Ο επιμερισμός της προστιθέμενης αξίας (ΠΑ) αναφέρεται στην κατανομή της ΠΑ που παράγεται από μια επιχείρηση μεταξύ του παράγοντα εργασίας και του παράγοντα κεφαλαίου. Η ΠΑ αντιστοιχεί στην αξία της παραγωγής μείον το κόστος των ενδιάμεσων καταναλώσεων. Μετρά τον νέο πλούτο που παρήχθη κατά τη διάρκεια ενός κύκλου παραγωγής. Η κατανομή της ΠΑ έχει ισχυρή πολιτική διάσταση καθώς καθορίζει την κατανομή των καρπών της οικονομικής παραγωγής μεταξύ της εργασίας, του κεφαλαίου και των εισοδημάτων που συλλέγει το κράτος. Αυτή η κατανομή έχει εξελιχθεί σημαντικά υπέρ του κεφαλαίου σε πολλές χώρες. Σε διαφορετικό επίπεδο σκέψης η αμοιβή δεν πρέπει να περιορίζεται στη χρηματική ΠΑ, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη συμβολή της εργασίας στην ευημερία της κοινωνίας.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια κρίση αγοραστικής δύναμης άνευ προηγουμένου. Το 2022, ο πληθωρισμός ήταν 9,6% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ και 9,2% στις χώρες της ΕΕ, σύμφωνα με τη Eurostat. Ωστόσο, οι μισθοί αυξήθηκαν μόνο κατά 4,4% στην ΕΕ την ίδια περίοδο, πράγμα που σημαίνει πτώση των πραγματικών μισθών κατά περίπου 2,4% στην Ευρώπη. Επιπλέον, οι ανισότητες θα αυξηθούν, επειδή οι πιο αδύναμοι αφιερώνουν μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες όπως η ενέργεια, τα τρόφιμα και η κινητικότητα, οι τιμές των οποίων έχουν αυξηθεί ακόμη πιο γρήγορα από τα άλλα στοιχεία του προϋπολογισμού των νοικοκυριών.

Η αποδυνάμωση των συνδικάτων, η παγκοσμιοποίηση και η απειλή των μετεγκαταστάσεων, η ανάπτυξη της προσωρινής και αβέβαιης εργασίας βοηθούν να εξηγηθεί ότι το μερίδιο της εργασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται από τη δεκαετία του 1980.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας διαπίστωσε ότι οι ουσιαστικοί εργαζόμενοι αμείβονταν, κατά μέσο όρο, 26% λιγότερο από τους άλλους. Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι σε ζωτικής σημασίας υπηρεσίες για την κοινωνία, σε τομείς όπως η παραγωγή και το λιανικό εμπόριο τροφίμων, η υγειονομική περίθαλψη, η καθαριότητα και η υγιεινή και οι μεταφορές είναι κακώς αμειβόμενοι. Ενώ η πραγματική συμβολή της εργασίας στη γενική ευημερία δεν μπορεί να περιοριστεί στη χρηματική ΠΑ, η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τι θα πληρώσει ο τελικός καταναλωτής του αγαθού ή της υπηρεσίας. Η αντιστροφή αυτής της τάσης είναι δυνατή.

Οι προτάσεις που παρουσιάζονται πρόσφατα στα Ηνωμένα Εθνη στοχεύουν στην ευαισθητοποίηση αυτής της αδικίας. Ξεκινούν από την αρχή ότι για να είναι δίκαιη η αμοιβή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την οικονομική αξία που δημιουργούν οι εργαζόμενοι, αλλά και τη συνεισφορά τους στην κοινωνία.

Τα κράτη θα μπορούσαν να καταρτίσουν έναν κατάλογο βασικών αγαθών και υπηρεσιών (των οποίων η αξία είναι υψηλή για την κοινωνία) και να διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους τομείς θα δουν τους μισθούς τους να αυξάνονται. Θα μπορούσαν και αντίστροφα. Να καταρτίσουν έναν κατάλογο επαγγελμάτων που επί του παρόντος αμείβονται υψηλά, παρ’ όλο που δημιουργούν αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις και να βάλουν πλαφόν στις ανώτατες αποδοχές σε αυτούς τους τομείς.

Ο Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης και ακαδημαϊκός