Ομορφη μέρα στο Ρέθυμνο, μέσα Ιουνίου. Ο Αλέξης Τσίπρας βγαίνει από το κτίριο της Νομαρχίας. Εχω πάει να συναντήσω τον ήρωά μου, το μυθιστορηματικό μου πρόσωπο, όχι ακριβώς τον πρώην πρωθυπουργό, αλλά αυτόν που έχω πλάσει μες στη φαντασία μου τις προηγούμενες μέρες, συντάσσοντας τις ερωτήσεις που θα του απευθύνω. Είναι φωτεινός και ευγενέστατος. Μοιάζει να του αρέσει η ιδέα να γίνει για λίγο «δραματικό πρόσωπο». Του εξιστορώ με δυο κουβέντες τη μακρόχρονη ένταξή μου στην Ανανεωτική Αριστερά και πώς βρέθηκα απέναντι κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. «Στο τέλος της θητείας μας όμως κάναμε κάτι που έφερε πολλούς πίσω», λέει. «Συμφώνησα με τις Πρέσπες», του απάντησα. «Και τότε γιατί δεν ήρθατε κι εσείς να μας βρείτε;» ρώτησε πολύ γλυκά. Δεν έφτανε αυτό, πρόεδρέ μου, για εμένα δεν έφτανε…

Κύριε πρόεδρε, είμαι μια συγγραφέας και έστω ότι επιθυμώ να γράψω ένα μυθιστόρημα για σας ή ένα θεατρικό έργο. Η προσωπικότητά σας και η πολιτική σας πορεία νιώθω πως είναι πολύ κατάλληλες ώστε να πλάσω μια μορφή γεμάτη αντιφάσεις, ανεβοκατεβάσματα, ταραχές. Θα με βοηθήσετε να σας καταλάβω καλύτερα, ώστε να φτιάξω ένα ενδιαφέρον έργο; Το ρωτάω αυτό γιατί βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και ίσως δεν είναι εύκολο να ανοίξετε την καρδιά σας.

Νομίζω ότι η εποχή των μυθικών προσωπικοτήτων έχει περάσει προ πολλού. Δίχως να είμαι συγγραφέας, πιστεύω ότι η δική μου διαδρομή έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν τη δει κανείς ενταγμένη σε μια δύσκολη και ρευστή εποχή που σφραγίστηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση, που στη χώρα μας εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ένταση για λόγους που όλοι ξέρουμε. Σε εκείνη τη συνθήκη, εγώ – ως επικεφαλής ενός κόμματος της Αριστεράς – διατύπωσα αυτό που ήταν η πάγια θέση της παράταξής μας: ότι στις δύσκολες στιγμές η Αριστερά έχει υποχρέωση να αναλάβει την ευθύνη και όχι να οχυρωθεί πίσω από την όποια ιδεολογική της καθαρότητα. Κατά συνέπεια, οι αντιφάσεις και τα ανεβοκατεβάσματα στα οποία αναφέρεστε είναι η περιπέτεια της εποχής μας που χαρακτηρίζει όσους από εμάς διαλέξαμε όχι τη θέση του παρατηρητή, αλλά του ενεργού δρώντος.

Ο ήρωάς μου λοιπόν, εσείς, έχει μέσα του φωτεινά στοιχεία και σκοτεινά στοιχεία, κάπως πιο τονισμένα από όσο όλοι μας λίγο – πολύ έχουμε. Νιώθετε, αλήθεια, αντιφατικός;

