«Είναι τόσο επικίνδυνο που είναι ενδιαφέρον» λέει στα «ΝΕΑ» ο Πέτρος Ζούλιας. «Οταν η νέα εταιρεία (Αθηναϊκά Θέατρα) σκέφτηκε να ξεκινήσει τη νέα σεζόν με ένα τέτοιο έργο δεν μπορούσα να πω όχι. Μιλάμε για ένα ελληνικό θεατρικό έργο με τραγούδια σε μια εποχή που έχουμε κατακλυσθεί από τα αμερικανικά και τα αγγλικά μιούζικαλ. Ηταν ενδιαφέρον. Τι μπορεί να κάνει κανείς με αυτό το παλιό ελληνικό έργο σήμερα;».
Φαίνεται πάντως πως η μεγάλη επιτυχία της περυσινής «Γκόλφως» του Εθνικού Θεάτρου (σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου) άνοιξε τους ορίζοντες στο θέμα της παράδοσης.
Ολος ο θίασος δούλεψε πυρετωδώς σε μια μεγάλη και δύσκολη παραγωγή, και σε πολύ λίγο χρόνο. Το έργο από μόνο του είναι απαιτητικό και η μεγαλύτερη δυσκολία κατά τον σκηνοθέτη ήταν να προσεγγίσει κανείς τη γλώσσα, την ψυχολογία των ανθρώπων μέσα από ένα κείμενο του 1890. «Δεν είναι καθόλου ένα τυχαίο κείμενο και δεν είναι τυχαία η μυθολογία που δημιούργησε και η τρελή του επιτυχία» συνεχίζει.

Ηταν αποκάλυψη για τους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη, όσο διαρκούσαν οι πρόβες, να δουν πόσο αυτό το παλιό κείμενο είχε να κάνει με τους ίδιους. Με αισθήματα και αξίες που μπορεί να είναι ξεχασμένες, αλλά είναι προτεραιότητα να ξανάρθουν στο φως.

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΚΟΜΠΛΕΞ. «Με αυτό το ρεπερτόριο και με το θέμα της παράδοσης γενικά, η δική μου γενιά πέρασε και ένα μεγάλο κόμπλεξ αποδοχής αυτών των κειμένων, των παλιών ελληνικών ταινιών, των δημοτικών τραγουδιών» συμπληρώνει ο κ. Ζούλιας. «Θεωρώ ότι έχει αρχίσει μια εποχή που αυτό αλλάζει. Και είναι ωραίο που αλλάζει, γιατί αυτό το ελληνικό έργο έχει μέσα του τραγούδια, έχει τόσο δυνατή πλοκή, είναι ένα θέαμα».
Ο Κορομηλάς έχει γράψει ένα κείμενο με κινηματογραφική ροή και μεγάλη δύναμη εικόνων. Ο συγγραφέας έζησε για λίγο στην ελληνική επαρχία, κοντά στους ανθρώπους του κάμπου και του βουνού, και μέσα από τις εμπειρίες του έγραψε τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας». Κάθε σελίδα του είναι και μια άλλη εικόνα.

Είναι ένα κράμα από πολλές επιρροές, από τον ρομαντισμό, κωμικές σκηνές από το κωμειδύλλιο –όπου ο Κορομηλάς είχε κάνει ήδη επιτυχημένη καριέρα με την «Τύχη της Μαρούλας» –και ταυτόχρονα έχει στοιχεία που θυμίζουν αρχαία ελληνική τραγωδία ή Σαίξπηρ, όπως λέξεις και φράσεις από τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα».

«Είναι ένα σκηνικό παιχνίδι τρελής ακροβασίας και συγκίνησης, στημένο με τέτοιον τρόπο που ο κόσμος γελάει, κλαίει και η κωμωδία εναλλάσσεται με το δράμα. Δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον» εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Κάτι έχει αυτό το κείμενο που πραγματικά φάνηκε ότι άντεξε στον χρόνο. Το θέμα του, οι χαρακτήρες, η πλοκή του έχουν κάτι που ήδη έχει σπάσει το φράγμα του χρόνου. Νιώθω ότι η ευθύνη μου είναι τεράστια, γιατί ακριβώς είναι ένα τόσο αγαπημένο, ελληνικό, λαϊκό, ποιητικό έργο».
Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ήταν ακόμα μια πρόκληση στο ανέβασμα της παράστασης. Το κείμενο ανεβαίνει στην αυθεντική του μορφή, δεν έχει γίνει πρόσμειξη άλλων κειμένων, ούτε διασκευή. Υστερα από αρκετές πρόβες και με την καθοδήγηση του σκηνοθέτη, οι ηθοποιοί κατάφεραν να μιλάνε και να μην απαγγέλλουν καθώς με τον τρόπο που είναι γραμμένο το κείμενο από μόνο του οδηγεί τον ηθοποιό σε απαγγελία.

Η ιστορία διαδραματίζεται μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, στη γιορτή της Αναλήψεως σε ένα χωριό στα βουνά. Ηταν πολύ δύσκολο να αποδοθεί η αλήθεια των καταστάσεων, των προσώπων και των σχέσεων χωρίς να γίνει μια επιφανειακή ηθογραφία. «Αυτό προσπαθήσαμε να το αποφύγουμε. Βεβαίως υπάρχει το φόντο της ελληνικής υπαίθρου, δεν γίνεται να το αποφύγει κανείς αυτό. Μακάρι να είχαμε τώρα λίγο αέρα ελληνικής υπαίθρου» συνεχίζει ο σκηνοθέτης.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Ηταν μεγάλη η προσπάθεια των συντελεστών να βγει αληθινό το κείμενο και να φωτίσει αυτά που είναι διαχρονικά: τον έρωτα, την ίντριγκα, τον φόβο, την αναγνώριση, την κάθαρση, την περηφάνια, ενώ οι ήρωές του συνομιλούν κάθε λεπτό με τη ζωή και τον θάνατο. «Είναι ένα έργο που για να το ερμηνεύσει κανείς, να το ενσαρκώσει σήμερα είναι πάρα πολύ δύσκολο. Γιατί αυτοί ακριβώς οι χαρακτήρες με αυτά τα πάθη και με αυτή την καθαρότητα των ανθρώπων του βουνού είναι πολύ μακριά μας σήμερα» συμπληρώνει.
Δύσκολοι ρόλοι, χορογραφίες, το ίδιο το έργο έχει πολλές απαιτήσεις και θυμίζει τραμπάλα καθώς κάθε σκηνή έχει ανατροπές. Τα πρόσωπα περνούν από το φως στο σκοτάδι και από τη χαρά στη λύπη. Η κωμωδία εναλλάσσεται με το δράμα, η ορθοδοξία παλεύει με την δεισιδαιμονία. Για παράδειγμα, σε μια σκηνή ο Πάνος Βλάχος που ερμηνεύει τον Λιάκο περνά από τον απόλυτο θυμό στην απόλυτη ενοχή. Ο δραματουργικός πλούτος του κειμένου φέρνει τους ηθοποιούς σε μια ακροβασία και οι ίντριγκες και οι ανατροπές που γίνονται κρατούν συνεχώς το κοινό σε ενδιαφέρον για το τι θα γίνει παρακάτω.
«Το στοίχημα είχε να κάνει με τη διαχρονικότητα του θέματος και το πώς η παράδοση εμπνέει να είναι κανείς δημιουργικός και ελεύθερος στη μεταγραφή αυτού του έργου στο νέο του ανέβασμα» επισημαίνει ο Πέτρος Ζούλιας. Πάνω σε αυτή την κατεύθυνση του σκηνοθέτη συντονίστηκαν η Λίλη Πεζανού με το αφαιρετικό σκηνικό και ο Θοδωρής Οικονόμου με τη μουσική και την ενορχηστρωτική επιμέλεια, που δεν έμεινε στο κλαρίνο.

Το άκουσμα έχει να κάνει με παράδοση αλλά είναι με επεξεργασία, εμπεριέχει το σήμερα, τη σύγχρονη ματιά, όπως και τα ρούχα της Αναστασίας Αρσένη και βέβαια όλος ο τρόπος διαχείρισης του έργου από την πλευρά του σκηνοθέτη.

info

«Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» του Δημητρίου Κορομηλά στο θέατρο Παλλάς (Βουκουρεστίου 5, τηλ. 210-3213.100). Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας. Πρωταγωνιστούν: Ρένη Πιττακή, Μαρία Πρωτόπαππα, Ευγενία Δημητροπούλου, Βασίλης Μπισμπίκης, Πάνος Βλάχος, Χριστίνα Τσάφου, Νίκος Μαγδαληνός και ο Χρήστος Στέργιογλου. Παίζουν (αλφαβητικά): Γιάννης Αθητάκης, Τάσος Αλατζάς, Νίκη Γρανά, Σταύρος Καραγιάννης, Ελένη Καρακάση, Γιώργος Κοντογιάνης, Στράτος Μενούτης, Γεωργία Μητροπούλου, Ηλεάνα Μπάλλα, Ζωή Ναλμπάντη, Μάκης Πατέλης, Μαριάννα Τουντασάκη. Τραγουδάει ο Γιώργος Μαργαρίτης.