Μνημείο χαρακτηρίστηκε κεντρικό συντριβάνι στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Εθνικής Αμύνης, από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.

Το συντριβάνι, αξιόλογο στοιχείο ιστορικού αστικού εξοπλισμού της πόλης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την περίοδο δράσης του οθωμανού διοικητή Σαμπρί Πασά, κατά την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, και της μεγάλης κλίμακας πολεοδομικής παρέμβασης που πραγματοποίησε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκσυγχρονισμού της πόλης στη διάρκεια της περιόδου αυτής.

Η κατασκευή του από λευκό μάρμαρο στο τέλος του 19ου αιώνα έγινε με τον συνδυασμό οθωμανικών και δυτικότροπων στοιχείων και ήταν επηρεασμένη από τις πολυάριθμες κρήνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας που κοσμούσαν την πόλη.

Το ανώτερο τμήμα του χαρακτηρίζεται από κλασική δυτικοευρωπαϊκού τύπου μορφή, ενώ ο οβελίσκος παραπέμπει σε αιγυπτιακά πρότυπα. Το σιντριβάνι εγγράφεται σε κυκλική βάση και αποτελείται από τρία ημικύκλια (γούρνες).

Το νερό κυλά μέσα από λεοντοκεφαλές, στοιχείο που συναντάται στη λαϊκή αρχιτεκτονική του τόπου.

Τα εγκαίνια έγιναν τον Μάρτιο του 1889.

Η νέα πλατεία που διαμορφώθηκε γύρω από την κρήνη ονομάστηκε Ταξίμ σε αναλογία με εκείνη της συνοικίας Πέρα στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1936, ο Δήμος Θεσσαλονίκης έβγαλε το συντριβάνι για διευκόλυνση της κυκλοφορίας, το πέταξε άχρηστο στο παλιό γήπεδο της ΧΑΝΘ και αργότερα το μετέφερε στο εργοτάξιο του δήμου. Ήταν η εποχή που διανοίχθηκε η Εγνατία οδός. Το συντριβάνι παρέμεινε για πολλά χρόνια στο εργοτάξιο του δήμου στην Τούμπα, ενώ κάποια μαρμάρινα τμήματά του καταστράφηκαν.

Το 1976 εντοπίστηκαν στο εργοτάξιο τμήματα από το συντριβάνι: οι τρεις μαρμάρινες ημικυκλικές γούρνες, ένα από τα τρία φουρούσια και η βάση του οβελίσκου. Έπειτα από έρευνα σε φωτογραφίες αρχείου και τουρκικά σχέδια έγινε εφικτή η αποκατάστασή του.

Το 1977 αναστηλώθηκε, ωστόσο ολόκληρο σχεδόν το πάνω τμήμα είναι πιστό αντίγραφο του αυθεντικού. Η επανατοποθέτησή του στις 20 Ιουλίου του 1977 δεν έγινε στην ακριβή θέση (αλλά σε πολύ κοντινό σημείο) λόγω των πολεοδομικών ανασχηματισμών.

Σήμερα, αποτελεί τοπόσημο για την πόλη, ενώ παρά την πολύπαθη ιστορία του δεν εμφανίζει ιδιαίτερα προβλήματα, αλλά περιορισμένες φθορές (τοπικές θραύσεις, ρηγματώσεις, βιολογική κρούστα λόγω περιβαλλοντικής ρύπανσης και γκράφιτι).

Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε στη συνεδρίαση της Πέμπτης κατά πλειοψηφία (μειοψηφούντος του εκπροσώπου του Τεχνικού Επιμελητηρίου στο Συμβούλιο, αρχιτέκτονα Νίκου Νικολαΐδη) υπέρ του χαρακτηρισμού του συντριβανιού ως μνημείου, «διότι πρόκειται για αξιόλογο δείγμα αστικού εξοπλισμού της Θεσσαλονίκης του τέλους του 19ου αιώνα, με πολεοδομική και ιστορική σημασία, αποτελεί τεκμήριο της πολεοδομικής εξέλιξης της πόλης κατά τα όψιμα χρόνια της οθωμανικής περιόδου και θεωρείται τοπόσημο για τους κατοίκους».