Είναι λες και μια συγκεκριμένη προσέγγιση για τις εθνικές επετείους συναντήθηκε με μια συγκεκριμένη δυνατότητα των κόμικς: η πρώτη αναρωτιέται γιατί να θεωρούμε ημέρα μνήμης την είσοδο της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όχι την απελευθέρωσή της από τους Ναζί ενώ η δεύτερη έχει να κάνει με τη συμπυκνωμένη γλώσσα της ένατης τέχνης, που αναψηλαφίζει το πνεύμα του παρελθόντος, αντιτάσσοντας στην τραγωδία τη μνήμη, τη γνώση και την εγρήγορση. Κάπως έτσι ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης και ο ιστορικός τέχνης και δημοσιογράφος Γιάννης Κουκουλάς συναντήθηκαν για να συζητήσουν την ένταξη μιας έκθεσης κόμικς στις φετινές, διοργανωμένες για δεύτερη φορά εκδηλώσεις με τίτλο «12 Οκτωβρίου 1944 – Η Αθήνα ελεύθερη». Και αφού οι κομίστες επιλέχτηκαν με κριτήρια όπως η σχετική εμπειρία ή η εικαστική ποικιλία, πολλές συζητήσεις έγιναν, πολύ υλικό ανταλλάχτηκε, πολλές ιδέες συζητήθηκαν. Μοναδικές κατευθυντήριες γραμμές ήταν η περίοδος 1940-44 και η Αθήνα. Οταν τα έργα συγκεντρώθηκαν, αποκαλύφθηκε μια επικέντρωση στις ανθρώπινες ιστορίες. Ο Γιάννης Κουκουλάς, επιμελητής του εγχειρήματος, εξηγεί το αποτέλεσμα ως εξής: «Τα έργα δένουν σε ένα πολύ συνεκτικό και σφιχτό σύνολο που αποτυπώνει το πνεύμα και το κλίμα της Κατοχής μέσα από τις ιστορίες μιας σκληρής καθημερινότητας».

Εκτελεστές προδοτών και πόρνες

Για την ακρίβεια, ένας δημιουργικός μπούσουλας ήταν ο τίτλος της έκθεσης, που προέκυψε από ένα αγραμμοφώνητο ρεμπέτικο του μουσικού και λογαχού του ΕΛΑΣ Νίκου Δημόπουλου – Τούντα: το «Ενα γλυκό ξημέρωμα», με στίχους όπως «ένα πρωί ξημέρωμα/ δεκαεφτά Αυγούστου/ οι Γερμανοί μάς σκότωσαν/ έτσι για χάρη γούστου», το οποίο γράφτηκε για το Μπλόκο της Κοκκινιάς και, σύμφωνα με τον Κουκουλά, αποτυπώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στα συναισθήματα που αποζητά ο άνθρωπος και την εχθρική πραγματικότητα που βιώνει. «Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να διαπερνά και τα περισσότερα έργα της έκθεσης που επικεντρώνονται σε ανθρώπινες ιστορίες και εστιάζουν στον τραυματισμένο ψυχισμό, τη συντριβή, την απελπισία αλλά και στην αντίσταση, την αξιοπρέπεια, την εξέγερση» λέει ο επιμελητής της, ενώ μια πρώτη σταχυολόγηση του περιεχομένου της τον επιβεβαιώνει. Ο Γιώργος Γούσης καταπιάνεται με τις εμπειρίες αλλά και τους δαίμονες ενός εκτελεστή προδοτών, ενώ ο Λέανδρος και ο Γιώργος Φαραζής προσεγγίζουν τον ψυχικό κόσμο μιας πόρνης. Η Αλέξια Οθωναίου περιγράφει το κλίμα τρόμου με τη «βοήθεια» ενός παρατημένου όπλου και ο Πέτρος Ζερβός καταπιάνεται με την ανατίναξη των γραφείων της φιλοναζιστικής ΕΣΠΟ από την ΠΕΑΝ. Ο Σπύρος Δερβενιώτης αποτίνει φόρο τιμής στους ήρωες της Αριστεράς, τη στιγμή που ο Δημήτρης Καμένος ασχολείται με την αδυναμία του κατακτητή να κατανοήσει έννοιες όπως αντίσταση και αυτοθυσία.

