Τη Δευτέρα, 16 Οκτωβρίου ένας τυνήσιος ισλαμιστής δολοφόνησε στις Βρυξέλλες δύο ανυποψίαστους σουηδούς τουρίστες που βρέθηκαν τυχαία μπροστά του.

Οι άνθρωποι  είχαν ταξιδέψει να παρακολουθήσουν τον αγώνα ποδοσφαίρου Βέλγιο – Σουηδία και έχασαν τη ζωή τους.

«Ζούμε και πεθαίνουμε για τη θρησκεία μας» φώναζε ο δολοφόνος προτού τον καθαρίσουν λίγο αργότερα οι αστυνομικοί αλλά χωρίς να ξέρει αν τα θύματά του ήθελαν να πεθάνουν για τη δική τους.

Την Παρασκευή, 13 Οκτωβρίου ένας ρωσοτσετσένος ισλαμιστής εισέβαλε σε ένα σχολείο του Αράς στη Γαλλία και έσφαξε χωρίς αιτία έναν αθώο καθηγητή Γαλλικών που βρήκε στον δρόμο του.

Οι άνθρωποι αυτοί, οι σουηδοί τουρίστες και ο γάλλος καθηγητής, δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, ούτε με το Ισλάμ και την Μέση Ανατολή, ούτε με το Ισραήλ και τη Χαμάς. Εχασαν τη ζωή τους χωρίς ιδιαίτερο λόγο, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να βρεθούν μπροστά στους ψυχοπαθείς δολοφόνους τους.

Οι δολοφόνοι αντιθέτως μοιράζονταν έναν θρησκευτικό φανατισμό και το μίσος που ο φανατισμός γεννάει. Σκότωσαν «στο όνομα του Αλάχ» ανυποψίαστους ανθρώπους που απλώς δεν είχαν τον ίδιο Θεό μαζί τους.

Ενα τζιχάντ της διπλανής πόρτας.

Το Σάββατο 14 Οκτωβρίου χιλιάδες υποστηρικτές της τρομοκρατικής οργάνωσης Χαμάς διαδήλωσαν σε διάφορες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις.

Ευτυχώς δεν είχαμε νεκρούς. Είχαμε όμως το μίσος.

Το ίδιο μίσος είναι που ζωγραφίζει το άστρο του Δαβίδ έξω από τα σπίτια Εβραίων στο Βερολίνο, ακριβώς όπως την εποχή του Χίτλερ. Μόνο που τώρα δεν τα ζωγραφίζουν οι Ναζί, τα ζωγραφίζουν κάποιοι από τους υποστηρικτές της Χαμάς.

Κάποιοι δηλαδή από εκείνους που διαδηλώσαν το Σάββατο όχι φυσικά αυθόρμητα αλλά ύστερα από προσκλητήριο ισλαμιστικών οργανώσεων να διαδηλώσουν κατά του Ισραήλ «μετά την προσευχή της Παρασκευής».

Επιστρέφω στους φόνους διότι έχουμε άλλο ένα κοινό σημείο. Οι δολοφόνοι ήταν γνωστοί των Αρχών, υπήρχαν στοιχεία εναντίον τους, αλλά κυκλοφορούσαν ελεύθεροι.

Στον Τυνήσιο, οι βελγικές Αρχές είχαν αρνηθεί την παροχή ασύλου από το 2021 και παρ’ όλ’ αυτά δεν είχε απελαθεί, ούτε καν περιοριστεί.

Ο βέλγος πρωθυπουργός ζήτησε να μάθει τι έχει συμβεί – μάλλον καθυστερημένα ανησύχησε…

Είναι αλήθεια ότι εδώ και κάποιο καιρό οι Βέλγοι έχουν καταφέρει να προμηθεύουν ισλαμιστές τρομοκράτες για πάσα χρήση.

Από το 2015 με τις επιθέσεις στο «Charlie Hebdo», στο Bataclan, στην Porte de Vincennes, στο Montrouge στο Παρίσι κι ακολούθως στο αεροδρόμιο, το μετρό και την πόλη των Βρυξελλών, έως τις τελευταίες δολοφονίες των δύο Σουηδών οι τρομοκράτες ξεκίνησαν από τις γειτονιές του Σερμπέκ και του Μόλενμπεκ όπου το Ισλάμ κυριαρχεί.

Με αφορμή τον τσετσένο δολοφόνο στο Αράς αποκαλύφθηκε ότι η γαλλική Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Ασφάλειας έχει ήδη προειδοποιήσει ότι οι συγκρούσεις στην Τσετσενία έχουν προκαλέσει ισχυρό μεταναστευτικό κύμα από τον Βόρειο Καύκασο «προς τη Δυτική Ευρώπη και κυρίως προς τη Γαλλία» («Le Monde», 17/10).

