κοινωνικό της αντίστοιχο ταυτίζεται με τη νεοφιλελεύθερη και τεχνοκρατική Δεξιά.