Οι αντιφάσεις, και λογοτεχνικά μιλώντας, είναι αυτές που κάνουν τους ανθρώπους γοητευτικούς και τις αφηγήσεις ενδιαφέρουσες. Δεν τις φοβάμαι τις αντιφάσεις. Συνομιλώ με τις δικές μου και τις αναγνωρίζω. Γιατί πιστεύω ότι έχουν μια παραγωγική δύναμη: μας επιτρέπουν να βλέπουμε την κοινωνία μας όχι μέσα από δογματικά γυαλιά ή την ασφάλεια της κοινωνικής μας θέσης. Προτιμώ λοιπόν έναν άνθρωπο με αντιφάσεις, παρά ένα δημιούργημα μηχανισμών επικοινωνίας όπου δεν υπάρχουν συναισθήματα, αγωνίες και εντέλει ενσυναίσθηση. Εξάλλου, και φιλοσοφικά μιλώντας, ένα πρόσωπο χωρίς αντιφάσεις είναι ένα πρόσωπο ακίνητο. Οι αντιφάσεις είναι η κινητήρια δύναμη της εξέλιξης προσωπικής και κοινωνικής.

Από πότε συνειδητοποιήσατε ότι έχετε στόφα ηγέτη;

Δεν είμαι σίγουρος ότι συμφωνούμε στο τι είναι ο ηγέτης. Εντάχθηκα όπως είναι γνωστό στην Αριστερά σε νεαρή ηλικία και από πολύ νωρίς έμαθα εκεί ότι ο ρόλος της προσωπικότητας στην Ιστορία – για να θυμηθώ και τον Πλεχάνοφ – είναι σε διάλογο με τις κοινωνικές συνθήκες και πάνω από όλα τη συλλογική δράση. Θυμάμαι ένα επεισόδιο στο σχολείο, όταν αντέδρασα σε μια αδικία που είχα δει μπροστά μου. Δεν ήταν επειδή ένιωθα «ηγέτης». Είδα όμως μετά την εκτίμηση των συμμαθητών μου, των δικών μου ανθρώπων, και εκεί κατάλαβα ότι κάποιος πρέπει να πάρει την ευθύνη και να μιλήσει όταν οι άλλοι ενδεχομένως σιωπούν.

Γνωρίσατε μια ιλιγγιώδη άνοδο και μια αρκετά σημαντική πτώση (δεν προεξοφλώ το μέλλον). Πώς βιώσατε αυτό το ανεβοκατέβασμα. Σίγουρα μεθύσατε στη φάση της ανόδου. Είναι απολύτως κατανοητό. Ποια είναι η πιο καλή σκέψη που κάνατε για τον εαυτό σας, η πιο αυτοδοξαστική; Και ποια είναι η χειρότερη;

Ο απολογισμός είναι μια διαρκής και εν κινήσει διαδικασία. Και αν μπορώ να πω κάτι για τον εαυτό μου είναι ότι σπάνια βιώνω τα πράγματα με την τραγικότητα – είτε θετική, είτε αρνητική – που περιγράφετε. Η πολιτική είναι μια τέχνη και τεχνική που απαιτεί και διδάσκει ψυχραιμία. Προφανώς, επειδή είμαι άνθρωπος – και όπως είχε πει ο Μαρξ διά του Τερέντιου «τίποτα ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο» -, έχω νιώσει ενθουσιασμό όταν για παράδειγμα βγάλαμε τη χώρα από τα Μνημόνια ή υπέγραφα στις Πρέσπες μια συμφωνία υπέρ της ειρήνης και της σταθερότητας, αλλά και απογοήτευση όπως το βράδυ της 21ης Μαΐου. Αυτό που σκέφτομαι για μας – τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ – είναι ότι καταφέραμε αυτό που φάνταζε αδύνατο και θα είμαστε για πάντα περήφανοι για αυτό. Και η χειρότερη σκέψη είναι ότι μπορεί να έχουμε απογοητεύσει αυτούς που θέλουμε να είμαστε η φωνή τους.

