Εγγραφο – ντοκουμέντο που αναδεικνύει, παρά τις απόπειρες διάψευσης του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., το μυστικό επιχειρησιακό σχέδιο «Σκιές» για την εποπτεία ηγετικών μελών του οργανωμένου εγκλήματος, ώστε να αποτραπούν νέα «συμβόλαια θανάτου», αποκαλύπτουν «ΤΑ ΝΕΑ» λίγα 24ωρα μετά τη διπλή φονική επίθεση στον Κορυδαλλό. Στο εσωτερικό έγγραφο της Αστυνομίας, μάλιστα, μνημονευόταν το όνομα ενός εκ των θυμάτων της φονικής ενέδρας.

Οι «Σκιές» ήταν ένα μυστικό πρόγραμμα παρακολούθησης αλλά και «φιλικών συζητήσεων» στη ΓΑΔΑ με ανθρώπους της νύχτας που εφαρμόστηκε από το φθινόπωρο του 2022 μέχρι και τις τελευταίες κρίσεις στην ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. Στόχος του ήταν οι ύποπτοι για συμμετοχή στον «εμφύλιο» της νύχτας να αντιληφθούν τον αστυνομικό κλοιό και να αδρανοποιηθούν, κάτι που φαίνεται να επετεύχθη προσωρινά, καθώς τη χρονική περίοδο εφαρμογής του σχεδίου δεν σημειώθηκε καμία δολοφονική επίθεση μεταξύ μελών αντιμαχόμενων συμμοριών εκβιαστών ή συμμετεχόντων σε λαθρεμπόριο καυσίμων. Η λήξη της άτυπης ανακωχής και η επανέναρξη των αιματηρών επιθέσεων από ποινικούς, αντιθέτως, συνδέεται από αστυνομικές πηγές με την κατάργηση του προγράμματος, κατόπιν πρωτοβουλίας αξιωματικών που τοποθετήθηκαν προσφάτως σε καίρια πόστα. Ταυτόχρονα, έμπειρα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. διαβλέπουν πίσω από τον νέο κύκλο αίματος εκκρεμείς εγκληματικούς σχεδιασμούς που προέκυψαν από παλιότερες φονικές επιθέσεις. Αλλωστε, ο ακήρυχτος πόλεμος της εγχώριας μαφίας μετρά 23 νεκρούς σε έξι χρόνια.

Ποιοι βρίσκονταν στη λίστα

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο έγγραφο – ντοκουμέντο που αποδεικνύει την ύπαρξη της επιχείρησης «Σκιές» καταγράφονται όχι μόνο τα ονόματα των παρακολουθουμένων, αλλά και οι αστυνομικές υπηρεσίες που μετείχαν σε αυτήν. Στη λίστα του σχεδίου για τον έλεγχο αρχηγικών μελών συμμοριών, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις έμπειρων αστυνομικών, περιέχονται τα ονόματα οκτώ ατόμων. Ανάμεσά τους βρίσκει κανείς τα ονόματα των δύο ατόμων που μνημονεύονται στη δικογραφία της δολοφονίας του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, τριών ποινικών από την ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, ενός 53χρονου από τα νότια προάστια, του προ πενθημέρου δολοφονηθέντος στον Κορυδαλλό και ενός 57χρονου που δεν φέρεται να είχε στο παρελθόν καμία εμπλοκή σε εγκληματικές επιθέσεις και ο οποίος εικάζεται ότι είχε αναλάβει την παρακολούθηση των «στόχων».

Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, σε ορισμένες από τις εμφανείς και μη παρακολουθήσεις συμμετείχαν στελέχη της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών, της Υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας (κυρίως αναλαμβάνει δράσεις αντιεξουσιαστών) και της Υποδιεύθυνσης για την Αντιμετώπιση του Οργανωμένου Εγκλήματος. Στον επιχειρησιακό σχεδιασμό είχαν ενταχθεί, επίσης, αστυνομικοί από το Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών αλλά και το Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, ενώ υπήρχε διαρκής ενημέρωση ή δίνονταν ακόμη και κατευθύνσεις από πολιτικά πρόσωπα της λεωφόρου Κατεχάκη.

Διάψευση από την ΕΛ.ΑΣ.

Υπενθυμίζεται ότι, κατόπιν σχετικών αναφορών των «ΝΕΩΝ» και άλλων MME στο συγκεκριμένο πρόγραμμα «περιορισμού των κακοποιών», το περασμένο Σάββατο εκδόθηκε από το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. ανακοίνωση στην οποία σημειωνόταν ότι «δημοσιεύματα εφημερίδων και ιστοσελίδων που – μεταξύ άλλων – αναφέρουν ότι Υπηρεσίες και στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας γνώριζαν για επικείμενες εγκληματικές ενέργειες, συνομιλούσαν με μέλη κυκλωμάτων, καθώς και ότι διακόπηκε επιχείρηση παρακολούθησης από ειδική ομάδα της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».

Την ίδια ώρα, ωστόσο, οι αστυνομικοί συνεχίζουν τις έρευνές τους για τη διπλή δολοφονική επίθεση στην οδό Βέμπο στον Κορυδαλλό, για την εμπρηστική επίθεση αγνώστων σε πρατήριο καυσίμων στον Ασπρόπυργο αλλά και για ένα κλεμμένο SUV με πλάστες πινακίδες που βρέθηκε έμφορτο με όπλα στον Νέο Κόσμο, με κύριο σενάριο ότι πρόκειται για αλληλοσυνδεόμενες υποθέσεις αλλά και δείγμα προεργασίας νέου «συμβολαίου θανάτου». Αυτό εδράζεται κυρίως στη διαπίστωση ότι κοντά στο σημείο εντοπισμού του οχήματος υπάρχουν δύο καταστήματα που ανήκουν σε ιδιώτη, ο οποίος πιθανολογείται ως πιθανός «στόχος» των συμμοριών της νύχτας. Ωστόσο, από τους ερευνητές των υποθέσεων δεν μπορεί ακόμη να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η χρήση και η στόχευση του συγκεκριμένου οχήματος να ήταν άλλες.

Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω εντείνουν τον φόβο γενίκευσης των αιματηρών συγκρούσεων αλλά και τον συνεχή κίνδυνο πρόκλησης παράπλευρων ανθρώπινων απωλειών.