Ενα μουσικό σύμπαν από μόνος του. Μία αναπόσπαστη ψηφίδα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Μία «φωνή» που μπορούσε να ταξιδέψει όντως σε παγκόσμιο επίπεδο. Μπροστά στο μέγεθος του Μίκη Θεοδωράκη, προς τιμήν του οποίου το υπουργείο Πολιτισμού ανακήρυξε το 2025 ως αφιερωματικό έτος, ακόμη και ένα εξαντλητικό, φροντισμένο λεύκωμα μπορεί να μη μοιάζει εξαντλητικό. Αυτό, πάντως, που ετοίμασαν ο Σύλλογος «Οι φίλοι της μουσικής» και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και κυκλοφορεί από τη «Μέλισσα» στις 16 Δεκεμβρίου, με τη στήριξη του υπουργείου, αποτελεί έναν τίτλο αναφοράς, καθώς περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές ενός πολυτάλαντου δημιουργού, τεκμήρια από το Αρχείο του, φωτογραφίες και ερμηνείες. Με την επιμελητική σφραγίδα δύο ανθρώπων που γνωρίζουν σε βάθος το αρχειακό υλικό σχετικά με τη ζωή και το έργο του κορυφαίου μουσικοσυνθέτη: της Βάλιας Βράκα, υπεύθυνης Τομέα Ελληνικής Μουσικής στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη», και του Αλέξανδρου Χαρκιολάκη, διευθυντή του Συλλόγου «Οι φίλοι της μουσικής». Σημειώνουν οι ίδιοι στην εισαγωγή: «Το λεύκωμα… συνοψίζει τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη σε δέκα κεφάλαια, τα οποία διατρέχουν θεματικά την πορεία του συνθέτη, αναδεικνύοντας την καλλιτεχνική και πολιτική του διαδρομή. Κάθε κεφάλαιο συνοδεύεται από ένα χαρακτηριστικό κείμενο, υπογεγραμμένο από μια σπουδαία προσωπικότητα που συμπορεύτηκε ή συνεργάστηκε με τον Θεοδωράκη. Οι φωνές αυτές, κάποιες στοχαστικές, κάποιες συγκινητικές και βαθιά ανθρώπινες, προσδίδουν στο υλικό του αρχείου μια ιδιαίτερη βιωματική διάσταση». Και όντως η αφήγηση διατρέχει μια ζωή: από το κείμενο του ίδιου του συνθέτη για τη «Σουίτα Νο 1 για πιάνο και ορχήστρα» έως τους Λαμπράκηδες, τη μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο, αλλά και τη συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών επί Χρήστου Λαμπράκη. Με την άδεια του εκδοτικού οίκου, δημοσιεύουμε το κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη από την «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1965, όπου εκφράζει τη στήριξή του στη μελοποίηση του έργου. Είχε προηγηθεί η επιστολή του προς τον Μ. Θεοδωράκη στις 14 Νοεμβρίου 1960, όπου εξέφραζε μία αρχική αμηχανία («παραβρίσκω απλές τις μελωδίες»).

Επιμέλεια Δημήτρης Δουλγερίδης

Εχω την εντύπωση, και δεν πιστεύω να κάνω λάθος, ότι η μουσική τού Άξιον Εστί θα γνωρίσει τις ίδιες αντιδράσεις που γνώρισε το ποιητικό

έργο και θα περάσει, λίγο ώς πολύ, από τα ίδια στάδια: δυσφορία στην αρχή από την μετατόπιση σε άλλο χώρο, αμηχανία, αντίδραση στις καινοτομίες· ύστερα σιγανή αφομοίωση, δειλή συμφιλίωση· τέλος κατανόηση και αγάπη. Το εύχομαι. Επειδή δεν πρόκειται πια εδώ για το ατομικό του έργο ή για το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Κανείς από μας δεν είναι τέλειος και τα έργα γίνονται βέβαια για ν’ αγαπηθούν ή για να

λησμονηθούν, αλλά και για να κριθούν υπεύθυνα. Άλλο ζήτημα αν στον ωραίο μας τόπο αυτό δεν συμβαίνει και τόσο συχνά. Μας αρέσουν οι αφοριστικές φράσεις, οι αυθαίρετες καταδίκες. Μας ενοχλεί να μας βγάζουν από τις συνήθειές μας. Στο τέλος καταντάμε να μας φταίει το τοπίο, επειδή μας στενεύουν τα παπούτσια μας. Και τους αντιρρησίες τού Άξιον Εστί συμβαίνει να τους στενεύουν πολλά άλλα πράγματα, αλίμονο.