Εχουμε διαβάσει και ακούσει πολλές ερμηνείες για την ήττα στις εκλογές της 21ης Μαΐου. Ενα ολόκληρο κόμμα, λένε, δεν πήρε είδηση τη στροφή της κοινωνίας. Ποια είναι η δική σας ερμηνεία;

Εχω και έχουμε καταθέσει την πρώτη μας ερμηνεία για το αρνητικό αποτέλεσμα. Την αδυναμία μας να θέσουμε μια προγραμματική αντιπαράθεση, τις εσφαλμένες επιλογές και τον εγκλωβισμό στο όραμα της απλής αναλογικής. Την ίδια στιγμή όμως, δεν παραγνωρίζω και τις αντικειμενικές συνθήκες: ότι έχουμε πια απέναντί μας ένα καθεστώς που έχει ως στόχο την εξαφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή ακόμα εκπροσωπούμε και αποτελούμε μια μη ελεγχόμενη πολιτική δύναμη. Και σε αυτή τη δυνατότητα θα επιμείνουμε: όχι για μας. Αλλά για τη χώρα.

Φαντάζομαι την αγωνία σας για τα αποτελέσματα της ερχόμενης Κυριακής. Οφείλω να το ρωτήσω: τι θα κάνετε αν διευρυνθεί κι άλλο η διαφορά σας με τη Νέα Δημοκρατία;

Κυριακή κοντή γιορτή. Ας περιμένουμε. Αυτό που σίγουρα θα κάνουμε – ανεξάρτητα από το όποιο αποτέλεσμα – είναι ότι θα δουλέψουμε πάνω στα εκλογικά και κοινωνικά δεδομένα και θα απαντήσουμε στο αίτημα των πολιτών που περιμένουν περισσότερα από μας. Ξέρω ότι εσείς φαντάζεστε μια απάντηση για το τι θα κάνω εγώ. Αλλά εγώ δεν είμαι μόνος μου. Είμαι ο επικεφαλής ενός κόμματος της Αριστεράς με παραδόσεις εσωτερικού διαλόγου, ιδεολογικής και πολιτικής ζύμωσης και δημοκρατικής λειτουργίας.

Η σχέση με τον Μητσοτάκη και η… «χούντα»

Πώς θα περιγράφατε τη σχέση σας με τον βασικό σας αντίπαλο, τον Κυριάκο Μητσοτάκη; Συντονίζεστε με όσα ακούγονται γι’ αυτόν από τα χείλη των οπαδών σας; Ή μήπως έχετε μια πιο ενδιαφέρουσα ενδόμυχη σχέση μαζί του;

Δεν είναι μυστικό ότι με τον κύριο Μητσοτάκη ανήκουμε σε διαφορετικούς κόσμους. Και αυτό που ακούω από την ελληνική κοινωνία – ακόμα και από ανθρώπους που τον ψηφίζουν – είναι ότι δεν μπορεί να υπερβεί αυτό που είναι: την εγγενή ταξική του υπεροψία και την αίσθηση ότι η εξουσία ανήκει δικαιωματικά σε ανθρώπους με τα δικά του χαρακτηριστικά. Η δική μου περίπτωση είναι η επιβεβαίωση ότι η δημοκρατία είναι το σύστημα εκείνο που διασφαλίζει τη δυνατότητα όλων μας να έχουμε λόγο στη ζωή μας. Και αυτόν τον κόσμο θέλω να εκπροσωπώ: εκείνους που συχνά ο κύριος Μητσοτάκης βλέπει ως τους αιώνιους «ψυκτικούς» στην υπηρεσία του ιδίου και της τάξης του.

Είναι χούντα αυτό που ζήσαμε τα τέσσερα τελευταία χρόνια ή αυτό που μας έρχεται; Γιατί το λένε σοβαροί άνθρωποι του χώρου σας. Την ασπάζεστε αυτή την άποψη; Εχετε δώσει εσείς γραμμή να λέγονται τέτοια πράγματα, που ολοφάνερα (κατ’ εμέ και κατά πολλούς άλλους) αντιστρατεύονται την πραγματικότητα; Γιατί, πολύ απλά, θα βρίσκονταν στη φυλακή όσοι βρίζουν το «καθεστώς» αν είχαμε χούντα.

