Ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα μοιάζουν εξαιρετικά επίκαιροι στις ημέρες μας και η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη για τον «αναγεννησιακό» καλλιτέχνη-γελοιογράφο φωτίζει την προσωπική και πρωτότυπη γραφή του μέσα από τους δύο θρυλικούς ήρωες.

Βρισκόμαστε στον Φεβρουάριο του 1961 και στο περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης» που εκδίδει η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη, ο Πειναλέων σε ένα τραπέζι συμπληρώνει τη φορολογική του δήλωση με μια σειρά από μηδενικά, ενώ η αδελφή του Ανεργίτσα παρακολουθεί κρατώντας κάτω από τη μασχάλη της το «βιβλιάριο απόρων κορασίδων». Ο μονόλογος του Πειναλέοντος έχει τη δική του σπαρακτική επικαιρότητα 52 χρόνια μετά: «Διά της παρούσης μου δηλώ εντός στη δήλωσή μου/ λαβών γνώσιν ο έφορος και άνευ χαρτοσήμου/ ότι δεν έχω κότερον και ούτε λιμουζίνα/ άνεργος όντος πάσχοντος συνήθως από πείνα./ Η μήτηρ η γεννήσαντος προσφέρων τας θηλάσεις/ ζει εκ δανείων δωρεών και πρόθυμος διά βάσεις/ και η μικρά μου αδελφή βαρύνας να νηστεύει,/ έχει εξάγει τα χαρτιά διά να μεταναστεύει».

Κι αν καλλιτέχνης είναι το αφήγημα που συναρμολογεί, εξέχουσα θέση σε αυτό έχουν πάντα και τα πρόσωπα που πλάθει. Και αυτά τα πρόσωπα για τον Μέντη Μποσταντζόγλου (Μποστ) ήταν τρία, που με βιτριολικό τρόπο μοιάζουν να πλάστηκαν για το σήμερα. Είναι η Μαμά Ελλάς και τα παιδιά της, ο Πειναλέων και λίγο μετά η Ανεργίτσα, που συχνά έμπαιναν στο κάδρο των ιστοριών του μεγάλου γελοιογράφου και αυτές τις ημέρες μοιάζουν να ζωντανεύουν μέσα από την έκθεση που διοργανώνει στο Μουσείο Μπενάκη το Μορφωτικό Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ.
Ειδικότερα, ο Πειναλέων «γεννήθηκε» τον Σεπτέμβριο του 1959 (αμέσως μετά τους γάμους του Σάχη) και μάλιστα αρχικά ήταν ένας τύπος Καραγκιόζη, ενώ το όνομά του δόθηκε από το αντιτορπιλικό «Π.Ν. Λέων» όπου είχε υπηρετήσει προπολεμικά ο ίδιος ο Μποστ στον Πόρο. Η Ανεργίτσα από την άλλη «γεννήθηκε» τον Νοέμβριο του 1959, όταν ο Πειναλέων έλειπε σε έναν γάμο εστεμμένων! Εδώ ας σημειωθεί πως οι παραπάνω ήρωες διαμορφώθηκαν σταδιακά από την εποχή που ο Μποστ πρωτοξεκίνησε τη θρυλική του στήλη «Μποστάνι του Μποστ» στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» κατόπιν προτροπής και πρότασης του Γ.Π. Σαββίδη, διευθυντή τότε του εντύπου. Και οι τρεις ήρωες του Μποστ –αλλά και το συνολικό του έργο –μοιάζουν να έπιασαν «κάτι το ουσιώδες του καθημερινού Ελληνα, όχι του τουριστικού. Ισως τον πιο βαθύ μας εαυτό», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο συγγραφέας και ερευνητής Νίκος Σαραντάκος, που μαζί με την καθηγήτρια Μαρίνα Κοτζαμάνη επιμελήθηκαν την έκθεση για τον πρωτοποριακό γελοιογράφο, ο οποίος για τους συγγραφείς θεωρούνταν ζωγράφος και για τους ζωγράφους συγγραφέας. Ο ίδιος επίσης –και παρά την πάνω από τέσσερις δεκαετίες εμπλοκή του με τον Τύπο –δεν έγινε ποτέ δεκτός από την ΕΣΗΕΑ (συνήθιζε εξάλλου να υπογράφει χιουμοριστικά ως «μη μέλος της Ενώσεως Συντακτών»). Κι όμως, το «σινάφι» γνώριζε εξαρχής πως ο Μποστ υπήρξε ο πιο βαθύς και ουσιαστικός ανατόμος της ελληνικής ψυχής.

