Είναι δυναμική και ίσως ένα μέρος της αιτίας βρίσκεται στο ότι μεγάλωσε με μια δυναμική μάνα, που λόγω του πρόωρου θανάτου του συζύγου της πήρε τα ηνία μόνη και άμεσα. Είναι δυναμική όμως και γιατί μεγάλωσε στη Λάρισα του μετα-πολέμου αλλά και γιατί γρήγορα διαπαιδαγωγήθηκε στη Νεολαία Λαμπράκη – που ήταν πάντα και μια πολιτιστική πρόταση. Η Αννα Βαγενά δεν το βάζει κάτω. Σε τέχνη και ιδέες. Και ως σκηνοθέτρια, ως ηθοποιός, ως πολιτικό πρόσωπο, κομίζει έναν τρόπο από αυτά που έμαθε στη μακρά πορεία της από τον Κουν, από το Εθνικό, από τους σκηνοθέτες σαν τον Βούλγαρη, από την κολεκτίβα του Θεσσαλικού Θεάτρου που προηγήθηκε του θεσμού των ΔΗΠΕΘΕ, από τη ζωή της δίπλα και μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, από τη Βουλή, από τις κόρες της. Η αφορμή για να μιλήσουμε με τη Βαγενά – για να τη ρωτήσουμε μάλλον, αφού ο δημοσιογράφος βασικά ρωτάει – είναι δύο στιγμές της φέτος στο θέατρο. Το «Η Σμύρνη συναντιέται με την Κωνσταντινούπολη» στο θέατρο Αλάμπρα. Εδώ η Βαγενά ενσαρκώνει δύο Ελληνίδες που έζησαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Την «Αγγέλα Παπάζογλου», τη σμυρνιά πρόσφυγα από το ομώνυμο έργο του Γιώργη Παπάζογλου. Και τη «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιορδανίδου. Παράλληλα, έχει σκηνοθετήσει και προσαρμόσει εκ νέου το «Φοβάμαι, ταυρομάχε» του Pedro Lemebel στο δικό της θέατρο Μεταξουργείο. Μαζί της βέβαια επιχειρούμε να επαναψηλαφίσουμε την ελληνική επαρχία, τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, τον Λουκιανό, τη Λάρισα, το Μεταξουργείο αλλά και τον Στέφανο Κασσελάκη.

Κυρία Βαγενά, ενώ είναι δύο εντελώς διαφορετικά κείμενα και δύο διαφορετικοί μονόλογοι, είμαι βέβαιος πως έχετε βρει κοινό τόπο, κοινά σημεία μεταξύ της Λωξάντρας και της Αγγέλας Παπάζογλου. Αν ναι, ποια είναι αυτά και γιατί σας συγκινούν;

Εχετε δίκιο, έχω βρει πολλά κοινά σημεία μεταξύ της Λωξάντρας και της Αγγέλας Παπάζογλου. Κατ’ αρχάς είναι και οι δύο υπαρκτά πρόσωπα. Δύο γυναίκες του Ελληνισμού της Ανατολής, η μία από τη Σμύρνη-Μικρασία και η άλλη από την Πόλη-Κωνσταντινούπολη. Με αυτή την έννοια μάς συνδέουν και οι δύο με τον πόνο για τις χαμένες Πατρίδες. Εκπροσωπούν και οι δύο έναν μοναδικό, λαμπερό πολιτισμό που ήκμασε σε εκείνους τους τόπους και που μας σημάδεψε για πάντα και που δυστυχώς χάθηκε. Επίσης είναι και οι δύο λαϊκές γυναίκες, πληθωρικές και εκρηκτικές προσωπικότητες. Αγαπούν και χαίρονται τη ζωή, παλεύουν μέχρι την τελευταία στιγμή τους για αυτήν. Εχουν βαθύ ανθρωπισμό, αίσθηση δικαιοσύνης, εντιμότητα και πολύ χιούμορ. Ολα αυτά με συγκινούν βαθύτατα και με κάνουν να τις αγαπώ απεριόριστα. Αισθάνομαι τυχερή που θα τις ερμηνεύσω για ακόμα μία φορά στη σκηνή, στο θέατρο Αλάμπρα και θα είναι σαν να παραδίδει η μία τη σκυτάλη των αξιών και των ιδανικών της στην άλλη κι εγώ μαζί τους στις νεότερες γενιές.

Εχει σήμερα ενδιαφέρον, επικαιρότητα, αναφορά, η όλη ιστορία του ξεριζωμού από τη Μικρά Ασία;

Νομίζω ότι έχει τεράστιο ενδιαφέρον και επικαιρότητα η ιστορία του ξεριζωμού από τη Μικρά Ασία. Δυστυχώς στις μέρες μας βλέπουμε συνεχώς ολόκληρους λαούς να ξεριζώνονται από τους τόπους τους εξαιτίας των πολέμων, αλλά και εξαιτίας της φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Γι’ αυτό το τελευταίο θα μου επιτρέψετε να κάνω μία αναφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Θεσσαλία, όπου λόγω των καταστροφικών πλημμυρών οι κάτοικοι ολόκληρων χωριών βρέθηκαν από τη μία στιγμή στην άλλη στον δρόμο, χωρίς στέγη και υπάρχοντα.

Την ίδια ώρα καταπιάνεστε ξανά για 2η χρονιά με το καταπληκτικό «Φοβάμαι, ταυρομάχε» για μια άλλη χώρα, μια άλλη εποχή, για τον Πινοσέτ και τη Χιλή. Εδώ τι εντοπίσατε, αλήθεια;

Οπως σωστά λέτε ξανα-ανεβάζουμε στο θέατρο Μεταξουργείο αυτή την εποχή την περυσινή μεγάλη μας επιτυχία «Φοβάμαι, ταυρομάχε», παράσταση στην οποία έχω κάνει τη διασκευή και τη σκηνοθεσία. Εκείνο που με συγκλόνισε στο ανατρεπτικό κείμενο του Πέδρο Λεμεμπέλ είναι ο βαθύς ανθρωπισμός του. Ο Λεμεμπέλ εξιστορώντας την ιστορία της Τρελής από απέναντι, μιας τραβεστί και ενός νεαρού τρομοκράτη την εποχή της δικτατορίας του Πινοσέτ, μας δείχνει ότι ανάμεσα στους ανθρώπους ακόμα και «φαινομενικά» διαφορετικούς δεν μπορούν να υψώνονται τείχη γιατί εκείνο που πιο πολύ όλοι οι άνθρωποι χρειαζόμαστε είναι η αγάπη, η στοργή και η τρυφερότητα.

Είναι για εσάς η αποδοχή της διαφορετικότητας βασικό ζήτημα σήμερα και πώς αλήθεια είναι όλο αυτό σε σχέση με παλαιότερα, π.χ. με τη Μεταπολίτευση;

Βεβαίως είναι βασικό θέμα για μένα η αποδοχή της διαφορετικότητας. Και δεν εννοώ μόνο ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά και ως προς το χρώμα του δέρματος, την κοινωνική και ταξική προέλευση, τη θρησκεία, αλλά και την αναπηρία. Σε σχέση με παλαιότερες εποχές η διαφορά είναι τεράστια. Για παράδειγμα, όταν ήμουν εγώ παιδί ή νέα, τις δεκαετίες του ’50 – ’60 – ’70, αυτά τα θέματα ήταν απαγορευμένα, ακόμα και στην τέχνη. Δεν μιλούσε κανείς γι’ αυτά. Ολοι τα κουκούλωναν μέσα σε μια κοινωνική υποκρισία και σύμβαση.

Εχω την εντύπωση πως καλλιτεχνικά στη μεγάλη σας πορεία κινητοποιείστε από κάτι πολύ προσωπικό που τέμνει όμως και μια λεπτή γραμμή κοινωνική και πολιτική, είναι έτσι;

Η ερώτησή σας αυτή πραγματικά με εντυπωσίασε. Είστε ίσως ο μοναδικός δημοσιογράφος, από τους τόσους που μου έχουν πάρει συνέντευξη όλα αυτά τα χρόνια, που κατάλαβε ότι όλη μου η ζωή και η καλλιτεχνική μου πορεία σημαδεύονται από την ιδιαίτερη ευαισθησία μου, που ίσως προέρχεται από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα μου όταν ήμουν μόλις 9 χρόνων, που φαίνεται ότι με τραυμάτισε βαθιά. Ευαισθησία όμως που βρήκε διέξοδο στην ανάγκη μου για κοινωνική δικαιοσύνη και με οδήγησε σε πολιτικούς αγώνες.

Το ίδιο σκέφτομαι και στο συλλογικό σας όραμα με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Μοιάζετε να πρωταγωνιστήσατε σε δύο αποκεντρώσεις καλλιτεχνικές: μία με το Θεσσαλικό Θέατρο, πρελούδιο των ΔΗΠΕΘΕ, και μία όταν φύγατε από το Ψυχικό για να μετεγκατασταθείτε με το θέατρό σας στο Μεταξουργείο – όταν το δεύτερο εννοώ δεν ήταν μόδα…

Εχετε δίκιο. Και οι δύο αυτές σημαντικές κινήσεις από τον Λουκιανό κι εμένα, δηλαδή η δημιουργία του Θεσσαλικού Θεάτρου και του Θεάτρου Μεταξουργείο, είχαν εκτός από καλλιτεχνικό και κοινωνικό πρόσημο. Και ο Λουκιανός, όπως κι εγώ, ήταν ένα βαθιά και ουσιαστικά πολιτικοποιημένο άτομο, χωρίς αυτό να το επιδεικνύει ποτέ για εμπορικούς λόγους. Αλλωστε και στα τραγούδια του αυτό καταγράφεται. Τα περισσότερα έχουν κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο.

Σήμερα πάντως μιλάμε για ένα άλλο Μεταξουργείο, με μπαρ, Airbnb και μια μετατροπή σε περιοχή βασικά τουριστών. Είναι έτσι;

Κοιτάξτε, το Μεταξουργείο σαν περιοχή είναι πολύ περίπλοκη. Εγώ ζω και εργάζομαι σε αυτό 24 χρόνια, όση είναι και η ζωή του θεάτρου Μεταξουργείο, τολμώ να πω ότι το γνωρίζω καλά. Ακόμα και σήμερα έχει τρομερές αντιθέσεις. Μεγάλο κομμάτι του φιλοξενεί οίκους ανοχής και είναι παραδομένο στη διακίνηση και χρήση ναρκωτικών ουσιών με εικόνες που πραγματικά ντροπιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ενα άλλο κομμάτι του, όπως λέτε κι εσείς, έχει μπαρ, εστιατόρια και Airbnb. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο πραγματικότητες προσπαθούμε να ισορροπήσουμε κι εμείς, οι μόνιμοι κάτοικοι και εργαζόμενοι σε αυτό. Βέβαια οι περισσότεροι μόνιμοι κάτοικοι είναι μετανάστες, κυρίως Κινέζοι με τις κατοικίες και τα καταστήματά τους και Πακιστανοί. Ολη αυτή η σύσταση του πληθυσμού (έμποροι ναρκωτικών, χρήστες, αλλοδαποί, καλλιτέχνες, τουρίστες), λοιπόν, αποτελεί ένα εκρηκτικό και πολύ ενδιαφέρον μείγμα. Εγώ θα ήθελα να εστιάσω στα μικρά θέατρα που βρίσκονται στην περιοχή και που αποτελούν πραγματικά εστίες πολιτισμού, όπως το θέατρό μας το Μεταξουργείο, που όπως πολύ σωστά αναφέρατε κι εσείς δημιουργήσαμε το 1994 με τον Λουκιανό, τότε που το Μεταξουργείο δεν ήταν καθόλου μόδα, αλλά και το Από μηχανής θέατρο, που είναι απέναντί μας, όπως και το θέατρο Αττις του Θόδωρου Τερζόπουλου, και άλλα.

Ποιος ήταν ο πυρήνας της ιδέας του Θεσσαλικού και ποια είναι η κληρονομιά του πιστεύετε;

Ο πυρήνας της ιδέας του Θεσσαλικού Θεάτρου θα μου επιτρέψετε να πω ότι ήταν δική μου ιδέα, ήταν να φτάσει το καλό θέατρο αν είναι δυνατόν και μέχρι το τελευταίο χωριό της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Θεσσαλίας, και όχι μόνο. Νομίζω ότι αυτό το πετύχαμε. Στα 8 χρόνια (1975-1983) που είχα την καλλιτεχνική διεύθυνσή του, πριν αυτό γίνει Δημοτικό Θέατρο, παίξαμε σε πάρα πολλά χωριά τα οποία δεν είχαν ξαναδεί ποτέ θέατρο. Η κληρονομιά του είναι τεράστια. Είναι δημιουργία από την πολιτεία των 14ων σήμερα ΔΗΠΕΘΕ στη χώρα μας.

Σήμερα κατά τη γνώμη σας υπάρχουν δυνάμεις πολιτισμικές στην επαρχία και με ποιον τρόπο θα βλέπατε να ενθαρρύνονται περισσότερο;

Βεβαίως υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες πολιτισμικές δυνάμεις στην επαρχία. Ο τρόπος που θα ενθαρρύνονταν περισσότερο, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι μόνο η οικονομική τους ενίσχυση, είναι να πιστέψουν οι ίδιοι στις δυνάμεις τους, να μη μιμούνται τα τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα, αλλά να έχουν τη δικιά τους προσωπική και ιδιαίτερη πορεία, αυτή που θα εκφράζει τις ανάγκες του δικού τους τόπου.

Ζήσατε τόσα με τον Λουκιανό. Κάνατε παιδιά – Μαρία και Γιασεμή. Μοιραστήκατε την ίδια στέγη αλλά υπήρξατε εντελώς διαφορετικοί και ξεχωριστοί ο καθένας στην τέχνη σας. Συνιστούσε τελικά εκείνος ένα διακριτό ρεύμα στην τέχνη του και ποιο ήταν αυτό; Τι έφερε διαφορετικό;

Ο Λουκιανός με την τέχνη του αλλά και με την ίδια τη ζωή του ήταν από μόνος του ένα ξεχωριστό ρεύμα. Ποτέ δεν ακολούθησε τη μόδα, επέβαλλε ο ίδιος μόδες. Ξανάφερε στην επιφάνεια τα περιφρονημένα ’50s ελληνικά και ξένα, τα κάουντρι, τα πάρτι, έβγαλε τις συναυλίες από τα τσιμεντένια γήπεδα στις παραλίες («πάρτι στη Βουλιαγμένη»), έγραψε το πιο φεμινιστικό τραγούδι, τη «Μαίρη Παναγιωταρά», ξανάκανε μόδα τα θερινά σινεμά και τόσα άλλα. Στην προσωπική του ζωή ισορροπούσε τέλεια ανάμεσα στον «ξέγνοιαστο καβαλάρη» του ανοιχτού αμερικάνικου αυτοκινήτου του «Ντόλη» και στον άψογο οικογενειάρχη. Ηταν ιδιοφυής, αλλά πάνω απ’ όλα ο Λουκιανός ήταν ένας βαθιά ευγενικός άνθρωπος που δεν προσέβαλε και δεν υποτίμησε ποτέ κανέναν συνάνθρωπό του. Για μένα βέβαια ήταν και είναι ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου.