Οταν πέθανε ο Ηλίας Ηλιού, στα τέλη Ιανουαρίου του 1985, ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς έγραψε ένα μεγάλο κείμενο στα «ΝΕΑ». Μίλησε για τα πρώτα του πολιτικά βήματα, ως νεαρού δικηγόρου από τη Λήμνο, στη Δημοκρατική Ενωση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, την όλο και πιο σταθερή πορεία του προς τα αριστερά, την καθολική του ένταξη στην Εθνική Αντίσταση και αργότερα στο πολιτικό χαράκωμα του ΚΚΕ. Λίγο πριν από την Κατοχή έκανε για λογαριασμό του Γιάννη Κορδάτου στις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου μεταφράσεις αρχαίων κειμένων (λ.χ. τη «Ρητορική» του Αριστοτέλη), μετά ήρθε η Αντίσταση αλλά και ο τρομερός διωγμός της. «Ο Ηλιού πέρασε απ’ όλους τους αναβρασμούς του μαρτυρίου» έγραφε ο Βουρνάς. «Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης. Κι όταν, μετά το τέλος του Εμφυλίου, ο λαός τον εξέλεξε βουλευτή ενώ ήταν εξόριστος, η Δεξιά με τη γνωστή της αναντρία τον καθαίρεσε με τη δικαιολογία ότι κατά τη στιγμή της εκλογής του ήταν δεσμώτης! Πόσο άθλια φαντάζουν σήμερα αυτά τα καμώματα που αποτελούσαν θρασεία κατάργηση της λαϊκής εντολής…

Φυσικά ήρθε κάποια στιγμή που δεν ήταν πια δυνατό να εμποδιστεί η είσοδος του Ηλιού στη Βουλή. Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ όλα τα χρόνια της παρουσίας του ανάμεσα στον Εμφύλιο και τη χούντα, υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους πολιτικούς άντρες που κόσμησαν το βήμα της Βουλής. Νηφάλιος αλλά και ανυποχώρητος, σταθερός αλλά και με πίστη στον διάλογο, αποκαλυπτικός όταν έπρεπε, δίκαιος όταν η περίπτωση το καλούσε, οξύς στις κρίσεις του και στα συμπεράσματά του, άφησε πίσω του την κοινή μαρτυρία ότι επλούτισε με παράδοση πολύτιμη τον κοινοβουλευτικό βίο της χώρας».

Το 1973 του έγινε πρόταση να αναλάβει την ηγεσία του ΚΚΕ αλλά αρνήθηκε. «Με τη Μεταπολίτευση παρέμεινε στην ΕΔΑ ως πρόεδρός της. Πίστευε βαθιά πως η Ελλάδα είχε ανάγκη από ένα πλατύ δημοκρατικό – πλουραλιστικό κόμμα σοσιαλιστικής δομής, που δεν θα είχε εξάρτηση από τα παλιά σοσιαλιστικά μοντέλα και που θα βοηθούσε σε πρώτη φάση στον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας και της οικονομίας μας. Και μ’ αυτό το όραμα έκλεισε την πολιτική του σταδιοδρομία, τιμώμενος από φίλους και αντιπάλους –όπως τιμούνται οι πραγματικά μεγάλοι».

Στο βιβλίο του Γιώργου Λεονταρίτη υπάρχει μία ακόμη ωραία περιγραφή του Βουρνά, αυτή τη φορά για ένα αρκετά διαφορετικό πρόσωπο: τον στρατηγό Στέφανο Σαράφη, στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ, που τον θέρισε το 1957 το αυτοκίνητο ενός αμερικανού λοχία στον Αλιμο, την ώρα που πήγαινε για μπάνιο στη θάλασσα, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Μάριον που επίσης χτυπήθηκε αλλά επιβίωσε.

«Από τη μεγάλη και ιερή χορεία των εναρέτων κρατούσε και ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης. Ψυχή βαθύτατα λαϊκή, ένας ακέραιος και ντόμπρος Θεσσαλός, που δεν θέλησε ποτέ να ξεκοπεί από τις ρίζες του. Γύρισε όλο τον κόσμο, υπηρέτησε σε πρεσβείες σαν στρατιωτικός ακόλουθος της Ελλάδας, γνώρισε την κοσμοπολίτικη ζωή του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου, αλλά δεν άλλαξε η γερή χωριάτικη δομή της ψυχής του. Αγαπούσε τον έρμο τον λαό του, τον χωριάτη, τον ξωμάχο, τον πεινασμένο σκλάβο της γης του, τον κολίγο, που κουβαλούσε στη ράχη του το σιτάρι και δεν χόρταινε το ψωμί.

Είχε εγκατασταθεί με τη Μάριον στην περιοχή του Ελληνικού, κοντά στη μεγάλη του αγάπη, τη θάλασσα. Στο απλό αλλά άνετο σπίτι του ευχαριστιόταν πολύ να μαζεύει τους φίλους και τους συναγωνιστές του, κατά κύκλους ενδιαφερόντων, και να τους παραθέτει λουκούλλεια γεύματα, ποτισμένα με ραψανιώτικο κρασί. Αλίμονο σε κείνον που δεν θα τιμούσε τη μαγειρική του, και ιδιαίτερα το αρνί με μπλιγούρι στον φούρνο!

Μια μέρα της βδομάδας ανήκε στους λογίους και τους συγγραφείς. Τρόμος και φόβος η πολυφαγία, ιδιαίτερα για τους προχωρημένους στην ηλικία! Ο Σαράφης ήταν ανελέητος στο φαΐ. Και φεύγαμε όλοι βαρυχορτασμένοι, αλλά και ευχαριστημένοι από τις απολλώνιες βραδιές του στρατηγού, ο οποίος κρατούσε τη συζήτηση σε υψηλό πνευματικό επίπεδο».

Ενας άλλος στρατηγός, ο Νικόλαος Πλαστήρας, του βενιζελικού στρατοπέδου -όπως, άλλωστε, αρχικά και ο Στέφανος Σαράφης –παρουσιάζεται για την πολιτική δραστηριότητά του στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ο επονομαζόμενος (από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων) και Μαύρος Καβαλάρης, επιρρεπής προπολεμικά σε κινήματα, ίδρυσε την ΕΠΕΚ στις αρχές του 1950 προκειμένου να πάρει μέρος στις εκλογές. Χαρακτηριστική του κλίματος της εποχής είναι η αποστροφή του προς τον Κομνηνό Πυρομάγλου: «Δεν αποκλείω την ένταξιν και άλλων συγγενών κομμάτων ή και ομάδων, αποκλείω μόνον προεκλογικώς την σύμπραξιν, διά λόγους σκοπιμότητος, των αριστερών κομμάτων, διά να αποφύγω την συκοφαντίαν που είναι έτοιμοι να μου προσάψουν, του «συνοδοιπόρου». Το ξέρω ότι έχουν ξεχωρίσει τας ευθύνας των από τον κομμουνισμόν, αλλ’ η στοιχειώδης πολιτική σκοπιμότης επιβάλλει τον χωρισμόν. Φυσικά μετεκλογικώς, η συνεργασία και αυτή η συγχώνευσις δεν αποκλείεται…».

Ο Γιώργος Λεονταρίτης σημειώνει ότι ο Πλαστήρας «ήταν προπάντων λεβέντης. Ο λαός τον αισθανόταν εντελώς δικό του προτού ανοίξει το στόμα του. Κανένας πολιτικός δεν περιεβλήθη ποτέ στον τόπο αυτό από τόση λαϊκή θέρμη». Μια μεγάλη προσφορά του, λέει ο συγγραφέας, είναι που ως πρωθυπουργός πέτυχε να απομακρυνθούν από τη Μακρόνησο 4.700 πολιτικοί εξόριστοι σε άλλο νησί. Δεν πέτυχε όμως να κλείσει το κολαστήριο, παρόλο που προσπάθησε, και την είχε χαρακτηρίσει «ντροπή» για την Ελλάδα.

Μεγάλους αγώνες για να καταργηθεί το αίσχος της Μακρονήσου έδινε η εφημερίδα «Μάχη» του Ηλία Τσιριμώκου και του Αλέξανδρου Σβώλου, η μόνη εφημερίδα του αριστερού χώρου που είχε γλιτώσει το βίαιο κλείσιμο. Ο αρχισυντάκτης της Γιάννης Τσιριμώκος (γνωστότερος αργότερα από τα μυθιστορήματά του ως Γιάννης Μαρής) συνελήφθη για ένα σχετικό δημοσίευμα (τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση) και εστάλη στις φυλακές των Βούρλων, στα κελιά όπου άλλοτε έμεναν οι ιερόδουλες του Πειραιά. Αν γλίτωσε και ο ίδιος τη Μακρόνησο στο τέλος, είναι λόγω της παρέμβασης του Λέοντος Μπλουμ, σοσιαλιστή προέδρου της Επιτροπής Διεθνών Σοσιαλιστικών Συνδιασκέψεων (ΚΟΜΙΣΚΟ), η οποία έβγαλε ανακοίνωση για το θέμα.