Χούντα δεν έχουμε. Και δεν νομίζω κανείς στα σοβαρά να το έχει υποστηρίξει αυτό. Οπως φαντάζομαι ότι συμφωνείτε ότι ανάμεσα στο 2015 και στο 2019 δεν είχαμε μια κόκκινη δικτατορία ή ότι εγώ είμαι ο έλληνας Μαδούρο, όπως κατά καιρούς έχω ακούσει. Πάμε όμως στην ουσία: η Νέα Δημοκρατία ενορχήστρωσε ένα σκάνδαλο υποκλοπών με τις γνωστές διαστάσεις. Εσείς πώς θα το χαρακτηρίζατε αυτό, αν όχι ένα σοβαρότατο αντιθεσμικό ολίσθημα που διαβρώνει επικίνδυνα τη δημοκρατία μας σε βαθμό να χαρακτηρίζεται ελαττωματική; Γιατί κάπου ας μιλήσουμε για την ουσία των πραγμάτων. Κανείς το 2023 δεν φυλακίζει τους αντιπάλους του καθεστώτος. Αλλά αν ένα «καθεστώς» παρακολουθεί φίλους και εχθρούς, όπως ομολόγησε ο κύριος Μητσοτάκης, η δημοκρατία μας έχει λόγους να ανησυχεί για την ποιότητά της.

Ας αφήσουμε τον αντίπαλο και ας περάσουμε στον φίλο. Εχετε στενούς φίλους/φίλες μέσα στο κόμμα σας; Ή βιώνετε τη μοναξιά της εξουσίας;

Φυσικά έχω φίλες και φίλους. Και κοιτάω γύρω μου στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και βλέπω ανθρώπους με τους οποίους μας συνδέει μια μακρά και δύσκολη διαδρομή. Στην οποία υπήρξαν εντάσεις και διαφωνίες. Αλλά αυτό δεν ακυρώνει τίποτα. Αντίθετα ενισχύει τη βαθιά εμπιστοσύνη ότι προχωράμε και σχεδιάζουμε μαζί. Φυσικά, η εξουσία έχει τους δικούς της κανόνες. Μια ιδιότυπη μοναξιά. Για παράδειγμα δεν έχω την πολυτέλεια να πάω σε μια ταβέρνα μόνος ή με την οικογένειά μου και να περάσω απαρατήρητος. Και την ίδια στιγμή κλήθηκα και καλούμαι να λάβω αποφάσεις που είναι ταυτόχρονα συλλογικές, αλλά και ατομικές. Εκεί, το βάρος είναι μεγάλο. Και με αυτό αναμετριέμαι καθημερινά.

Η διάσημη φιλία σας με τον Παύλο Πολάκη υπάρχει ακόμα; Ή μήπως η εποχή του Ροδάκινου (θυμάμαι τα στρωμένα τραπέζια δίπλα στο κύμα) βρίσκεται μακριά πίσω; Γιατί, ενώ σας δόθηκε μια ευκαιρία να τον απομακρύνετε από τα ψηφοδέλτια, τελικά κάνατε πίσω. Μήπως σας θέλγει κάπου το στυλ «αγριάνθρωπος»;

Με τον Παύλο είναι γνωστό ότι έχουμε μοιραστεί ωραίες καλοκαιρινές στιγμές στη Νότια Κρήτη. Οπως επίσης γνωστό είναι ότι έχουμε διαφωνήσει και πολλές φορές, αλλά αυτό αφορά τη σφαίρα της πολιτικής. Οπως στη σφαίρα της πολιτικής ανήκει και το ότι αποφασίσαμε, συλλογικά, να δώσουμε μαζί την εκλογική μάχη. Αλλά κάπου καλό είναι να σκεφτούμε και τους όρους του δημόσιου διαλόγου. «Αγριάνθρωπος»; Είναι δυνατόν; Το θεωρώ προσβλητικό, όσο και αν αντιπαθεί κανείς ένα δημόσιο πρόσωπο, να καταφέρεται με τέτοιους χαρακτηρισμούς. Αλλα και άδικο, γιατί όσο και αν πολλές φορές και ο ίδιος αδικεί τον εαυτό του με την εικόνα που αναπαράγει, είναι ένας εξαιρετικός επιστήμονας και γιατρός, κατά κοινή ομολογία των ασθενών και των συναδέλφων του.

