Τον θάνατό της –από καρδιακή προσβολή στο Μόναχο –ανακοίνωσε ένας φίλος και συνοδοιπόρος της: ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ. Οι επισημότητες ήρθαν στη συνέχεια, όταν ο ρώσος πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ εξέφρασε τα συλλυπητήριά του. Ώς ένα σημείο, η σύμπτωση αυτή απηχεί και την πορεία της απόλυτης μπαλαρίνας που μετρούσε πολλούς φίλους (ανάμεσά τους οι Ρόμπερτ Κένεντι, Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, Ινγκριντ Μπέργκμαν, Νάταλι Γουντ), ενώ διατηρούσε αποστάσεις από το καθεστώς.

Γνωστή για τη ρευστότητα της κίνησής της στα Μπαλέτα Μπαλσόι, επέβαλε το δικό της ύφος, ενώ στα 60 της χρόνια ολοκλήρωσε εκεί την καριέρα της κερδίζοντας τη διεθνή αναγνώριση ως η ενσάρκωση του ρωσικού μπαλέτου. «Δεν βασανίζω τον εαυτό μου και ίσως επειδή είχα καλά πόδια δεν δούλευα ποτέ ενάντια στη φύση. Αγαπούσα να χορεύω και αγαπούσα τη σκηνή. Αλλά να πω ότι δούλεψα πολύ σκληρά –δεν θα το έλεγα. Ποτέ μου δεν κουράστηκα» είχε δηλώσει τον περασμένο Ιούλιο σε συνέντευξή της στη γράφουσα για το «Νσυν».

Η κορυφαία μπαλαρίνα γεννήθηκε στη Μόσχα στις 20 Νοεμβρίου 1925. Η μητέρα της Ραχήλ Μεσερέρ ήταν ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου. Ο πατέρας της Μιχαήλ Πλισέτσκι ήταν διπλωματικός αξιωματούχος του σοβιετικού καθεστώτος στη Νορβηγία. Θεωρήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη «εχθρός του λαού» και στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων του Στάλιν τουφεκίστηκε το 1938 (για να αποκατασταθεί το 1989). Η Μάγια Πλισέτσκαγια ήταν 11 ετών όταν η εβραία μητέρα της εκτοπίστηκε στη Σιβηρία. Ανατράφηκε από την οικογένεια της αδελφής τής μητέρας της έως το 1941, οπότε εκείνη αφέθηκε ελεύθερη. Από παιδί ακόμη θα θεωρήσει τον κομμουνισμό μια ανοησία, μέσα στην οποία τα μέλη της κοινωνίας κατασκευάζουν μηχανισμούς ψεύδους για να επιβιώσουν. Αλλά ενώ το καθεστώς χρησιμοποιούσε την τέχνη της σαν την καλύτερη διεθνή βιτρίνα για τον σοβιετικό τρόπο ζωής, η ίδια δεν θέλησε ποτέ να «δραπετεύσει» στο εξωτερικό. Εμεινε στη Ρωσία έως το 1989 απέναντι στην απολυταρχία του σταλινισμού, αλλά και στην αυθεντία του διευθυντή των Μπαλσόι Γιούρι Γκριγκαρόβιτς, ο οποίος την καταδίωκε εξαιτίας του επαναστατικού της χαρακτήρα.

ΣΑΝ ΗΡΩΙΔΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Η ζωή της είναι το άθροισμα από επεισόδια προσωπικής περιπέτειας, οδύνης και δόξας. Σαν ηρωίδα της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας. Και ως πρωταγωνίστρια της αυτοβιογραφίας της «Εγώ η Μάγια Πλισέτσκαγια» (κυκλοφόρησε το 1994 στη Ρωσία) γράφει τη μυθιστορηματική της ζωή από την εποχή του Στάλιν έως τα χρόνια της Γκλάσνοστ (διαφάνεια) του Γκορμπατσόφ. Το 1943 πήρε το χρίσμα της μπαλαρίνας στο Μπαλέτο του Θεάτρου Μπαλσόι. Παρά το ταλέντο της εθεωρείτο κόρη ενός «εχθρού του λαού» και έτσι βγήκε για πρώτη φορά εκτός χώρας –με άδεια του Χρουστσόφ –το 1959, προκαλώντας την περιέργεια των θαυμαστών των Μπαλσόι στη Δύση.