Οταν κλήθηκε να συμμετάσχει, ο Soloup βρήκε το θέμα κοντά στην οπτική και τα ενδιαφέροντά του –με τη σχέση κόμικς και ιστορίας καταγινόταν ήδη από το «Αϊβαλί». Ο παππούς του, που εμφανιζόταν σε εκείνο το graphic novel, είχε και από την Κατοχή ιστορίες να διηγηθεί: είχε επιστρατευτεί ως διερμηνέας των Γερμανών στον Ασπρόπυργο όπου έμενε και εργαζόταν. Στο κοντινό φρουραρχείο κατέλυαν γερμανοί αεροπόροι, κάποιοι εκ των οποίων έφταναν να γνωριστούν με τους ντόπιους. Ειδικά ο Σουλτς και ο Σαχτ ήταν δυο καλά παιδιά που έκατσαν στην τραπεζαρία των προγόνων του Soloup, εκμυστηρευόμενοι την απέχθειά τους για τον πόλεμο ή τους φόβους τους μην τυχόν πέσουν με το αεροπλάνο και καούν. Κάποια στιγμή επέστρεψαν στην ενεργό δράση και εκεί ήταν που και ο πόλεμος και η φωτιά πήραν την εκδίκησή τους: αμφότεροι καταρρίφθηκαν σε αερομαχία το 1942 και απανθρακώθηκαν. Η ιστορία τους έφτασε στα αφτιά του Soloup από τις διηγήσεις του πατέρα του και ο κομίστας επέλεξε να την αφηγηθεί σε έγχρωμα πάνελ, με αναφορές στην «Γκερνίκα» του Πικάσο, αλλά και στο θρυλικό «Maus» του Αρτ Σπίγκελμαν. «Εκείνο παρουσίαζε τους Γερμανούς ως γάτες» λέει ο δημιουργός. «Εγώ τους μεταμορφώνω κατόπιν σε ανθρώπους για να δείξω ότι εκτός από τον ιδεότυπο του κακού υπήρχαν και εκείνοι που ήταν εγκλωβισμένοι στον πόλεμο».

Οι λίγες ιστορίες για την Κατοχή που ο Θανάσης Πέτρου άκουγε από τον πατέρα του προέρχονταν από τη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη. Για να ανταποκριθεί στο κάλεσμα των διοργανωτών της έκθεσης έπρεπε να ψάξει σε δευτερογενείς πηγές. Από μια παλιότερη σύσταση του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη είχε διαβάσει τα «Δόντια της μυλόπετρας» του Νίκου Κάσδαγλη, ένα μυθιστόρημα με φόντο την Κατοχή στο κέντρο της Αθήνας, πλήρες αντιπαραθέσεων μεταξύ αριστερών – δεξιών, ξυλοδαρμών ή εκτελέσεων. Η σκέψη του να διασκευάσει σε κόμικς τις πρώτες σελίδες του βιβλίου δεν χρειάστηκε άλλη αναβολή κι έτσι ο Πέτρου δημιούργησε μια ιστορία με πρωταγωνιστή έναν «πειναλέοντα», που περιφέρεται στο Πεδίον του Αρεως, τρώει καρπούς από πυραγκαθιές (ικανούς κυρίως να προκαλούν διάρροιες), αποσπά το αμπέχονο ενός νεκρού, διαπιστώνει ότι «πρέπει να κλέψω κάτι να φάω αλλιώς θα πεθάνω», δέχεται ένα κομμάτι ψωμί από μια κοπέλα και όταν της κλέβει απεγνωσμένος ολόκληρη τη φραντζόλα, οι γείτονες και οι περαστικοί τον σπάνε στο ξύλο. «Είναι μια ιστορία απελπισίας και του πεινασμένου και εκείνων που προσπαθούν να σώσουν τα λίγα που τους απέμειναν» εξηγεί ο Πέτρου. Με τι ύφος την αφηγείται; «Επέλεξα μια περιορισμένη παλέτα, με χακί, ώχρες, γκρίζα χρώματα και σκληρό σχέδιο. Στις εικόνες επικρατεί μια ερημιά».