Ζήσατε στον μεγάλο κόσμο, καθίσατε πλάι στα ισχυρότερα πρόσωπα του πλανήτη. Σηκώνατε το τηλέφωνο και μιλούσατε απευθείας με την Ανγκελα Μέρκελ ή με τον Ολάντ. Υπήρξε κάποια στιγμή που να είπατε: θα προτιμούσα να είμαι σε μια παραλία με κλειστό το κινητό μου και να απολαμβάνω τη θάλασσα ήσυχα ήσυχα με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου;

Φυσικά. Και νομίζω ότι αυτό είναι το αναγκαίο αντίβαρο για να μην καβαλήσει κανείς το καλάμι. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Η πολιτική έχει προνόμια. Και την ίδια στιγμή χάνει κανείς – οριστικά – το προνόμιο που μόλις περιγράψατε. Οσο μπορώ, με τη σύντροφό μου και τα παιδιά μου αναζητούμε την ήσυχη θάλασσα. Αλλά ξέρω και ξέρουν ότι αυτό κρατάει λίγο. Δεν παραπονιέμαι. Θα ήταν άδικο.

Η φύση σάς προίκισε με λαμπερή ομορφιά. Στο υποθετικό μυθιστόρημά μου το γεγονός αυτό θα παίξει οπωσδήποτε κάποιον ρόλο. Εσείς τι θέση θα του δίνατε στη ζωή σας;

Με κολακεύετε, αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ τον εαυτό μου μέσα από το πρίσμα της «λαμπερής ομορφιάς». Συνήθως οι άνθρωποι σχολιάζουν το χαμόγελό μου. Και αυτό είναι ένα κομπλιμέντο που το δέχομαι και με κάνει να νιώθω καλύτερα. Γιατί είναι ο δείκτης ότι παραμένω, μέσα από τη δίνη της πολιτικής, ένας κανονικός άνθρωπος.

Η χρήση που κάνετε της ελληνικής γλώσσας δεν είναι αψεγάδιαστη. Σας ενοχλεί που κάνετε λάθη; Ή μήπως αγανακτείτε με όσους/όσες άλλη δουλειά δεν έχουν από το να εντοπίζουν γλωσσικά ολισθήματα;

Να με ενοχλεί που δεν είμαι αψεγάδιαστος; Δηλαδή να με ενοχλεί που είμαι κανονικός άνθρωπος; Οχι βέβαια! Από την άλλη ούτε το ότι κάποιοι δεν κάνουν άλλη δουλειά από το να αλέθουν ώρες συνεντεύξεων για να εντοπίσουν γλωσσικά ολισθήματα με ξαφνιάζει. Γιατί εν τέλει αυτή είναι η δουλειά τους. Αυτό που με ενοχλεί είναι όταν επιχειρείται να στηθεί η πολιτική αντιπαράθεση πάνω σε ένα γλωσσικό ολίσθημα. Οπως τις προάλλες σε μια συνέντευξη στον κ. Σρόιτερ, όπου την επόμενη μέρα αντί να συζητάμε για την ουσία – ότι ο κύριος Μητσοτάκης αμφισβητεί τον πατριωτισμό του 20% του ελληνικού λαού – επιχειρήθηκε να εστιαστεί η συζήτηση σε ένα δικό μου σαρδάμ. Δεν πειράζει. Θα επιμείνω: όλοι και όλες πρέπει να αντισταθούν στην επιχείρηση τρομοκράτησης κάθε κοινωνικής ομάδας, ότι θα περάσει τέσσερα δύσκολα χρόνια, αν τολμά να έχει άλλη άποψη από αυτή της εξουσίας. Νομίζω δεν έχει γλωσσικά ολισθήματα αυτή η πρόταση. Επισημαίνει όμως τη διολίσθηση της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας σε κάτι πιο σοβαρό: στην εργαλειοποίηση ευαίσθητων θεμάτων για μικροκομματικούς σκοπούς.

