Χάθηκε μέσα στο σκοτάδι ντυμένη στα λευκά. Και μ’ αυτήν την απόλυτη αντίθεση γράφτηκε το τέλος της εμβληματικής όπερας του Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη», σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου, στην πρεμιέρα της παράστασης την περασμένη Τετάρτη. Η ονειρική εικόνα και ο διάχυτος ενθουσιασμός των θεατών κυριάρχησαν στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπου ανέβηκε η τρίπρακτη όπερα υπό το μαεστρικό πρόσταγμα του Μύρωνα Μιχαηλίδη.

Δεν ήταν όμως η μοναδική αντίθεση που αναδύθηκε από αυτή την ονειρική προσέγγιση. Ο διεθνής σκηνοθέτης (ο οποίος δημιούργησε τα κοστούμια και τα σκηνικά της παράστασης) κατάφερε να ζωντανέψει πάνω στη σκηνή αυτό που τις προηγούμενες ημέρες περιέγραφε ως πεμπτουσία του έργου: τον απόλυτο διαχωρισμό ύλης και πνεύματος, τις αντιθέσεις μέρας και νύχτας, έρωτα και προδοσίας. Το «και» που ενώνει ενώ μέχρι τότε χώριζε: Τριστάνος και Ιζόλδη, η επανένωση των δύο φύλων. Από την έναρξη ήδη η αναμέτρηση των συντελεστών με αυτό το τιτάνιο έργο –στην καίρια μετάφραση του Αλέξανδρου Ισαρη –είχε θετικό πρόσημο: από το πρελούδιο και τη «συγχορδία του Τριστάνου» στην πρώτη πράξη ώς την τρίτη, όπου η Ιζόλδη ερμηνεύει τη συγκλονιστική άρια «Liebestod» (Αγάπη – θάνατος), το σημείο δηλαδή όπου ενώνεται με τον Τριστάνο. Ηταν όλα δομημένα από ακριβά υλικά και συναισθήματα χτίζοντας έναν σκηνικό –και συναισθηματικό –κόσμο, στον οποίο το κοινό της πρεμιέρας μπήκε αγόγγυστα για πέντε ώρες (τόσο είναι η διάρκεια του έργου με τα διαλείμματα).

Με δυνατά «χρώματα» αποτυπώθηκαν και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών: της εξαιρετικής, παθιασμένης Αν Πέτερσεν στον ρόλο της Ιζόλδης και του υπέροχου Τόρστεν Κερλ στον ρόλο του Τριστάνου, του Μίχαελ Φιρ (Κούρβεναλ) και της Καταρίνα Νταλάιμαν (Μπρανγκένε) –η τελευταία άλλωστε έχει κάνει μεγάλη καριέρα ως Ιζόλδη στο παρελθόν. Από τον χορό των εικόνων δεν μπορεί να μη μνημονευθεί και η σκηνή όπου ο βοσκός (Νίκος Στεφάνου) έπαιξε το αγγλικό κόρνο όπως είχε σχεδιάσει ο συνθέτης.

Ενα δυνατό χειροκρότημα και επευφημίες ήταν η ανταμοιβή της ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε αυτή την πρώτη αναμέτρησή της με το έργο του Βάγκνερ, όταν ο μαέστρος Μύρων Μιχαηλίδης κάλεσε τους μουσικούς στη σκηνή για να υποκλιθούν στο κοινό. Μια απόδειξη –μαζί με τα sold out των επόμενων ημερών –ότι ο Βάγκνερ είναι μεν δύσκολος για το ελληνικό κοινό, αλλά όχι ακατόρθωτος.