Ομως οι πράκτορες της Κα Γκε Μπε ακολουθούσαν από κοντά τους χορευτές του φημισμένου μπαλέτου. Μάλιστα δεν επρόκειτο μόνο για στρυφνούς άνδρες με αδιάβροχα. Οπως η ίδια περιγράφει στην αυτοβιογραφία της, «ακόμα και οι κυρίες της γκαρνταρόμπας ήταν πράκτορες, ενώ στην αμερικανική περιοδεία του μπαλέτου η Κα Γκε Μπε είχε προσλάβει έναν αμερικανό διερμηνέα, από τον οποίο ζήτησαν να κάνει αναφορά για όλα τα μέλη του χορευτικού σχήματος».

Η Πλισέτσκαγια φοβόταν την Κα Γκε Μπε και υπέμεινε τον εξευτελιστικό μισθό των πέντε δολαρίων την ημέρα για τα εκτός έδρας έξοδα που πλήρωνε το Μπαλσόι στις περιοδείες του εξωτερικού. Ποσό που αστέρια και χορεύτριες διέθεταν για να αγοράζουν σκυλοτροφή ώστε να μη λιποθυμήσουν από την πείνα. «Επειτα από ένα τέτοιο γεύμα ένιωθες πολύ δυνατή. Ψήναμε μπιφτέκια για σκύλους ανάμεσα σε δύο πλάκες ηλεκτρικού σίδερου στα δωμάτια των ξενοδοχείων. Κι επειδή μαγειρεύαμε ταυτόχρονα, οι πρίζες υπερφόρτωναν και προκαλούσαν διακοπή του ηλεκτρικού» έγραφε στην αυτοβιογραφία της. Από τις σπουδαίες συνεργασίες της ξεχωρίζουν εκείνη με τα μπαλέτα των Ρολάν Πετί και Μορίς Μπεζάρ (τη δεκαετία του 1970), αλλά και η εμφάνισή της, το 1987 στη Νέα Υόρκη, με το σόλο «Incense» στην παράσταση των Νουρέγεφ – Μπαρίσνικοφ «Appalachian Spring» της Μάρθα Γκράχαμ (η πρώτη φορά που σοβιετική καλλιτέχνις συνυπήρξε επί σκηνής με τους λεγόμενους «αυτομολήσαντες»). Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης ζούσε στο Μόναχο μαζί με τον σύζυγό της, ρώσο συνθέτη, Ροντιόν Σέντριν.

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. Το αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να τη δει το 2012 στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής, όταν ανέβηκε για να το χαιρετήσει μετά το τέλος της αφιερωμένης στο έργο της εκδήλωσης «Ave Maya». Προγραμμάτιζε μια δεύτερη συνάντηση στο Ηρώδειο τον περασμένο Σεπτέμβριο, αλλά ματαιώθηκε. «Η ιδανική μου ερμηνεία ήταν η κάθε παράσταση χορού. Ο,τι δεν μου άρεσε δεν το χόρευα. Ηθελα να βρίσκω προκλήσεις, γι’ αυτό και μου άρεσε να δοκιμάζω νέα πράγματα για να ωριμάζω καλλιτεχνικά. Ετσι αγωνίστηκα να χορέψω μια δική μου «Κάρμεν» (σ.σ.: ένα από τα έργα του δυτικού ρεπερτορίου που πρώτη έφερε στην πρώην ΕΣΣΔ). Αλλά και στη «Λίμνη των κύκνων», που έχω χορέψει πάνω από τριάντα φορές, βρήκα πολλές εκδοχές και παραλλαγές στην τεχνική μου. Στον «Θάνατο του κύκνου», που χαρακτήρισε όλη μου τη ζωή, χόρευα διαφορετικά, ανάλογα με τη διάθεσή μου και ανάλογα με τα όργανα των μουσικών που με συνόδευαν. Ενώ στην «Ωραία κοιμωμένη» αναζήτησα τη χάρη και την απλότητα. Σε κάθε περίπτωση όμως το κοινό ήταν πάντα το ίδιο: γεμάτο συναισθήματα και προσδοκίες. Το μπαλέτο χρειάζεται πειθαρχία και σκληρή δουλειά για να τελειοποιήσεις την τεχνική. Ωστόσο είναι η τέχνη της κίνησης και της έκφρασης. Χωρίς ταλέντο δεν μπορεί να υπάρχει τέχνη. Η πειθαρχία των ασκήσεων δίνει στο σώμα τη βάση για να απελευθερώσει την κίνησή του και να εκφράσει ένα συναίσθημα, να αφηγηθεί μια ιστορία, να χορέψει μια μουσική».