Οι «μενουμευρωπαίοι» και το μέλλον της Αριστεράς

Πρόεδρε, θα σας εξομολογηθώ ότι πέρασα πολύ άσχημα τα χρόνια που κυβερνήσατε. Ανήκω στους προερχόμενους από την Αριστερά «μενουμευρωπαίους» που τόσο μας λοιδορήσατε. Κάποιος έγραψε το 2015 ότι όλους εμάς τους πρώην Ρηγάδες πρέπει να μας βάλετε στο… «ψυγείο» και να μας κρατήσετε για πάντα εκεί! Και τώρα κάποιοι μάς χαρακτηρίζουν «ανανήψαντες». Γιατί εξαπολύσατε τέτοια εχθροπάθεια προς τους παλιούς συντρόφους που διαφώνησαν με τις επιλογές σας;

Οπως καλά γνωρίζετε, περιτριγυρίζομαι από πρώην Ρηγάδες. Οπότε δεν θα μπορούσα να συμμερίζομαι την άποψη ότι πρέπει να μπουν στο ψυγείο. Τρέφω απεριόριστο σεβασμό για τη γενιά σας και τη διαδρομή της. Και απεριόριστο σεβασμό στο δικαίωμά σας να έχετε σήμερα άλλες απόψεις. Αλλά μιας και ανοίξατε αυτή την κουβέντα, κι εγώ θα σας ρωτούσα: Γιατί άνθρωποι που πέρασαν – έστω φευγαλέα – από την Αριστερά έδειξαν τέτοια δυσανεξία στην ιδέα ότι η Αριστερά μπορεί να ασκήσει εξουσία και να ανταποκριθεί στο αίτημα της εποχής μας για ριζικές αλλαγές; Και γιατί έδειξαν τέτοια εχθροπάθεια απέναντι στους αδύναμους που διεκδικούσαν να ζήσουν καλύτερα; Και αυτό που μου κάνει εντύπωση στο φαινόμενο που περιγράφετε είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουμε ανθρώπους της Αριστεράς που για τον χ ή ψ λόγο δεν συμφωνούν μαζί μας, που όπως είπα είναι δικαίωμά τους. Αλλά επιλέγουν μια πορεία κριτικής που όχι μόνο δεν έχει σχέση με όσα υπερασπίστηκαν στα νεανικά τους χρόνια, αλλά ταυτίζεται με απόλυτο τρόπο με όσα πολέμησαν. Δεν υποστηρίζουν απλά τον κ. Μητσοτάκη, αλλά δικαιολογούν τα πάντα. Ακόμη και τις υποκλοπές ή το τραγικό ναυάγιο με τους 600 νεκρούς. Ή διστάζουν να πουν το αυτονόητο, όπως όταν κάναμε το βήμα της επίλυσης του Μακεδονικού. Δεν ξέρω αν για εσάς αυτά παραπέμπουν σε κάποιο ευρωπαϊκό ιδεώδες. Μείναμε λοιπόν Ευρώπη. Και αυτό θέλαμε και εμείς. Ας δούμε όμως τώρα και πόσοι από εμάς θέλουμε εν τέλει πραγματικά η χώρα μας να μην αποκλίνει από ορισμένες σταθερές ευρωπαϊκές αξίες.

