Το σύνθημα -και το στοίχημα- σχετικά με τις εθνο-θρησκευτικές μειονότητες στη Γαλλία ήταν πάντοτε «να ζήσουμε μαζί». Αλλά το ερώτημα παραμένει: πώς να ζήσουμε μαζί όταν δεν έχουμε τίποτα κοινό κι όταν οι μεν επιρρίπτουν την ευθύνη για όλα τους τα δεινά στους δε; Μερικοί σχολιαστές κάνουν λόγο για ασύδοτους λαφυραγωγούς, άλλοι για «εξεγέρσεις της πείνας». Κανείς δεν πεινάει στη Γαλλία: κι αν γίνεται πλιάτσικο, δεν γίνεται για το ψωμί· γίνεται για το iPhone -κατά προτίμηση το 14 pro. Τα κοινωνικά δίκτυα οξύνουν τα πνεύματα: καθώς όλοι θεωρούν ότι δικαιούνται να εκφράσουν γνώμη, το ηφαίστειο των γνωμών εκρήγνυται. Φταίει η εθνοτική καταγωγή, φταίει η κοινωνική διαστρωμάτωση και οι ανισότητες, φταίει η παιδεία και η καταραμένη φτώχεια. Τι θα κάνουμε; Ποιος φταίει; Τι φταίει; Πιστεύουμε πραγματικά στην αρμονία μεταξύ τόσο διαφορετικών κοινοτήτων που, αντί να εξομοιώνονται στο πέρασμα του χρόνου, αποκτούν όλο και περισσότερες διαφορές, τις οποίες, επιπλέον, επιδεικνύουν κραυγαλέα; Και πάλι: ποιος φταίει και τι φταίει γι’ αυτή την εντατικοποίηση των διαφορών;

Το σύνθημα «να ζήσουμε μαζί» ήταν και παραμένει απλοϊκό, κυρίως επειδή δεν προέβαλλε συγκεκριμένες απαιτήσεις από τον «άλλον». Υπονοούσε «μείνε εσύ όπως είσαι, θα μείνω κι εγώ όπως είμαι» και θα πιαστούμε χέρι-χέρι. Ετσι φτάσαμε στη σημερινή εικόνα της Γαλλίας ως ταραχώδους αρχιπελάγους όπου οι διαφορετικές νησίδες διαμορφώνουν μια διάστικτη επιφάνεια: ο Jérôme Fourquet στο βιβλίο του «Το γαλλικό αρχιπέλαγος» την περιγράφει σαν το δέρμα της λεοπάρδαλης. Η λέξη «αρχιπέλαγος» ακούγεται ποιητική αλλά σημαίνει πως κάτι συμπαγές έγινε μικρά κομματάκια και διασκορπίστηκε: όπως γράφει ο Sylvain Tesson στο περιοδικό «Le Point», η Γαλλία μοιάζει σήμερα με πίνακα του Τζάκσον Πόλλοκ. Εμμονη ιδέα περί δικαιωματισμού, κοινωνική πόλωση πιθανώς οξύτερη από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αντιφάσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στην πολιτική του κοσμικού κράτους και στην de facto πολυπολιτισμικότητα· αντιφάσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στο κράτος δικαίου και στο αναρχικό όραμα· αντιφάσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στον «σεβασμό των θρησκειών» και στο όραμα της αθεΐας.

Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε και να παραδεχτούμε ότι, στη Γαλλία έχουν δημιουργηθεί, εδώ και δεκαετίες, χώροι όπου δεν φτάνει ο γαλλικός νόμος· όπου, κατά κάποιον τρόπο, δεν πέφτει φως: η μοίρα των ανθρώπων μένει στο σκοτάδι, ίσως μάλιστα υφίσταται την επιρροή του σκοταδισμού. Αλλά, σε μια κοινωνία όπως η γαλλική, που λατρεύει την αναρχία, αυτή η απουσία ελέγχου δεν προσλαμβάνεται ως πρόβλημα, συχνά μάλιστα γίνεται ανεκτή ως εξέγερση έναντι της εξουσίας. Πολλοί στην άκρα αριστερά θεωρούν τους βανδάλους δυνάμει επαναστατικό υλικό· στην ουσία, πρόκειται για στοιχείο της παρακμής των λαϊκών κινημάτων: από τη βιομηχανική εργατική τάξη ξεπέσαμε στους κακομαθημένους μικροαστούς και στη συνέχεια σε ένα συρφετό από αμόρφωτους και βάναυσους νεαρούς με ένστικτο αγέλης. Παρόμοιο λούμπεν κοινό προσπαθούσαν να προσελκύσουν οι επαναστάτες της ομάδας «Σπάρτακος» στη Γερμανία του 1919 -έκτοτε, το λούμπεν προλεταριάτο έγινε το αγαπημένο παιδί της άκρας αριστεράς η οποία περιφρόνησε την κοινωνική αναβάθμιση των εργαζόμενων μαζών και προσκολλήθηκε στους «χαμένους» του συστήματος. Οσο χαμηλότερα τόσο καλύτερα: αυτές είναι οι βλέψεις και τα ιδεώδη κομμάτων όπως η σημερινή Ανυπότακτη Γαλλία.