Ο πιο πολυδιάστατος αφηγητής

Ο Μποστ έγραψε με επιτυχία στίχους για τραγούδια, θεατρικά έργα, γελοιογραφίες, σενάριο (για μια και μόνο ταινία, το «Πιθάρι», την οποία εκ των υστέρων αποκήρυξε), έκανε εικονογραφήσεις, πίνακες, επιζωγράφισε αντικείμενα, έκανε διακοσμήσεις, σχεδίασε διαφημιστικά. Και υπήρξε κατά βάση ένας βαθύτατα δραματικός και σαρκαστικός καλλιτέχνης, ένα «όμορφο παιδί που μετέτρεψε την ομορφιά του σε μια απίστευτη ειρωνεία γεμάτη πειθώ», όπως έγραψε το 1987 ο Γιάννης Τσαρούχης, ή ένα κράμα Αριστοφάνη, Θεόφιλου, Θεάτρου Σκιών, Γεωργίου Σουρή και Ροΐδη. Επιστρέφοντας όμως στην επικαιρότητα των σκίτσων του και αλιεύοντας μερικά –που έχει συλλέξει ο ερευνητής Νίκος Σαραντάκος και 42 εξ αυτών απολαμβάνει το κοινό στο Μουσείου Μπενάκη –δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς στο ταλέντο, την οξυδερκή ματιά, τη διαχρονική ισχύ του αιρετικού καλλιτέχνη. Ενα από αυτά μάλιστα –δημοσιεύθηκε στις 9 Οκτωβρίου του 1960 στην εφημερίδα «Μακεδονία» –έχει ενταχθεί στη διδακτέα ύλη των μαθηματικών του καθηγητή του Πολυτεχνείου Γιώργου Σαρηγιάννη. Εδώ ο Πειναλέων είναι μαθητής –όπως τεκμηριώνει ο Νίκος Σαραντάκος –κι έχει να λύσει ένα πρόβλημα μαθηματικών. Σε αυτό, ένας μισθωτός που παίρνει ένα ποσό τον μήνα και ξοδεύει ένα άλλο ποσό αναρωτιέται πότε θα πεθάνει, αφού παίρνει 2.000 δραχμές και ξοδεύει περισσότερα. Μάλιστα, ο Πειναλέων βγάζει αποτέλεσμα ότι θα πεθάνει τον Δεκέμβριο. Παρ’ όλα αυτά, η Μαμά Ελλάς, πιο αυστηρή, έχει άλλη άποψη και θεωρεί πως ο υπάλληλος θα πεθάνει… νωρίτερα. Πάρτε μια γεύση από το κείμενο που συνόδευε το σκίτσο και οι αντιστοιχήσεις με το σήμερα δικές σας: «Πειναλέων δεν προσέχεις/ και τον νουν αλλού τον έχεις/ κάνεις βιαστικάς αθροίσεις/ κι άλλ’ αντ’ άλλων βρίσκεις λύσεις/ βάζεις 12 το λάδη, το βούτηρον εξήκοντα/ ενώ έχη επισήμως 45 κι εβδομήκοντα/ το μυαλό σου είνε στο πέζειν κε εις τας πεζοδρομίας/ και δεν μελετάς τας τιμάς της αγορανομίας».