Από το παρελθόν ας στραφούμε τώρα στο μέλλον. Πιστεύετε πως υπάρχει μέλλον στην ιδέα «Αριστερά»; Πάντως ως καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης σάς βεβαιώνω ότι εδώ και πάμπολλα χρόνια φοιτητές και φοιτήτριες δεν γνωρίζουν τι είναι αυτές οι παλαιοντολογικές διαιρέσεις. Μάλλον ενδιαφέρονται για συγκεκριμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα.

Αυτό που βλέπω εγώ είναι ότι η ελληνική νεολαία πρωταγωνιστεί σε νέα κοινωνικά κινήματα, όπως αυτό για τις έμφυλες διακρίσεις και το δικαίωμα του σεξουαλικού αυτοπροσδιορισμού. Και βγαίνει στον δρόμο. Οπως έκανε στον απόηχο της τραγωδίας στα Τέμπη, κατονομάζοντας τις ευθύνες και αρθρώνοντας έναν πολιτικό λόγο με βάθος και περιεχόμενο. Η σύγχρονη Αριστερά έχει μέλλον. Διάφοροι σχολιαστές την είχαν ξεγράψει και στο παρελθόν, σας θυμίζω. Και απλά έπεσαν έξω. Η Αριστερά είναι η δύναμη των συγκεκριμένων λύσεων σε συγκεκριμένα προβλήματα. Οι λύσεις όμως είναι πολιτικές και όχι τεχνικές. Δεν υπάρχει ουδέτερη σκοπιά από την οποία να μπορείς να ορίσεις τα προβλήματα και να επιδιώξεις και τη λύση τους. Αλλιώς ορίζει τα προβλήματα η Δεξιά και αλλιώς η Αριστερά. Αν εσείς μπορείτε να βρείτε αυτό το ουδέτερο, εξωτερικό σημείο, τη σκοπιά που δεν είναι σκοπιά, θα έχετε λύσει το ίδιο το πρόβλημα της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της επιστήμης. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας, από τη δική μας σκοπιά, από τη σκοπιά της Αριστεράς, είναι η ανισότητα και μάλιστα η ταξική ανισότητα. Οσο θα συνεχίσουν να υπάρχουν τάξεις, θα συνεχίσει να υφίσταται και η πολιτική διαίρεση σε Αριστερά και Δεξιά.

Φθάνοντας στο τέλος, ας επανέλθουμε στον «δραματικό ήρωα» Αλέξη Τσίπρα. Σκέφτεστε, αλήθεια, το απώτερο μέλλον; Φαντάζεστε ποτέ την Ιστορία σαν μια αυστηρή γυναικεία μορφή, π.χ. σαν αυτή που ζωγράφισε ο Νικόλαος Γύζης, να κρατά μια πένα και να γράφει; Τι φαντάζεστε ότι θα γράψει για σας;

Δεν ξέρω ποιος άνθρωπος σκέφτεται έτσι για να πω την αλήθεια. Εγώ την Ιστορία δεν τη φαντάζομαι σαν μια μυθική μορφή που αρέσκεται μάλιστα στη θεοδικία. Η Ιστορία στη δική μου σκέψη είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος/σκοπό. Χωρίς υποκείμενο αλλά με υποκείμενα: μια καθημερινή υπόθεση των ανθρώπων που εντός συγκεκριμένων συνθηκών, που δεν έχουν ορίσει οι ίδιοι, αλλά τις βρήκαν, καθορίζουν με τις επιλογές τους και τις αντιφάσεις τους την εξέλιξη των πραγμάτων. Και επίσης πιστεύω στις απρόβλεπτες διαστάσεις της Ιστορίας. Αυτό που μέχρι χτες φάνταζε αδύνατο, μπορεί να γίνει δυνατό. Οπότε αν θέλετε να κλείσω με μια ιστορική ρήση, θα σας παρέπεμπα στον Γαλιλαίο: «Και όμως γυρίζει».