«Ξέρεις ότι μπορεί να με έχουν βαφτίσει λάθος; Νομίζω ότι το όνομα που μου ταιριάζει περισσότερο δεν είναι το Παρασκευή, αλλά το Βασιλική», μου έλεγε συχνά κι έπιανε να σιγοτραγουδά με εκείνη την ιδιαίτερη, μελωδική φωνή της το «Βασιλική τον έρωτα πολύ βαρύ τον πήρες».

Κι όντως η Παρασκευή Κατημερτζή –η Παρασκευούλα όπως την λέγαμε χαϊδευτικά ή Παρασκεύη, επειδή συστηνόταν στα αγγλικά παράτονα για τα ελληνικά δεδομένα ως Παρασκεύη Κατημέρτζη –ήταν βασιλική.

Όχι στα φρονήματα. Κάθε άλλο. Πάντα κινούνταν στην Αριστερά με ελάχιστες αποκλίσεις προς το Κέντρο και καμάρωνε για την αριστερόστροφη σκέψη της.

‘Ήταν βασιλική στη νοοτροπία της. Ήξερε να ζει και να απολαμβάνει.

Ήταν μαγικό το πώς κατάφερνε μέσα στο υπέροχο χάος που δημιουργούσε να επικρατεί μια δική της τάξη.

Πως μέσα από τον κυκεώνα των χειρογράφων της –διότι πάντα χειρόγραφα ήταν τα κείμενα της και μάλιστα καθαρογραμμένα για να μην παιδεύει όποιον έπρεπε να της τα δακτυλογραφήσει –στις χιλιάδες σημειώσεις της και τα ταλαιπωρημένα χαρτιά της αναδυόταν ένα ρεπορτάζ που θα ζήλευαν ακόμη και μεγάλες εφημερίδες του εξωτερικού.

Κείμενα γεμάτα ζωντάνια, που ήταν λες και ζωγράφιζαν εικόνες μπρος στα μάτια του αναγνώστη, μπολιασμένα με μύθους, με γνώση βαθιά που είχε αποκομίσει περνώντας ώρες βυθισμένη σε βιβλία και με την εμπειρία που είχε αποκτήσει ταξιδεύοντας.

Κι εκεί, μέσα στον ασφυκτικό χρόνο της δουλειάς, κατάφερνε να κλέβει λίγα λεπτά για να απολαύσει ένα ηλιοβασίλεμα.

Να χαρεί το στραφτάλισμα της θάλασσας από το μπαλκόνι της –το πανοσήκωμα όπως έλεγε –στην Αίγινα. Να ψήσει τα φρεσκομαζεμένα φιστίκια της και να τα μοιράσει σε χειροποίητα σακουλάκια σε φίλους της.

Να μαγειρέψει για όσους αγαπούσε. Να χαθεί στα αγαπημένα της παλαιοπωλεία και με τις ώρες να διαλέγει καρφίτσες από παλιές φορεσιές για τη συλλογή της.

Να μιλήσει για τον τόπο καταγωγής της, τα Αλάτσατα. Να χαϊδέψει με το βλέμμα της ένα αγγείο από το Τσανάκκαλε. Να πεταχτεί μέχρι την αγαπημένη της Βροχίτσα, έξω από τον Πύργο.

Και μπορεί η Παρασκευή να ήταν μια πρωτοπόρος της γενιάς της, μια δημοσιογράφος που άλλαξε το καθεστώς στο αρχαιολογικό ρεπορτάζ, που τόλμησε να φέρει κοντά στους πολλούς την απρόσιτη ως τότε αρχαιότητα και να μετατρέψει το άλλοτε ακαδημαϊκά γραμμένα θέματα περί την αρχαιολογία σε γοητευτικά αφηγήματα.

Μπορεί να πάλεψε πολλές φορές για την προστασία και τη διάσωση μνημείων μέσα από τα γραπτά της. Μπορεί να μην άφηνε σε ησυχία το κοφτερό μυαλό της –που έκρυβε συχνά κάτω από το φαινομενικά αθώα και παιχνιδιάρικη έκφρασή της –και η πένα της ουκ ολίγες φορές να γινόταν κοφτερή λεπίδα.

Πάνω από όλα όμως η Παρασκευή ήταν δασκάλα. Ένας άνθρωπος που ήξερε να δίνει απλόχερα. Δεν κρατούσε μυστικά της δουλειάς για τον εαυτό της. Δεν έλεγε τη μισή είδηση στους συναδέλφους. Παρέδιδε με τη συμπεριφορά της καθημερινά μαθήματα ήθους. Άπλωνε το χέρι σε όσους τη χρειάζονταν και δεν δίσταζε να μοιράσει χωρίς δεύτερη σκέψη συμβουλές και πρωτότυπες ιδέες.
Κοσμογυρισμένη, λάτρης του καλού και συχνά ανθυγιεινού φαγητού και αχώριστη φίλη του τσιγάρου που δεν άφησε από τα χείλη της ακόμη και στο μπαλκόνι του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα, η Παρασκευή θα παραμείνει στην καρδιά όχι μόνο όσων είχαν την τύχη να διδαχθούν πλάι της το καλό γούστο, την ευγένεια και το ήθος –εντός κι εκτός δημοσιογραφίας -, αλλά κι όσων την γνώρισαν το μεγαλείο της ψυχής της διαβάζοντας τα κείμενα της.

Διότι μπορεί να υπήρξε ξεναγός, να καθιερώθηκε ως δημοσιογράφος, αλλά αν έπρεπε μόνο μια λέξη να την χαρακτηρίσει αυτή θα ήταν δασκάλα. Αντίο Παρασκευή. Ήσουν ένα βασιλικό δώρο ζωής για όλους μας. Αντίο.

ΥΓ Η Παρασκευή Κατημερτζή έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες ώρες, το απόγευμα της Πέμπτης, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο.