Η προσέγγιση του λεγόμενου πολιτικού Κέντρου αποτελεί διαχρονικά κεντρικό στόχο των κυβερνήσεων, είτε εκκινούν από τη δεξιά είτε από την αριστερή πλευρά του χάρτη. Εκεί βρίσκονται οι μεγάλες δεξαμενές και αυτές κρίνουν σχεδόν πάντοτε το εκλογικό αποτέλεσμα. Υπό αυτή την έννοια, η πορεία προς το Κέντρο που σηματοδότησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην έναρξη του τριημέρου των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, δείχνει αυτονόητη κίνηση – πολύ περισσότερο γιατί στις 25 Ιουνίου κυριάρχησε και στις δεξαμενές των κεντρώων. Η διαφορά – που μπορεί να αποδειχθεί κεφαλαιώδους σημασίας για την εγχώρια πολιτική σκηνή – είναι ότι ο Μητσοτάκης δεν προανήγγειλε ένα άνοιγμα στους κεντρώους, αλλά μια μετατόπιση της ΝΔ στον χώρο του Κέντρου. Με το δίλημμα «πρόοδος ή οπισθοδρόμηση» αποκήρυξε με τον δικό του τρόπο τον ταυτοτικό χαρακτηρισμό της συντηρητικής παράταξης για το κόμμα του. Για την ιστορική διαδρομή της ΝΔ, ενδεχομένως να αποδειχθεί ο μεγαλύτερος σταθμός μετά την ίδρυσή της το 1974. Το χρονοδιάγραμμα της μετατόπισης μπορεί να έχει πολλά στάδια, αλλά μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές του φθινοπώρου στην κομματική έδρα της Πειραιώς περιμένουν τις πρώτες κινήσεις για τη δημιουργία της «νέας Νέας Δημοκρατίας».

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η πρώτη κίνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έγινε ήδη το απόγευμα της Πέμπτης από το βήμα της Ολομέλειας. Σταματώντας το χρονόμετρο στο 2004 και διαγράφοντας επί της ουσίας την κυβερνητική περίοδο του Κώστα Καραμανλή, ο Πρωθυπουργός μετέβαλε τα κομματικά ορόσημα. Η 15ετία που ακολούθησε έως το 2019 ήταν περίπου χαμένος χρόνος – για μια χώρα που αναζητούσε πυξίδα και ένα νέο εκσυγχρονιστικό κύμα. Κατά τη δική του προβολή, στην περίοδο του Κώστα Σημίτη εξαντλήθηκε η τελευταία μεγάλη προσπάθεια για ριζικές αλλαγές και εθνικές επιτυχίες. Η ΟΝΕ ήταν ο τελευταίος σταθμός εθνικής υπερηφάνειας και τώρα πρέπει να βρούμε νέους στόχους – με το βλέμμα στο Κέντρο.

Σε μια πρώτη ματιά, δείχνει παράδοξο ότι με το βλέμμα στο Κέντρο είχε κινηθεί και ο Κώστας Καραμανλής, στη δική του περίοδο που προσπερνά ο Μητσοτάκης. Αλλά δεν είναι. Μπορεί ο Καραμανλής να εξυμνούσε τον κοινωνικό «μεσαίο χώρο», σε μια προσπάθεια να τον διαχωρίσει και από το πολιτικό Κέντρο, και παράλληλα να διαμήνυε ότι η δική του ΝΔ «δεν συνομιλεί με τα άκρα», αλλά στα δικά του χρόνια κορυφώθηκε η τοξικότητα και άρχισαν να ακροβολίζονται πολιτικές ομάδες και ψηφοφόροι. Ο δικός του καταγγελτικός λόγος και η δική του συνωμοσιολογική λογική, διαμόρφωσαν ένα κοινό που μπορούσε να ακολουθήσει χωρίς ενδοιασμούς κομματίδια και μορφώματα. Οι προκαταρκτικές έρευνες κατά της κυβέρνησης Σημίτη που τροφοδοτούσαν το 2000-2004 την πολιτική σύγκρουση σχεδόν σε καθημερινή βάση (με τη συνδρομή του τότε προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Δημήτρη Παπαγγελόπουλου – μετέπειτα διοικητή της ΕΥΠ και στη συνέχεια αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Τσίπρα), ήταν το προσάναμμα για τη φωτιά στα χρόνια του μνημονίου. Η συνταγή Καραμανλή ενίσχυσε αποσχιστικές κινήσεις από τον βασικό κομματικό κορμό. Το κόμμα Καρατζαφέρη, το κόμμα Καμμένου και σήμερα το κόμμα Βελόπουλου βασίστηκαν σε μια εθνικιστική και συνωμοσιολογική ατζέντα που βρήκε χώρο στην περίοδο Καραμανλή. Σε εκείνη τη φάση, άλλωστε, η επένδυση στην τοξικότητα και τη συνωμοσιολογία από τον Κώστα Καραμανλή, συνάντησε τον εισαγγελικό λόγο του Νίκου Κωνσταντόπουλου και – παράλληλα με τα «εθνεγερτήρια» κηρύγματα του τότε αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για τις ταυτότητες – άρχισαν να προσφέρουν άλλοθι σε ένα ακροβολισμένο κοινό που συνεχώς μεγάλωνε. Εξι χρόνια μετά, το μνημόνιο βρήκε έτοιμο ακροατήριο – που έσπρωξε και τον Αλέξη Τσίπρα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τραβήξει τη δική του διαχωριστική γραμμή απέναντι στην πολιτική τοξικότητα ήδη από το 2019. Το επόμενο βήμα είναι να καταγραφεί ως εκφραστής ενός «προοδευτικού χώρου» που τέμνει οριζόντια τον κομματικό χώρο από την Κεντροδεξιά έως την Κεντροαριστερά. Αν κάτι δείχνει η «διαγραφή» της περιόδου Καραμανλή, είναι πως ο Μητσοτάκης ξέρει ότι πλέον δεν θα συναντήσει εμπόδια…