Δεν είναι, όμως, αυτό το θέμα που μας απασχολεί σήμερα. Είναι το πείραμα που έγινε να συνεργασθούν η Ποίηση και η Μουσική. Η Ποίηση που έχει αυξημένες υποχρεώσεις, αφού ξεκινά στην Ελλάδα από ένα «προκεχωρημένο σημείο», και η Μουσική που έχει αυξημένες δυσκολίες, αφού, όπως έχει λεχθεί, ξεκινά –στην Ελλάδα πάλι– από «το έτος περίπου μηδέν». Υπάρχει, λοιπόν, μια ολόκληρη παράταξη σήμερα, καλόπιστη αυτή, που καταδικάζει στη συνείδησή της του είδους αυτού τη συνεργασία. Είτε γιατί εκτιμά το ποιητικό έργο και αποδοκιμάζει τη σύζευξή του με τη μελωδία. Είτε γιατί εκτιμά τη μελωδία και βρίσκει άτοπο να συνδέεται αυτή μ’ ένα κείμενο που δεν της ήτανε απ’ αρχής προορισμένο. Τις απόψεις αυτές, πρέπει να πω ευθύς αμέσως, τις κατανοώ και τις σέβομαι, αλλά δεν μου είναι δυνατόν να τις δεχθώ. Φοβούμαι ότι κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλονται στη μακρά συνήθεια που μας έχει κληροδοτήσει η Δύση και που την υποθάλψανε οι εξατομικευμένες κοινωνίες, να νοούνε τις τέχνες σαν μονάδες ξεχωριστές και να θεωρούμε βεβήλωση τη σύζευξή τους. Θα μπορούσα να επικαλεσθώ, υποστηρίζοντας την αντίθετη άποψη, τους Αρχαίους Λυρικούς, τους Βυζαντινούς Υμνωδούς, το Δημοτικό Τραγούδι, για να περιορισθώ στην ελληνική παράδοση. Δεν το κάνω. Ξέρω ότι δεν υπάρχουν σήμερα οι ίδιες προϋποθέσεις. Ωστόσο, κάτι μου λέει ότι στην εποχή μας είναι δυνατόν να δημιουργηθούν καινούριες προϋποθέσεις που να οδηγήσουν, με άλλα μέσα, στο ίδιο αποτέλεσμα. Οι βαθιές μεταβολές που συντελούνται μέσα στην κοινωνία και οι τεχνικές ανακαλύψεις ίσως να προετοιμάζουν το έδαφος. Χρειάζεται θάρρος ν’ αποβάλει κανείς μια συνήθεια που καταντά πρόληψη και να ενταχθεί, έστω και με ζημίες στην αρχή, μέσα στην καινούρια πραγματικότητα. Μιλώ για κάτι που διαισθάνομαι, αλλά που δεν μπορώ να το αποδείξω. Τα τελευταία χρόνια, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να τείνει χωρίς να το επιδιώκει σε ευρήματα νέων σταθερών μορφών, που διευκολύνουν το ποίημα να περάσει από τον χώρο του βιβλίου στον χώρο της σκηνής του θεάτρου ή της μουσικής και του τραγουδιού. Και επειδή συνήθισα να εμπιστεύομαι πολύ το απροσδιόριστο εκείνο ρεύμα που κινεί το χέρι μου, το αφήνω να δώσει στον λόγο το άλφα ή το βήτα σχήμα της έμπνευσης που τον εγέννησε. Ίσως να έχω λάθος. Ίσως όμως και να είμαστε στην αρχή μιας αντίληψης διαφορετικής για την ποιητική δημιουργία. Δεν φέρνω για παράδειγμα το Άξιον Εστί παρά κατά ένα ελάχιστο μέρος. Το έχω πει πολλές φορές και θα το ξαναπώ σήμερα:

