Ακριβώς είκοσι χρόνια έχουν περάσει από εκείνο το πολυσυζητημένο «Shopping and Fucking» στο Θέατρο του Νότου. Και στο διάστημα που ακολούθησε, ο εκ των πρωταγωνιστών του Αργύρης Ξάφης, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, όχι μόνο βρέθηκε στον στενό πυρήνα του Αμόρε, όχι μόνο τιμήθηκε με Βραβείο Χορν (για το «Στρίψιμο της βίδας» το 2001) ή επαινέθηκε για ερμηνείες σε έργα όπως «Μετά την βροχή», «Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών», «Φάουστ», «Βάκχες», «Ιβάνοφ» ή για ρόλους σε ταινίες όπως «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένα» και «J.A.C.E.», αλλά και καταχωρήθηκε ως ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, εστιάζοντας στην τέχνη του κι όχι στις κοσμικότητές της. Το 2012, μαζί με την Ιώ Βουλγαράκη και τη (σύζυγό του) Δέσποινα Κούρτη ίδρυσε την ομάδα ΠΥΡ, η οποία, μετά το «Γλέντι στον καιρό της πανούκλας» του Πούσκιν και τους «Ληστές» του Σίλερ, επανέρχεται με τη «Μόλλυ Σουήνη», του σπουδαίου βορειοϊρλανδού Μπράιαν Φρίελ, έργο που βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Σιρλ Τζένκινς, ενός ανθρώπου που βρήκε μεν το φως του, αλλά τελικά δεν του άρεσαν όσα είδε. Η Μόλλυ, τυφλή από τους πρώτους μήνες της ζωής της, πείθεται να χειρουργηθεί ώστε να δει ξανά. Μετά τη σχετική επιτυχία της επέμβασης, ωστόσο, βρίσκεται «εξόριστη» σε έναν κόσμο όπου αδυνατεί να υπάρξει, αφού τον ονειρεύτηκαν άλλοι για χάρη της. Και ο Ξάφης, που υποδύεται τον άντρα της, Φρανκ, συμπρωταγωνιστώντας με την Δέσποινα Κούρτη και τον Δημήτρη Γεωργιάδη (οφθαλμίατρος Ράις), υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ιώς Βουλγαράκη, πιστεύει ότι αν και πρόκειται για ένα έργο δομικά «πανεύκολο», βασισμένο σε τρεις υποκειμενικούς μονολόγους που αποκαλύπτουν σταδιακά το δράμα, «η απαίτησή του για αλήθεια είναι τεράστια».
Πώς γνωριστήκατε με τη «Μόλλυ Σουήνη» και ποια η πρώτη εντύπωση που σας έδωσε;

H «Μόλλυ Σουήνη» εμφανίστηκε στη ζωή μας πριν από ένα χρόνο περίπου. Τον καιρό που ψάχναμε για το καινούριο έργο που θα κάναμε με τους ΠΥΡ. Και ενώ ήταν ένα κείμενο που το ήξερα από παλιότερα, όταν το διάβασα τώρα, κατάλαβα γιατί θεωρείται από τα καλύτερα του νέου θεάτρου. Τόσο ακραία ανθρώπινος λόγος που περνάει στην σφαίρα της ποίησης, θέμα που τσακίζει κόκκαλα και σε κοινωνικό επίπεδο αλλά και σε φιλοσοφικό: πόσο εύκολα αποφασίζει και εκτελεί κάποιος αυτό που θεωρεί το καλύτερο για σένα. Χωρίς να ξέρει την πραγματικότητά σου και βασιζόμενος στην δική του και μόνο κοσμοθεωρία. Χωρίς συναίσθηση πραγματική και παρ’ όλη την καλή πρόθεση. Αυτά είναι θέματα με πραγματικό διακύβευμα λέω.
Το έργο καταπιάνεται με την προσπάθεια να διατηρήσουμε υπό αντίξοες συνθήκες την ταυτότητά μας: γιατί πιστεύετε είναι σήμερα σημαντικό το ζήτημα; Επειδή καταπιέζεται ή επειδή απελευθερώνεται;

Η ταυτότητα από αυτοπροσδιορισμός έχει μετατραπεί σε ετεροπροσδιορισμό. Οι άνθρωποι καλά κάνουμε και απαιτούμε να είναι στοιχείο αυτοπροσδιορισμού. Να ορίζουμε εμείς δηλαδή τον εαυτό μας και όχι κάποιος άλλος. Είμαστε αυτό, τέλος. Κανείς άλλος δεν έχει λόγο πραγματικά σε αυτό. Ολα τα υπόλοιπα επιχειρήματα δήθεν ενδιαφέροντος είναι γελοία και εξυπηρετούν απλώς πολιτικές σκοπιμότητες.
Τι είναι αυτό που σήμερα κάνει πιο δύσκολο το να μπούμε στη θέση του άλλου; Η απόσταση των social media; Η εσωστρέφεια λόγω κρίσης;

Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς παντού. Προς τα πάντα. Από την πιο απλή ιδέα, τους ανθρώπους, το πολιτικό σύστημα ακόμη και την ίδια την πραγματικότητα. Γελάμε με αυτούς που πιστεύουν ότι η Γη είναι επίπεδη (το 2017!), με τους ψεκασμένους, τους συνωμοσιολόγους, τον Σώρρα και όταν διαπιστώνουμε ότι η γειτονιά μας είναι γεμάτη τέτοιους, ή ένας θείος σου τα πιστεύει, μέσα σου ακυρώνονται όλα. Οι πάντες. Και κλεινόμαστε στον μικρόκοσμό μας για να μπορούμε να συνεχίσουμε να γελάμε, αντί να τα λήξουμε με σκέψη και επιχειρήματα όλα αυτά και να πάμε παρακάτω, σε μια πιο υγιή και απλή συνύπαρξη που θα προάγει το να μπαίνεις στη θέση του άλλου. Που και αυτή καθαυτή η αξία σήμερα θεωρείται ψιλά γράμματα.
Μπορεί μια ουτοπική προσδοκία να μας κάνει να χάσουμε τον εαυτό μας;

Εξαρτάται πού βρίσκεται η πηγή αυτής της προσδοκίας. Αν είναι μέσα μας, όχι, δεν χάνεις τον εαυτό σου. Ισα ίσα πηγαίνεις σε μια πιο ιδανική κατάστασή του. Αν όμως είναι φορεμένη προσδοκία, υπάρχει κίνδυνος, ναι. Να μετατραπείς σε έναν ξένο για σένα άνθρωπο. Να βρεθείς να εξυπηρετείς άλλου όνειρα και πλάνα. Και πολύ δύσκολα, από εγωισμό ή αδυναμία, να μην μπορείς να ξεφύγεις από αυτό.
Είναι ένα απλό, δομικά, έργο η «Μόλλυ Σουήνη»; Αν ναι, ποιες οι δυσκολίες του;

Δομικά ναι, είναι πανεύκολο. Καθαρή αφήγηση. Ανθρώπινοι χαρακτήρες μέχρι εκεί που δεν πάει. Απ’ την άλλη, η απαίτηση για αλήθεια είναι τεράστια, δεν υπάρχει χώρος για φορμαλιστικές ιδέες που πολλές φορές διευκολύνουν την δουλειά του ηθοποιού ζητώντας μόνο τεχνικές ικανότητες –εδώ χρειάζεται ψυχή. Και κόστος, καθημερινά.

Το χιούμορ έχει θέση σε όλα αυτά; Η πολιτική ορθότητα, ενίοτε, μαζί με τα ξερά καίει και τα χλωρά.

Απολύτως χωράει. Είναι απ’ τους βασικούς λόγους που αποφασίσαμε ότι πρέπει να κάνουμε καινούργια μετάφραση. Οχι επειδή είναι μια τρελή κωμωδία, αλλά γιατί είναι βαθιά ανατρεπτικοί και η ιστορία και η χαρακτήρες. Τόσο που μπορεί να γεννηθεί αβίαστα πολλές φορές το γέλιο. Μονοδιάστατες ιστορίες δεν υπάρχουν στο θέατρο, μόνο στην κακή δημοσιογραφία.
Αν και νέος ηλικιακά, βλέπετε ήδη να έρχεται μια νεότερη γενιά ηθοποιών, στο Ωδείο Αθηνών λ.χ., στη Δραματική Σχολή του οποίου διδάσκετε υποκριτική. Τι χαρακτηριστικά έχει;

Δύναμη, θέληση, φοβερές τεχνικές δυνατότητες και αποφασιστικότητα. Οι νέοι ηθοποιοί ξέρουν πού πάνε και μπλέκουν. Αυτό θέλει πολύ γερό στομάχι. Σιγουριά. Πιστεύω πολύ στους νέους και γι’ αυτό έχει γίνει μεγάλο μου πάθος και αγάπη η διδασκαλία. Χώρο δεν έχουν οι νέοι, αλλά θα τον αποκτήσουν. Θα βρεθεί και γι’ αυτό ο τρόπος, δεν χάνεται τέτοια δυναμική.
Κάποιο μελλοντικό σας σχέδιο;

Κάνουμε γυρίσματα αυτόν τον καιρό για την καινούργια ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα «Το θαύμα της Θάλασσας τωνΣαργασσών». Τον Φλεβάρη που θα έχει τελειώσει η «Μόλλυ», θα είμαι στην «Πενθεσίλεια» του Κλάιστ στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, παράσταση του Π. Δεντάκη. Επίσης, τώρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης παίζεται μια ταινία που κάναμε πέρσι, μια περιπέτεια, το «DIY» του Δ. Τσιλιφώνη.