Οποιο και να είναι το αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών στην αξιωματική αντιπολίτευση και δεν πιστεύω ότι τελικά θα είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο που θα ήταν αν δεν συνέβαιναν τα γεγονότα που σφράγισαν την αναμέτρηση και που θα σχολιαστούν στη συνέχεια – η σημαντικότερη, και ευρύτερη, συνέπεια φοβούμαι ότι θα είναι η επικράτηση της μικροπολιτικής επί της πολιτικής.

Η όψιμη και παταγώδης εμφάνιση του «υποψηφίου που τάραξε τα νερά» δεν πρόσθεσε νερό στον μύλο της παραπολιτικής επειδή ήταν απροσδόκητη ή «αντισυστημική». Αντίθετα, η συμμετοχή ενός προσώπου μη προερχόμενου από τον «κομματικό σωλήνα» –όπως λέγαμε παλαιότερα, πριν τον κομματικό σωλήνα αντικαταστήσει η διαδικτυακή χοάνη– θα μπορούσε να έχει αναζωογονητικό αποτέλεσμα, να εκφράσει απόψεις, τάσεις και προσδοκίες που βρίσκονταν έξω από τον ορίζοντα, ή και τις δυνάμεις, ενός «συστήματος» καταπονημένου από τη γενική κατάσταση της πολιτικής στην Ελλάδα και τις απανωτές ήττες της ψευδεπίγραφης, «πρώτη φορά Αριστεράς». Η συγκεκριμένη, ωστόσο, υποψηφιότητα –και γι’ αυτό και μόνο την κρίνω αυστηρά– δεν προσέδωσε κανένα υγιές νέο στοιχείο στην κομματική και εσωκομματική αντιπαράθεση.

Προσωπικά, και δεν νομίζω να είμαι ο μόνος, δεν είδα και δεν άκουσα τίποτα το ενδιαφέρον, τίποτα το αιχμηρό, τίποτα το νεωτερικό, τίποτα που να ταράζει τα πολιτικά νερά, να δείχνει μια πιο ευρεία, πιο απροκατάληπτη, πιο ανοιχτή στο μέλλον αντίληψη της πραγματικότητας της χώρας και του κόμματος. Γενικότητες του τύπου «μια ατζέντα για τον άνθρωπο», συνθήματα και ατάκες  σε στραμπουληγμένα ελληνικά, προβολή όχι απλώς προσωπικών αλλά ταυτοτικών στοιχείων –σαν να αρκεί στην πολιτική να ανήκεις κάπου για να είσαι κάτι–, έμφαση στην «επικοινωνία» και την «εικόνα» στην πιο αποστειρωμένη μορφή τους: αυτά ήταν τα κύρια στοιχεία μιας εξαιρετικά καλά προετοιμασμένης, όπως φάνηκε και από την αστραπιαία μιντιακή απήχηση της, εκστρατείας.

Η προσπάθεια εισαγωγής στην Ελλάδα, και μάλιστα σε «αριστερό» κόμμα, ενός πολιτικού προτύπου, του αμερικανικού, του οποίου η πιο εμβληματική «επιτυχία» ήταν η εμφάνιση και καθιέρωση του Τραμπ, η απόλυτη προσωποποίηση –«μόνο εγώ μπορώ να αντιμετωπίσω τον Πρωθυπουργό»– εξαιρετικά σύνθετων διλημμάτων, η εύκολη, στο όνομα της ηλικιακής νεότητας και της αναπόδεικτης πρωτοπορίας, υπεραπλούστευση των πάντων, δεν πλουτίζουν, αλλά φτωχαίνουν και αποπροσανατολίζουν, κατά τη γνώμη μου, την πολιτική αντιπαράθεση, αδικώντας παράλληλα τους λοιπούς σοβαρότερους, παρά την όποια φθορά, υποψηφίους. Εκτός αν στόχος ήταν ακριβώς αυτός, η εξασθένησή τους.

Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται για καινοφανές φαινόμενο, αλλά για προέκταση εντός του χώρου της «Αριστεράς» –κυβερνητικής ή αντισυστημικής, εναπόκειται στην ίδια να αποφασίσει και να το αποδείξει– διάχυτων κοινωνικών και πολιτικών τάσεων της «εποχής του Διαδικτύου». Οι τάσεις αυτές είναι γνωστές και δίπλα μας: επιφανειακότητα, εστίαση στην «εικόνα» και αδιαφορία για την ουσία, από-πολιτικοποίηση υπό τον μανδύα του «όλα είναι πολιτική», ένδεια Λόγου πίσω από ποταμό ασήμαντων λόγων. Είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν συνθήκες για την εκλογή αρχηγών χωρίς τίποτα το ηγετικό, για υπουργοποίηση ανθρώπων με μόνο κριτήριο την «ισορροπία δυνάμεων», για εκλογή και επανεκλογή –οι δημοτικές πλησιάζουν– ανθρώπων που δεν ανταπεξήλθαν ή και έβλαψαν στον χώρο ευθύνης τους, για εγκατάλειψη της προσπάθειας να βρεθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις. Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά στην Ελλάδα, ιδίως στη δημοκρατικά αντιπολιτευόμενη Ελλάδα, υπάρχει ακόμα λιγότερη πολυτέλεια για τέτοιου είδους σπατάλη δυνάμεων.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι Νομικός, Δημοσιολόγος

και πρώην Ευρωβουλευτής