Η έκδοση ενός αδημοσίευτου χειρογράφου του Μισέλ Φουκό είναι από μόνη της μια σημαντική είδηση. Ιδίως όταν πρόκειται για ένα χειρόγραφο γραμμένο το καλοκαίρι του 1966, την ώρα που έχει ξεσπάσει η μεγάλη συζήτηση πάνω στις «Λέξεις και τα Πράγματα» και το πρόγραμμα της «αρχαιολογίας των επιστημών του ανθρώπου» που είχε ξεδιπλώσει ο Φουκό. Ενα χειρόγραφο δουλεμένο, συνεκτικό και σε μεγάλο βαθμό πλήρες. Το ενδιαφέρον ενισχύεται από το ότι ο Φουκό τελικά δεν το δημοσίευσε, παρότι βρίσκουμε απηχήσεις των θέσεων που διατυπώνονται εδώ σε άλλα κείμενα και παρεμβάσεις εκείνης της εποχής. Αυτό εξηγεί γιατί θεωρήθηκε εκδοτικό γεγονός η κυκλοφορία του βιβλίου «Michel Foucault, Le discours philosophique» (Ο φιλοσοφικός λόγος), φέτος από τις εκδόσεις Seuil, στο πλαίσιο ενός εκδοτικού προγράμματος που μετά την έκδοση των διαλέξεών του στο Κολέγιο της Γαλλίας, προχωρά σε κείμενα ανέκδοτα πριν την περίοδο των διαλέξεων.

Ομως, αυτό που κάνει το βιβλίο πραγματικά σημαντικό είναι ότι μας αποκαλύπτει ότι ο Φουκό ήθελε να συμμετέχει στη μεγάλη συζήτηση πάνω στο τι είναι η φιλοσοφία. Ας μην ξεχνάμε ότι ο 20ος αιώνας ήταν η κατεξοχήν περίοδος κριτικής επερώτησης του θεωρητικού καθεστώτος της φιλοσοφίας. Αλλωστε, η ανάπτυξη των επιστημών, τόσο των θετικών όσο και των κοινωνικών, ήδη από τον 19ο αιώνα είχε στην πράξη καταργήσει το ιδιαίτερο καθεστώς της ως κορωνίδας των θεωρητικών πρακτικών. Επιπλέον, στη Γαλλία είχαμε μια έκρηξη του θεωρητικού στοχασμού στη μεταπολεμική περίοδο που παρότι δείχνει τυπικά να προέρχεται από τη φιλοσοφία (ή να αρθρώνεται από φιλοσόφους), στην πράξη άνοιγε νέους δρόμους κριτικού στοχασμού, πέραν των ορίων της φιλοσοφίας, ενίοτε δρόμους μιας νέας ριζοσπαστικής επιστημονικότητας στον χώρο των κοινωνικών επιστημών και των «επιστημών του ανθρώπου», μια ευρύτερη διεργασία της οποίας ο ίδιος ο Φουκό ήταν αναπόσπαστο μέρος.

Ο φιλοσοφικός λόγος

Το συγκεκριμένο κείμενο σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με τον τρόπο που ο Φουκό στοχάζεται τον ρόλο της φιλοσοφίας στο φόντο αυτού που στις «Λέξεις και τα πράγματα» είχε περιγράψει ως τον «θάνατο του ανθρώπου», δηλαδή το γεγονός ότι οι «επιστήμες του ανθρώπου» είχαν θέσει ως αντικείμενο και ταυτόχρονα ως υπερβατολογικό θεμέλιο μια έννοια του «ανθρώπου» που στην πράξη αποδεικνυόταν ότι ήταν το αποτέλεσμα δομών που λειτουργούσαν πέρα από το επίπεδο της συνειδητότητας ή της ελευθερίας του ανθρώπου. Ο Φουκό θεωρεί ότι σε αυτό το πλαίσιο χρειάζεται να δούμε τη φιλοσοφία ως μια ιδιαίτερη εκδοχή λόγου (discours), άρα να μελετήσουμε τις ιδιαίτερες τροπικότητες του φιλοσοφικού λόγου. Επιμένει έτσι ότι αυτό που ορίζει την ιδιαίτερα λειτουργία της φιλοσοφίας σε αυτή τη φάση, αλλά και τη σχέση της με το παρόν, είναι ακριβώς μια λειτουργία διαγνωστική, που συνδέεται με αυτό που ο Φουκό ονομάζει αρχαιολογία, και διακρίνεται από μια ορισμένη «επικαιρότητα» ως παρέμβαση σε μια ορισμένη συγκυρία.