Διατηρούμε φυσικά τη θρυλική του ανορθογραφία, αν και όπως τονίζει ο εκδότης Μανόλης Σαββίδης, «ο Μποστ δεν έγραφε ανορθόγραφα. Ζωγράφιζε ανορθόγραφα. Και βέβαια μόνο ένας βαθύς γνώσης της ελληνικής γλώσσας, όπως ήταν εκείνος, μπορούσε να το κάνει».

Επίκαιρος όσο ποτέ

Ο Μποστ επανέρχεται σήμερα με το ευρύ έργο του και όχι άδικα χαρακτηρίζεται από τον Κώστα Μητρόπουλο ως «ο μεγαλύτερος σατιρικός μετά τον Ροΐδη και τον Σουρή». Ο ίδιος ο πολύπειρος και ακάματος γελοιογράφος έχει τις δικές του αναμνήσεις από τον Μποστ και από τις ηρωικές εποχές του Τύπου όπου έκαναν μαζί τα πρώτα τους βήματα: «Μοιραζόμασταν τον ίδιο πάγκο στον παλιό «Ταχυδρόμο». Είχαμε πρωτοπάει τέλη ’50, και μάλιστα είχαμε ξεκινήσει ως σελιδοποιοί. Παράλληλα ο Μέντης εικονογραφούσε τις «Σταυροφορίες» και τα «Βιβλικά Χαμόγελα» του Νίκου Τσιφόρου. Μαζί κάναμε την προσπάθεια να μεταβούμε στο σκίτσο, πράγμα δύσκολο τότε, αφού θέλαμε να παρατήσουμε τη δουλειά του σελιδοποιού που τότε είχαν ανάγκη και να κάνουμε μια άλλη. Το πράγμα μάλιστα ξεκίνησε τυχαία από τον Μποστ, όταν μετέφερε ένα είδος λεζάντας γύρω από την εικόνα. Μάλιστα τότε άρχισε να γίνεται συζήτηση και ο Τσιφόρος έγινε έξω φρενών, λέγοντας στον Γ.Π. Σαββίδη ότι όλοι διαβάζουν τον Μποστ και όχι τις ιστορίες εκείνου. Τότε ανέλαβα εγώ τις εικονογραφήσεις του Τσιφόρου και ο Μέντης άρχισε τη δική του αυτόνομη πορεία στο σκίτσο και τη γελοιογραφία», θυμάται στα «ΝΕΑ» ο κ. Μητρόπουλος και συμπληρώνει: «Θυμάμαι επίσης πως συχνά στον πάγκο όπου εργαζόμασταν μαζί κάναμε άλλα πράγματα πέραν της καθημερινής μας δουλειάς. Οταν πλησίαζε ο Σαββίδης για να μας ελέγξει, ειδοποιούσαμε κλωτσώντας ο ένας τον άλλο. Μάλιστα, εγώ είχα φέρει ένα μαξιλάρι για να πονάω λιγότερο από το δεξί σουτ του Μποστ στο καλάμι μου. Μια μέρα, όμως, κατά λάθος, όπως πλησίαζε ο Σαββίδης, το μαξιλάρι έπεσε στα πόδια του και εκείνος αναφώνησε: «Η μπάλα του Μητρόπουλου, το σουτ του Μέντη και εγώ τερματοφύλακας. Εχετε ακούσει πιο πρωτότυπη ιστορία;». O Μποστ μετά τον «Ταχυδρόμο» εργάστηκε σε πολλά έντυπα και νομίζω πως αυτός ο Ανατολίτης σφράγισε την εποχή μας με το χιούμορ του», μας λέει ο Κώστας Μητρόπουλος. Ενα χιούμορ και μια λοξή ματιά που ζωντανεύουν στο Μουσείο Μπενάκη και που τα έχουμε σήμερα περισσότερο ανάγκη από ποτέ.