Το 2006 οι υπηρεσίες ασφαλείας είχαν συντάξει έναν κατάλογο 172 συγκροτημάτων λαϊκών κατοικιών όπου η αστυνομία δεν μπορούσε να εισχωρήσει. Με λίγα λόγια, δεν ξέρουμε τι εκτυλίσσεται -ποιοι νόμοι παραβιάζονται, ποια και πόσα είναι τα θύματα των παραβιάσεων- σε πολλές από τις cités όπου ζουν Αραβες και Αφρικανοί. Πολλοί παρατηρητές ισχυρίζονται ότι από το 2006 ο αριθμός των «απαγορευμένων cités» έχει αυξηθεί -και πώς να μην αυξηθεί εφόσον, στο μεταξύ, τίποτα από τα λιγοστά που έχουν γίνει δεν έφεραν ορατό αποτέλεσμα; Το έχω ξαναγράψει: ο εσωτερικός πόλεμος ροκανίζει το έδαφος της Γαλλίας. Δεν πρόκειται για «γκέτο»: τα σύνορα του γκέτο επιβάλλονται απέξω, μέσω διακρίσεων και πιέσεων. Αντιθέτως, σε πολλές μικρές πόλεις-δορυφόρους οι διακρίσεις και οι πιέσεις είναι εσωτερικές.

Oι εθνοφυλετικές στατιστικές απαγορεύονται στη Γαλλία. Ούτε μπορούν να ερωτηθούν οι πολίτες σχετικά με το θρήσκευμά τους. Ετσι, δεν ξέρουμε τις πεποιθήσεις των ανθρώπων που προέρχονται από την εξω-ευρωπαϊκή μετανάστευση. Στην πραγματικότητα, δεν ξέρουμε ούτε τους αριθμούς: από τα ονόματα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στη Γαλλία περίπου 10% του πληθυσμού προέρχεται από αραβομουσουλμανική ή αφρικανική κουλτούρα -αλλά, το κριτήριο δεν είναι αξιόπιστο· άλλωστε, τα «εξωτικά» ονόματα είναι της μόδας. Να σημειωθεί πάντως ότι, σε έρευνα του Ιnstitut Ipsos το 2016, η πλειοψηφία των Γάλλων δήλωνε πως οι μουσουλμάνοι αποτελούν το 31% του πληθυσμού: δεν ισχύει φυσικά· η υπερβολή μαρτυρεί την «υπερ-ορατότητά» τους. Συγκεχυμένες πληροφορίες έχουμε για τον αριθμό των παιδιών που δεν φοιτούν στο σχολείο: υπολογίζονται γύρω στις 100.000· μεγάλο μέρος των οποίων είναι τσιγγάνοι. Κι ενώ το ποσοστό όσων εγκαταλείπουν το σχολείο πριν από το απολυτήριο εμφανίζεται χαμηλό -6% περίπου- έχει ενδιαφέρον ότι μόνο 56% των 20χρονων σπουδάζουν κάτι. To 17% των νέων 18-25 ετών είναι άνεργοι, κυρίως επειδή δεν έχουν συγκεκριμένες δεξιότητες: η έλλειψη δεξιοτήτων και απασχόλησης δυσχεραίνει την κοινωνική ένταξη και ευνοεί παράνομες δραστηριότητες -και επομένως μπλεξίματα με τον νόμο- εγκαθιστώντας ήθος κατά της εργασίας και του οργανωμένου «συστήματος».

Οι νεαροί των προαστίων δεν είναι ακριβώς «μουσουλμάνοι»: συχνά αυτοπροσδιορίζονται ως μουσουλμάνοι για να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τους Γάλλους που είναι είτε Καθολικοί, είτε Προτεστάντες, είτε άθρησκοι -η αθεΐα είναι η πιο διαδεδομένη γαλλική πεποίθηση ως προς το υπερπέραν. Εξίσου συχνά οι «νεαροί» δηλώνουν υπέρ της ισλαμιστικής τρομοκρατίας: όχι ότι οι ίδιοι θα γίνονταν ποτέ καμικάζι. Διαμορφώνεται μια πόζα που προσομοιάζει σ’ εκείνη των αναρχοφασιστών και που δημιουργεί εκλεκτικές συγγένειες διευκολύνοντας τις εν λόγω διασταυρώσεις. Οι υποκουλτούρες αλληλοεπικαλύπτονται και οι κώδικες -ενδυματολογικοί, γλωσσικοί, συμπεριφορικοί- φαίνονται ίδιοι όπως και οι μικρές, καθημερινές επιδιώξεις: το iPhone 14 pro είναι ένα παράδειγμα.