Το μνημειώδες έργο της Αλεξάνδρας Κραντονέλλη ξανά στις προθήκες

Το ζήτημα της πειρατείας στις ελληνικές θάλασσες παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες για τους ιστορικούς και συχνά την ιστορία αντικαθιστά ο θρύλος. Πρόσφατα είχαμε το εκπορευόμενο από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο συλλογικό έργο «Ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821 (επιμέλεια Τζελίνα Χαρλαύτη, Κατερίνα Παπακωνσταντίνου, εκδ. Κέδρος) που έφερε στο φως πολλά νέα στοιχεία, αποδυναμώνοντας κάποιες βεβαιότητες που ήθελαν τον ελληνικό εφοπλισμό τον 18ο αιώνα να έχει συσσωρεύσει τον πλούτο του αποκλειστικά από την πειρατεία, καθώς απέδειξε ότι πέρα από την πειρατεία υπήρχαν χιλιάδες μικρά πλοία και κάπου χίλια ποντοπόρα που έκαναν απλώς εμπόριο.

Ειδικά όμως για το θέμα της πειρατείας, επανεκδόθηκε μόλις το από χρόνια εξαντλημένο τρίτομο έργο «Ιστορία της πειρατείας» της Αλεξάνδρας Κραντονέλλη, μια μοναδική στο είδος της μελέτη που παραμένει η βασική πηγή ως προς το αντικείμενο αυτό για τα χρόνια από το 1390 μέχρι το 1821.

Το έργο εκδόθηκε σταδιακά από το 1985 μέχρι το 1998 –και μάλιστα η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε αμέσως τον πρώτο τόμο, το 1986, ως την πρώτη επιχείρηση μελέτης της πειρατείας σε τέτοια κλίμακα. Πρόκειται για τρεις πυκνογραμμένους τόμους των 1.300 σελίδων αθροιστικά από μια ιστορικό, διδάκτορα της Φιλοσοφικής Αθηνών, που αφιέρωσε τη ζωή της στη μελέτη του φαινομένου.

Οπως λέει μάλιστα σήμερα στο «Βιβλιοδρόμιο», μελέτησε σε έναν βαθμό και τις αρχαιότερες μορφές πειρατείας, απλώς έκρινε ότι η μεγάλη αλλαγή έρχεται με την άφιξη των Οθωμανών στο Αιγαίο, στα παράλια της Μικράς Ασίας, και έβαλε εκεί το σημείο έναρξης της δημοσιευμένης μελέτης της.

Μας λέει όμως ότι στα ελληνιστικά χρόνια το νησί των πειρατών ήταν η Δήλος ενώ στα ρωμαϊκά η Ρόδος. «Κάποτε μάλιστα οι ρόδιοι πειρατές έπιασαν αιχμάλωτο τον Καίσαρα, ο οποίος τους ρώτησε πόσα χρήματα θέλουν για να τον ελευθερώσουν και μετά πειράχθηκε επειδή το ποσό που ζήτησαν του φάνηκε μικρό» αναφέρει.

Στην πρώτη οθωμανική περίοδο οι πειρατές είναι κυρίως Τούρκοι της Μικράς Ασίας και άλλοι μουσουλμάνοι από την Μπαρμπαριά (τη Βόρεια Αφρική δηλαδή), τους οποίους χρησιμοποίησαν οι Οθωμανοί για να επικρατήσουν στις ελληνικές θάλασσες. Με τον καιρό άρχισαν να δρουν στην περιοχή και χριστιανοί πειρατές (Σικελοί, Καταλανοί, Γενουάτες κ.ά.), ενώ ήταν και αρκετοί οι εξωμότες: τέτοια ήταν η περίπτωση του διαβόητου Χαριεντίν Μπαρμπαρόσα που καταγόταν από τη Λέσβο και έδρασε πρώτα στην Μπαρμπαριά, για να φτάσει να γίνει αρχηγός του οθωμανικού στόλου. Από τα τέλη του 16ου αιώνα, ιδίως μετά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, οι χριστιανοί παίρνουν το πάνω χέρι στην πειρατεία εκμεταλλευόμενοι την ήττα των Οθωμανών στη θάλασσα από τον συνασπισμό των Ευρωπαίων. Οι δε Ελληνες που δούλευαν σε πληρώματα πειρατικών και θεωρούνταν καλοί ναυτικοί εκμεταλλεύτηκαν σταδιακά τους πολέμους των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, τόσο για να πάρουν εκείνοι σημαντικό μερίδιο του διαμετακομιστικού εμπορίου (λ.χ. στα χρόνια των συνεχών πολέμων Βενετίας – Οθωμανών) όσο και για να γίνουν κουρσάροι, όπως λίγο πριν από την Επανάσταση ο Λάμπρος Κατσώνης, κάτι πάντως αρκετά διαφορετικό και λιγότερο παράνομο –αν και όχι αναγκαστικά λιγότερο άγριο –από την πειρατεία.