Η απεικόνιση της εποχής

Πώς όμως συνεισφέρουν κάτι τέτοια, η φόρμα των κόμικς τέλος πάντων, στην αφήγηση και πρόσληψη μιας περιόδου περίπλοκης και συχνά διχαστικής σαν την Κατοχή; Ο Πέτρου τονίζει κατ’ αρχάς ότι είναι ευτύχημα για έναν δημιουργό η ευκαιρία να αρθρώνει λόγο για ένα θέμα τόσο σημαντικό –χώρια η δυνατότητα των κόμικς, σε αντιδιαστολή με τις οικονομικές απαιτήσεις του κινηματογράφου, να ανατρέχουν σε φωτογραφικό, αρχιτεκτονικό ή ενδυματολογικό υλικό και να απεικονίζουν μια εποχή. Στα παραπάνω, στην ικανότητα της ένατης τέχνης να εμπλέκει τον αναγνώστη στη διαδικασία της αναζήτησης χωρίς να του στερεί την ουσία, ο Γιάννης Κουκουλάς προσθέτει και μια ακόμα: «Συμβάλλει στο να ανοίξει ένας διάλογος για τον τρόπο με τον οποίο τιμούμε ή νομίζουμε πως τιμούμε το παρελθόν, επαναφέρει στη δημόσια σφαίρα την έννοια της Ιστορίας όχι μόνο ως στεγνής απαρίθμησης γεγονότων αλλά κυρίως ως επαφής με τις ανθρώπινες μικρές ιστορίες, με απώτερο σκοπό να μην ξεχαστούν τα εγκλήματα του ναζισμού και να μην επαναληφθούν». Ο Soloup με τον τρόπο του προσυπογράφει: «Οι αφηγήσεις από ανθρώπους δεύτερης και τρίτης γενιάς μετά την Κατοχή δίνουν στο θέμα μια νέα εικόνα. Πλέον εκτός από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες ή τα χαρακτικά έχουμε και μια καινούργια οπτική απόδοση της εποχής μέσα από τη σύγχρονη γλώσσα των κόμικς».

Στ’ αλήθεια, δεν είναι και λίγο, πλάι στις υπόλοιπες εκδηλώσεις του κύκλου «12 Οκτωβρίου 1944 – Η Αθήνα ελεύθερη», που περιλαμβάνουν από εικαστικές αφηγήσεις της Απελευθέρωσης διά χειρός αποφοίτων ΑΣΚΤ μέχρι εκθέσεις με θέμα «Τύπος και Λογοτεχνία στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης», να παρουσιάζονται ιστορίες για τις πληγωμένες μνήμες (Γιώργος Τραγάκης), για τη συγχώρεση μεταξύ των θυμάτων (Πέτρος Χριστούλιας), για την επινοητικότητα ως όπλο κατά της ανέχειας (Θοδωρής Μπαργιώτας) ή τους αντιστασιακούς που κράτησαν ψηλά την αξιοπρέπειά τους (Τόμεκ), ειπωμένες με σκίτσα και λέξεις. «Είναι από τις πλέον σοβαρές θεματικές εκθέσεις κόμικς που έχουν γίνει ποτέ» παρατηρεί ο Soloup κι εξηγεί ότι οι έλληνες δημιουργοί ενίοτε απέφευγαν να ασχοληθούν με κάτι τόσο καυτό από τη σύγχρονη Ιστορία. Για αυτά και άλλα παρόμοια ζητήματα θα συνομιλήσει με τον Γιώργο Γούση και τον Γιάννη Κουκουλά στις 10 Οκτωβρίου σε μια συζήτηση με τίτλο «Μνήμη, Ιστορία, ντοκουμέντο, τεκμηρίωση στα σύγχρονα κόμικς».

«Ισως ακούγομαι λίγο πικρόχολος» λέει από τη μεριά του ο Θανάσης Πέτρου, «από τότε όμως που έπαψε να υφίσταται η «Βαβέλ» και το Διεθνές Φεστιβάλ της πολλές θεματικές εκθέσεις κόμικς πελαγοδρομούν, έχοντας μια ασαφή και ανούσια πρόταση –εδώ πάντως πρόκειται για κάτι σοβαρό». Ο Κουκουλάς δεν θα μπορούσε να διαφωνεί και πολύ. «Να σας θυμίσω όμως και τον προβληματισμό του Spider-Man σύμφωνα με τον οποίο «μαζί με τις μεγάλες δυνάμεις έρχονται και οι μεγάλες ευθύνες»» καταλήγει. «Αν υποθέσουμε ότι οι εκθέσεις κόμικς αυξάνονται και η ένατη τέχνη απεκδύεται τον χαρακτήρα του «εύκολου» και «ευτελούς», έρχονται και οι υποχρεώσεις: πρέπει να προσελκύσει κοινό με ποιότητα, εικαστική αρτιότητα και πολυποικιλότητα και ολοκληρωμένες αφηγήσεις».