Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού αποτελεί τη βάση και την έμπνευση του «Βουρκόλακα» (1894), του μοναδικού θεατρικού έργου που έγραψε ο Αργύρης Εφταλιώτης και που παρουσιάζεται στη σκηνή του θεάτρου Αποθήκη από έναν νέο σκηνοθέτη.

Φιλολογικό ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη (1849-1923), ο συγγραφέας ανήκει στους δημοτικιστές. Ποιητής και πεζογράφος, γεννημένος στη Λέσβο, ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δάσκαλος –στο σχολείο του πατέρα του. Αργότερα έγινε έμπορος, ακολουθώντας τα χνάρια θείου του και λόγω της δουλειάς του ταξίδεψε στην Ευρώπη. Εκτός Ελλάδος γνώρισε τον Αλέξανδρο Πάλλη και μαζί πληροφορήθηκαν για το γλωσσικό κίνημα του Γιάννη Ψυχάρη, στο οποίο και προσχώρησαν. Οι τρεις τους, υπέρμαχοι του δημοτικισμού, αποτέλεσαν την ηγετική ομάδα του κινήματος.

Με τις παραλογές και το δημοτικό τραγούδι ως αφετηρία, ο Εφταλιώτης επηρεάστηκε, ως προς τον τίτλο, και από τους «Βρικόλακες» του Ιψεν (1881), ένα έργο που είχε ήδη ανέβει στα τέλη του 19ου αιώνα στις σκηνές της Ευρώπης και της Ελλάδας. Ο «Βουρκόλακας» ωστόσο δεν είχε την τύχη του νορβηγικού θεατρικού. Παίχτηκε μία φορά, και μάλιστα από ερασιτεχνικό θίασο στη Βάρνα, και έκτοτε δεν τον ξαναβρίσκουμε επί σκηνής, όπως φαίνεται να επιβεβαιώνει και η έρευνα του Γιώργου Λύρα, που το προτείνει και το σκηνοθετεί. Η συγκεκριμένη επιλογή αξίζει καταρχήν από μόνη της, ως πρόθεση.

ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ. Με τη γλώσσα να αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο, ο «Βουρκόλακας» χαρακτηρίζεται από έναν βαθιά ποιητικό λόγο και τη χρήση ιδιωματικών τύπων. Διαθέτει ρυθμό, εικόνες και έντονα εσωτερικά συναισθήματα, τα οποία καθορίζουν τους ήρωες, μέσα σε μια ατμόσφαιρα σκοτεινού ρομαντισμού.

Η μάνα, που δεν θέλει να αποχωριστεί τη μονάκριβη, ανάμεσα στους γιους της, κόρη. Η κόρη που δεν συμφωνεί, αλλά αποδέχεται αυτό που ορίζει και καθορίζει, ως μοίρα, ο μεγάλος αδελφός της: να παντρευτεί έναν πλούσιο και να πάει να ζήσει μακριά, στα ξένα, στην ξενιτιά. Προηγουμένως όμως ο αδελφός έχει ορκιστεί στη μάνα ότι αν συμβεί κάτι, θα είναι εκείνος που θα τη φέρει πίσω. Μόνο που ο θάνατος θα θερίσει όλους τους γιους και η μάνα μόνη θα αποζητά την κόρη. Ωσπου ο πρωτότοκος, ως βουρκόλακας, θα τη φέρει πίσω, τηρώντας τον όρκο που έδωσε, έστω και πεθαμένος. Η παράσταση στο θέατρο Αποθήκη επιχειρεί να συνδυάσει την παράδοση με σύγχρονα στοιχεία, κρατώντας καθαρή και αυτούσια τη γλώσσα. Πλάθει εικόνες, φωτίζει συναισθήματα, παίζει με το φως και το σκοτάδι. Ο Γιώργος Λύρας, σεβόμενος το κείμενο, το αφήνει να ακουστεί. Η παράσταση είναι λιτή, όχι όμως ελλιπής. Οι ηθοποιοί κινούνται στη γραμμή των ψυχολογικών τους μεταπτώσεων, χωρίς να φθάνουν πάντα στο ζητούμενο. Η εσωτερική δύναμη ή αδυναμία των ηρώων αποκαλύπτεται –αν και μπορούσε να πάει βαθύτερα.

Στον ρόλο της Μάνας η Νένα Μεντή είναι εκείνη που δίνει υποκριτικά τον τόνο, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώνει την τραγική εξέλιξη του ρόλου της. Αποτελεί την κυρίαρχη φιγούρα στην πινακοθήκη του Εφταλιώτη γιατί φέρει το δράμα. Εξαιρετικό το δίδυμο Περμαθιώ (Ηλιάνα Γαϊτάνη) και Πιπινιώ (Γιώτα Καλλίνη) και ως σκηνοθετική ιδέα και ως ερμηνεία από τις δύο ηθοποιούς. Ενδιαφέρουσα η μουσική επένδυση της παράστασης και ας ξενίζει η Καίτη Γκρέυ με «Τα ξένα χέρια» του Τσιτσάνη. Είναι μια γέφυρα.

Σε αυτή την πρώτη του ολοκληρωμένη θεατρική πρόταση ο σκηνοθέτης καταθέτει τις αποσκευές του. Και είναι πολλές. Οπως και το ταξίδι που διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Σκηνοθεσία: Γιώργος Λύρας Σκηνικά: Μαργαρίτα Χατζηιωάννου Κοστούμια: Απόλλων Παπαθεοχάρης Μουσική: Γιώργος Δούσσος Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος Παίζουν: Νένα Μεντή, Ηλιάνα Γαϊτάνη, Γιώτα Καλλίνη, Ηλίας Λάτσης, Αμαλία Νίνου, Μάρκος Παπαδο-κωνσταντάκης, Δημήτρης Σαμόλης Θέατρο Αποθήκη Παραστάσεις κάθε Δευτέρα και Τρίτη (21.15)