Με άλλα λόγια, όλοι ήξεραν ή έπρεπε να ξέρουν. Και καταφανώς δεν έκαναν ότι ήξεραν.

Φταίει η ανικανότητα των αρμόδιων Αρχών; Φταίει η αδυναμία συνεργασίας μεταξύ τους και σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

Φταίει η δυσχέρεια ελέγχου των συνεπειών της μετανάστευσης που επιτρέπει τη δημιουργία νησίδων ισλαμισμού στην καρδιά των ευρωπαϊκών πόλεων;

Ή μήπως φταίει ένα εξαιρετικά ανεκτικό, αναποτελεσματικό και ξεπερασμένο απέναντι στη μετανάστευση και την τρομοκρατία νομικό πλαίσιο;

Ενα προϊόν στρεβλής αντίληψης δεκαετιών που κατάφερε να προστατεύονται κάποια «ανθρώπινα» δικαιώματα περισσότερο από τους ίδιους τους ανθρώπους και τη ζωή τους.

Ξέρετε κάτι; Ούτε καν τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Ευρώπης δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αφού πολλές ευρωπαϊκές χώρες (με πρώτη τη Γαλλία) δεν καταγράφουν εθνοτικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά.

Μια έρευνα του Pew Research Center του 2016 τον ανέβασε σε 5%, δηλαδή περίπου σε 26 εκατομμύρια. Από 3,8% και 19 εκατομμύρια το 2010.

Είναι το 25% των Βρυξελλών, το 11% του Βερολίνου, το 15% της Βιέννης, το 12,1% του Αμστερνταμ, το 16,3% του Στρασβούργου κ.λπ.

Κατά προσέγγιση. Και η εκτίμηση αφορά μόνο τους «νόμιμους». Σε αυτούς δηλαδή δεν θα συμπεριλαμβάνονταν οι δολοφόνοι του περασμένου Σαββατοκύριακου.

Τρεις παρατηρήσεις.

* Πρώτον, έχουμε να κάνουμε με ένα πολύπλοκο και πολυσύνθετο πρόβλημα διότι απλώνεται σε πολλά πεδία.

Αφορά τη μετανάστευση, τη δημόσια ασφάλεια, τη θρησκευτική ανοχή, την κοινωνική και πολιτισμική συνοχή. Τη διπλανή πόρτα.

* Δεύτερον, μιλάμε για ένα πρόβλημα που αφορά την Ευρώπη. Οχι τη Μέση Ανατολή, ούτε την Παλαιστίνη και τα Κατεχόμενα.

Κακά τα ψέματα, δεν αποτελεί την εισαγωγή ενός προβλήματος από αλλού. Αλλά την παραγωγή μιας αυτόνομης κι ανεξέλεγκτης σύγκρουσης στην καρδιά της ευρωπαϊκής κοινωνίας.

* Τρίτον, οι αριθμοί δίνουν και το μέτρο του προβλήματος.

Προφανώς οι μουσουλμάνοι στην Ευρώπη δεν είναι όλοι ισλαμιστές, σε καμία περίπτωση. Αλλά είναι εξίσου προφανές ότι ο ισλαμισμός στην Ευρώπη εκκολάπτεται κυρίως μέσα στις μουσουλμανικές κοινότητες των μεγαλουπόλεων.

Υποτίθεται ότι οι πόλεις και η κοινωνική ανοχή θα λειτουργούσαν ως προνομιακό πεδίο ενσωμάτωσης αυτών των κοινοτήτων. Δυστυχώς συμβαίνει μάλλον το αντίθετο.

Οι μηχανισμοί ενσωμάτωσης δεν αποδεικνύονται μόνο αδύναμοι ή αναποτελεσματικοί αλλά συχνά λειτουργούν απωθητικά ή απορριπτικά σε εκείνους που χρειάζεται να ενσωματωθούν. Ετσι συγκροτούνται παράλληλες κοινωνίες, στην πραγματικότητα αντίπαλοι κόσμοι, έξω από την πόρτα του σπιτιού μας.

Με άλλα λόγια κι επειδή δεν μου αρέσει η έκφραση ότι «ο εχθρός μπήκε στην πόλη», το βέβαιο είναι ότι στην πόλη έχει μπει εκείνος που μας θεωρεί εχθρούς του.

Και έως αυτή την στιγμή δεν έχουμε αναπτύξει καμία ουσιαστική άμυνα απέναντι στην απειλή.