το Άξιον Εστί είναι ένα αυθύπαρκτο ποιητικό έργο, από την άποψη ότι οι βλέψεις του όλες εξαντλούνται μέσα στον λόγο. Το λεκτικό του είναι συχνά εντελώς απρόσφορο στην απλή μελωδία. Τα νοήματά του, υπερτοποθετημένα σε πολλαπλά επίπεδα, είναι δύσκολο ν’ αναπτύσσονται και ν’ αποδίδουν στο χρονικό περιθώριο που τα ακούς. Όπως είναι γνωστό, άλλοι νόμοι διέπουν τον γραπτό και άλλοι τον προφορικό λόγο. Εντούτοις, όταν ένας συνθέτης όπως ο Μίκης Θεοδωράκης (που έδειξε πόσο ικανός είναι να σηκώνει στους στιβαρούς του ώμους την υπόθεση της μουσικής μας παράδοσης) προσφέρθηκε να το πάρει στα χέρια του, έχοντας απόλυτη συναίσθηση των δυσκολιών που θα είχε ν’ αντιμετωπίσει, όχι μόνο δεν συλλογίστηκα ν’ αντιδράσω, αλλά χαιρέτισα το γεγονός και παραστάθηκα όσο γινότανε στην εκκόλαψη και την πραγματοποίηση της προσπάθειάς του. Τα πρώτα κομμάτια έγιναν, όπως ήτανε φυσικό, από τα πιο πρόσφορα στη μελοποίηση μέρη του βιβλίου. Όταν μου τα έστειλε, είδα πόσο αλάνθαστα το ένστικτο του συνθέτη μας είχε σταθεί σ’ εκείνες ακριβώς τις ωδές και σ’ εκείνες τις στροφές από τις ωδές, που έκλειναν τις λιγότερο λόγιες εκφράσεις, τις περισσότερο προσιτές νοηματικές αλληλουχίες. Ύστερα ήρθε, αν δεν κάνω λάθος, το απόσπασμα από τη «Γένεση». Εκεί ήταν υποχρεωμένος να περιοριστεί σ’ ένα μικρό μέρος, σε μια σελίδα μονάχα. Στάθηκε στην πιο αυτοτελή και στην πιο καίρια.

Η δικαίωση του ιδιαίτερου χαρακτήρα που παρουσιάζει η ελληνική φύση, όπως δοκίμασα να τη δώσω, με τις προεκτάσεις της μέσα στον ηθικό κόσμο, δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει καλύτερη αρχή για ένα παρόμοιο έργο. Από κει και πέρα, αν ζήτησα να του υποδείξω κάτι, ήταν να κρατήσει, όσο ήτανε δυνατόν, την αναλογία και τη σειρά διαδοχής ανάμεσα στα διαφορετικής υφής κομμάτια που συγκροτούν το σύνολο, έτσι που να διατηρηθεί σε μικρογραφία το αρχικό αρχιτεκτόνημα. Το επέτυχε και μάλιστα πλάθοντας μια ξεχωριστής υφής μουσική για κάθε αντιπροσωπευτικό είδος. Στο τελευταίο μέρος, το «Δοξαστικόν», έφτασε κατά την ταπεινή μου γνώμη πιο κοντά παρά σε οποιοδήποτε άλλο το πνεύμα του έργου. Έδωσε το ανάμικτο εκείνο αίσθημα από αναγάλλια και νοσταλγία μαζί, που ζήτησα να έχει το Τρίτο Μέρος, εκεί όπου γίνεται η προσάρτηση όλων των ειδικών αισθήσεων που προσφέρει ο τόπος μας, σαν αυτοτελών αξιών, στο τυπικό μιας δοξολογίας.

Αλλά εδώ είναι σωστό να ξεκαθαρίσω ένα άλλο ζήτημα: με ρωτούν συχνά εάν η μουσική «δίνει» το ποίημα, εάν στον κόσμο των ήχων αντιστοιχεί απολύτως μ’ αυτό που θέλησα να δώσω στον κόσμο των εικόνων και των νοημάτων. Είναι λάθος αυτό, νομίζω. Ένας συνθέτης έχει το δικό του τρόπο να αισθάνεται, τη δική του προσωπικότητα, τις δικές του αισθητικές αντιλήψεις, και αυτά θα ζητήσει, αυτά πρέπει να ζητήσει ν’ αποτυπώσει στο έργο που ερμηνεύει, ακριβώς όπως ένας σκηνοθέτης όταν ερμηνεύει ένα θεατρικό έργο. Πολύ περισσότερο μάλιστα. Γιατί οι σκηνοθετικές αντιλήψεις αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου πολύ λιγότερο από τις μουσικές, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στη μουσική έχουμε ένα έδαφος ελευθερίας απέραντο, μια ποικιλία δυνατοτήτων τόσο πλούσια, όσο πλούσια είναι η ποικιλία των ιδιοσυγκρασιών.

Το Άξιον Εστί σαν ποιητικό έργο έχει την ιδιοτυπία να είναι «πρισματικό», να προσφέρει δηλαδή πολλές επιφάνειες. Ο Θεοδωράκης πήρε αυτήν που άρμοζε περισσότερο στη δική του ευαισθησία, ζήτησε να την αναπτύξει και να την υπερτονίσει, όπως είχε κάθε δικαίωμα, μέσα στα πλαίσια των προσωπικών του καλλιτεχνικών επιδιώξεων. Μεθαύριο, ένας άλλος συνθέτης, με διαφορετικές επιδιώξεις, δεν αποκλείεται καθόλου να κάνει ένα καινούριο έργο, που να είναι ανώτερο ή κατώτερο, αδιάφορο, θα είναι όμως κάτι διαφορετικό, χωρίς για τούτο να έχει αλλάξει καθόλου ο πυρήνας του ποιητικού έργου. Αυτό ακριβώς είναι το ωραίο και το ελκυστικό στην υπόθεση αυτή. Η «λύση» που προτείνει κάθε φορά ο συνθέτης και η καθαυτό μουσική της αξία. Και η αξία της «λαϊκής λειτουργίας» που συνέλαβε ο Μίκης Θεοδωράκης είναι, πιστεύω, από πολλές πλευρές, μια κατάκτηση της σύγχρονης μουσικής μας. Μ’ αυτήν επέτυχε ν’ αξιοποιήσει ανεκμετάλλευτα στοιχεία από την παράδοση και να τα εντάξει μέσα στον γνώριμο δικό του χώρο, δίχως καθόλου ν’ αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του. Επέτυχε, επίσης, να δώσει μια πρωτότυπη φόρμα σ’ ένα ποικίλο υλικό, να το χωνέψει σ’ ένα ενιαίο σύνολο, και ν’ ανεβάσει έτσι το επίπεδο της λαϊκής μουσικής μας από την απλή «παράθεση μελωδιών» στη «σύνθεση». Τέλος, ακόμα, και για τούτο τον λόγο, επέτυχε να κρατηθεί σ’ επικοινωνία αρμονική, τόσο με τον καλλιεργημένο ακροατή των ανωτέρων αξιώσεων, όσο και με τον απλό λάτρη του τραγουδιού και των λαϊκών οργάνων –και αυτό, αποδίδοντας ένα ποιητικό κείμενο, το επαναλαμβάνω, συμπυκνωμένο και δύσκολο– χωρίς η προσπάθεια αυτή ούτε για μια στιγμή να τον κομματιάσει.

Προσωπικά, του οφείλω χάρη γι’ αυτά και για κάτι άλλο ακόμα. Ότι με βοήθησε να δω ένα ποίημα που ώς τότε το ’θρεφα στις φασκιές του ατομικού βιβλίου και της ιδιωτικής κάμαρας μακριά, στην απόσταση που δίνει –με την παρεμβολή μιας άλλης προσωπικότητας– σε κάθε έργο η αντικειμενικοποίησή του. Σαν παιδί που ανδρώθηκε, όπως θα λέγαμε, και αισθάνθηκε ικανό να πάρει τους δρόμους μονάχο του. Είναι ευτύχημα ότι στους δρόμους που πήρε συναντήθηκε με τα αισθήματα χιλιάδων ανθρώπων που ξέρουν να τραγουδούν ό,τι αγαπούν, και που γι’ αυτών τα στόματα ήταν, από μιας αρχής, προορισμένο».