Αυτή η σχέση της φιλοσοφίας με το τώρα, αποτυπώνεται στις τέσσερις βασικές λειτουργίες, της δικαιολόγησης, της ερμηνείας, της κριτικής και του σχολιασμού, που καταδεικνύουν πώς ο φιλοσοφικός λόγος δεν παράγει αλήθειες, με τον τρόπο των επιστημών, αλλά αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή παρέμβασης, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει τη σχέση του φιλοσοφικού λόγου ως «λόγου περί των λόγων» με τις άλλες μορφές λόγου. Η παρουσίαση αυτή γίνεται αναλυτικά, περιλαμβάνει τους μετασχηματισμούς του φιλοσοφικού λόγου καθώς προχωράμε προς το σήμερα, αποτυπώνει τη διαρκή οφειλή του Φουκό σε μια ορισμένη ανάγνωση του Νίτσε, αλλά και το πώς και η μελέτη του φιλοσοφικού λόγου εντάσσεται στην κομβική για τη φουκωική αρχαιολογία. ευρύτερη προβληματική του αρχείου.

Ο Λουί Αλτουσέρ

Κείμενο πυκνό που αποτυπώνει συνολικό στοχασμό πάνω στον χαρακτήρα της φιλοσοφίας ως διακριτής πρακτικής, ο «Φιλοσοφικός Λόγος» αποτυπώνει μια συνάντηση με άλλα νήματα έρευνας εκείνη την εποχή. Ο Λουί Αλτουσέρ επίσης το 1966 ξεκίνησε μια μακρά πορεία αυτοκριτικής, τμήμα της οποίας ήταν και ο αναστοχασμός της ίδιας της φιλοσοφίας. Θα εξετάσει και αυτός το ερώτημα εάν μια απάντηση θα είναι μια «γενική θεωρία του λόγου», σε σημειώσεις που θα μείνουν ανέκδοτες μέχρι τη δεκαετία του 1990, θα απομακρυνθεί από μια δυνατότητα μιας υλιστικής φιλοσοφίας που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως θεωρία της θεωρητικής πρακτικής και εγγύηση της γνωσιακής αποτελεσματικότητας των επιστημών, θα υποστηρίξει ότι οι φιλοσοφικές θέσεις αποτελούν μορφές παρέμβασης αλλά όχι «αλήθειες» και θα καταλήξει στον ορισμό της φιλοσοφίας ως σε τελική ανάλυση ταξική πάλη της θεωρίας, όπως υπενθύμισε και η πρόσφατη νέα μετάφραση της «Απάντησης στον Τζον Λιούις» από τον Τάσο Μπέτζελο για τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής.

«Παρεμβατική» φιλοσοφία

Παρότι διαφορετική η προσέγγιση του Φουκό από αυτή του Αλτουσέρ, εντούτοις και οι δύο έχουν ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι προσπαθούν να στοχαστούν τη φιλοσοφία ως μια ιδιαίτερη εκδοχή θεωρητικού στοχασμού, σε τελική ανάλυση «παρεμβατική» στη σχέση με την πραγματικότητα, που δεν μπορεί να οριστεί με τους παραδοσιακούς όρους της παραγωγής φιλοσοφικών αληθειών ή της εγγύησης των αληθειών των επιστημών, αλλά που παρ’ όλα αυτά δεν παύει να είναι αναπόσπαστο στοιχείο του θεωρητικού τοπίου.

Η αναπόδραστη φιλοσοφία

Αυτό που προκύπτει και που με έναν τρόπο εξηγεί γιατί εξακολουθούμε να έχουμε φιλοσοφικές παρεμβάσεις, συζητήσεις και αντιπαραθέσεις είναι ότι τελικά η φιλοσοφία είναι αναπόδραστη. Οτι ένα φάσμα ερωτημάτων, αντιφάσεων, επιστημολογικών εμποδίων, αμφισημιών, που διαπερνούν τη συνάντηση ανάμεσα στις θεωρητικές πρακτικές και τις υπόλοιπες κοινωνικές πρακτικές, τελικά μόνο με όρους φιλοσοφικούς μπορούν να συζητηθούν. Με μια έννοια είμαστε καταδικασμένες και καταδικασμένοι να φιλοσοφούμε.