Ας συνεννοηθούμε πρώτα για τους όρους. Παραπολιτική είναι η ενασχόληση με τη μορφή και όχι το περιεχόμενο της πολιτικής, η επικέντρωση στο επιφανειακό και το επουσιώδες, η «εικόνα» ως εργαλείο χειραγώγησης, η ανοιχτή απαξίωση του λόγου και της λογικής. «Μεταπολιτική» (θα μπορούσε να) είναι η δυνατότητα που προσδίδει η χωνεμένη εμπειρία για άρση πάνω από τις μικρότητες της πολιτικής και για διερεύνηση της «μεγάλης εικόνας». Αν συμφωνήσουμε σε αυτά, είναι προφανές ότι η παραπολιτική είναι αυτή που θριάμβευσε στον πρώτο γύρο των εκλογών για την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όχι η «μεταπολιτική». Οφείλουμε όμως να συμφωνήσουμε και σε κάτι άλλο: πάνω από τις αξιολογικές κρίσεις, στην πολιτική μετράει το αποτέλεσμα, ιδίως το εκλογικό αποτέλεσμα. Υπ’ αυτή την έννοια, όσο κι αν δεν παίρνω πίσω ούτε μια λέξη από όσες έγραψα σε αυτές τις στήλες πριν από 15 ημέρες – για έναν υποψήφιο που δεν ανανέωσε αλλά έσυρε προς τα κάτω την εκλογική αναμέτρηση, που πρόσφερε μόνο μια τεχνητά λαμπερή εικόνα και αμέτρητες κοινοτοπίες, που δεν έδειξε να έχει σχέση ούτε με τον πολιτικό χώρο που θέλει να εκπροσωπήσει ούτε με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας –, δεν μπορώ να αγνοήσω – δεν μπορεί κανείς που ασχολείται με την πολιτική και τους θεσμούς στην Ελλάδα να αγνοήσει ή να υποτιμήσει – το γεγονός ότι ο υποψήφιος αυτός κέρδισε με δημοκρατικά αναμφισβήτητο τρόπο την πρώτη κρίσιμη μάχη και ετοιμάζεται να κερδίσει και τον τελικό πόλεμο. Ερχόμενος από το πουθενά, ναι, οδηγώντας στο άγνωστο, επίσης, σηματοδοτώντας πιθανότατα μια δημοκρατική υποχώρηση, αλλά αλλάζοντας ανεπίστρεπτα τα δεδομένα και φωτίζοντας με νέο φως την κατάσταση στο κόμμα του και στη χώρα μας.

Δυο είναι, στα μάτια μου, τα κρίσιμα στοιχεία που αποκαλύπτει αυτή η εντελώς αναπάντεχη, ως πολύ πρόσφατα, εξέλιξη. Το πρώτο συνδέεται με την ένδεια του πολιτικού λόγου, του συγκεκριμένου προσώπου αλλά και γενικότερα, και ιδίως με το κενό που έχει δημιουργήσει αυτή η ένδεια: τίποτα δεν ικανοποιεί και τίποτα δεν πείθει, σε βαθμό που η κοινωνία – ένα σεβαστό μέρος της τουλάχιστον – να είναι έτοιμη να δοκιμάσει και να διακινδυνεύσει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της σχεδόν βέβαιης διάψευσης των ελπίδων που εναπόθεσε στον φορέα του «νέου». Η επιτυχία μιας πολιτικής φούσκας αντανακλά, από αυτή την άποψη, μια συλλογική αποτυχία: μιας κυβέρνησης που επίσης ξαφνικά και αδικαιολόγητα «ξεφούσκωσε», μιας κοινωνικής πραγματικότητας που είναι για πολλούς ασφυκτική, μιας πολιτικής τάξης ανίκανης να εμπνεύσει και να κατευθύνει, μιας χώρας χωρίς πυξίδα, παρά τις εναλλαγές στην εξουσία, την αποφυγή του χάους, τα ασύνδετα μεταξύ τους αλλά διόλου αμελητέα βήματα προόδου σε αρκετούς τομείς. Η δεύτερη αποκάλυψη έχει να κάνει με το κόμμα για την αρχηγία του οποίου δίνεται η μάχη. Το υποπτευόμασταν αρκετοί, αλλά τώρα τα γεγονότα, δηλαδή το εκλογικό αποτέλεσμα, το αποδεικνύουν: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αυτός που ήθελε να δείχνει, και για αρκετά μεγάλο διάστημα κατάφερνε να πείθει, ότι ήταν. Ούτε κόμμα αρχών –δεν υπάρχουν αρχές όταν μετράει μόνο η εικόνα –, ούτε κόμμα της Αριστεράς – δεν μπορεί να ονομάζεται «Αριστερά» η παράδοση στον α-πολίτικο εξαμερικανισμό –, ούτε κόμμα διακυβέρνησης – η «εξουσία για την εξουσία» εξ ορισμού αντιμάχεται την προώθηση του κοινού καλού. Δεν είναι κρίμα μόνο για την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά για όλους μας.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος