Το σκάνδαλο των υποκλοπών που απασχολεί τον τελευταίο καιρό την ελληνική πολιτική σκηνή έχει προκαλέσει μια ποικιλία ερωτημάτων για το ποιοι παρακολουθούνται, με ποιες διαδικασίες και ποιους τρόπους. Μερικές φορές, όμως, τα πράγματα είναι πιο απλά.

Bρισκόμαστε στον Δεκέμβριο του 1996. Ο γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ έχει ανάγκη από ένα καλό επιχείρημα για να «πουλήσει» το ευρώ στην ιδιαίτερα δύσπιστη κοινή γνώμη της χώρας του. Προτείνει λοιπόν στον γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ την υιοθέτηση του «Συμφώνου Σταθερότητας», που θα επιβάλει στις υποψήφιες χώρες για την ευρωζώνη να διατηρούν το έλλειμμά τους κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Στην αντίθετη περίπτωση, θα της επιβάλλονται κυρώσεις.

Ο Σιράκ συμφωνεί επί της αρχής, αλλά έχει μια ένσταση. Αν μια χώρα βρίσκεται σε ύφεση θα μπορεί να γλιτώνει τις κυρώσεις; Και αν ναι, από ποιο ποσοστό και πάνω θα επιτρέπεται η εξαίρεση;

Η Σύνοδος Κορυφής της 13ης Δεκεμβρίου, που πραγματοποιείται στο Κάστρο του Δουβλίνου, ξεκινά στη σκιά αυτής της διαφωνίας, η οποία μοιάζει τεχνική αλλά είναι ουσιαστική. Η Βόννη απαιτεί οι κυρώσεις λόγω υπερβολικού ελλείμματος να επιβάλλονται αυτομάτως μέχρις ενός ποσοστού ύφεσης -2%. Το Παρίσι θέλει να αποφασίζουν σε κάθε περίπτωση οι κυβερνήσεις. Στην πρώτη περίπτωση ανατίθεται το ζήτημα σε έναν αυτόματο πιλότο. Στη δεύτερη, αναγνωρίζεται ο πολιτικός χαρακτήρας μιας οικονομίας που είναι αδύνατη ή διέρχεται κρίση. Μπορεί να βρεθεί ένας συμβιβασμός;

Η διαπραγμάτευση είναι δύσκολη. Σε ένα διάλειμμα της συνόδου, γράφει ο Ζαν Κατρεμέρ στη «Libération», ο γάλλος πρόεδρος πηγαίνει στην τουαλέτα. Από εκεί τηλεφωνεί σε κάποιον, που η ταυτότητά του παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη, και συζητά μαζί του τα περιθώρια ελιγμών που έχει η Γαλλία και το όριο που δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ξεπεράσει. Οπως πάντα, μιλάει δυνατά. Κι έτσι, ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, που έχει κλειστεί κατά σύμπτωση στη διπλανή τουαλέτα, δεν έχει κανένα πρόβλημα να ακούσει σε όλες της τις λεπτομέρειες τη γαλλική στρατηγική. Περιμένει λοιπόν να απομακρυνθεί ο Σιράκ και τηλεφωνεί στον καλό του φίλο Χέλμουτ Κολ για να του πει όσα έχει μάθει.

Οταν ξαναρχίζουν οι εργασίες της συνόδου, η γερμανική πλευρά γνωρίζει πλέον τις κόκκινες γραμμές της γαλλικής. Και τις αξιοποιεί για να κλείσει μια επωφελή για τη Βόννη συμφωνία. «Ο Κολ δεν έκρυβε για καιρό μετά τον θαυμασμό του για την ποιότητα των μυστικών υπηρεσιών του Λουξεμβούργου», λέει ακόμη και σήμερα ο Γιούνκερ, υπερήφανος για τις υπηρεσίες που προσέφερε εκείνη την ημέρα.

Ο γάλλος πρόεδρος δεν χώνεψε ποτέ εκείνη την ήττα, σε ένα θέμα μάλιστα ιδιαίτερης σημασίας για την εσωτερική πολιτική της χώρας του. Η τελευταία, πάντως, πήρε την εκδίκησή της με έναν ιδιότυπο τρόπο: από το 1999 μέχρι σήμερα δεν έχει σεβαστεί τον κανόνα του Συμφώνου Σταθερότητας παρά έξι φορές, χωρίς να έχει ποτέ υποστεί κυρώσεις. Οπως σημειώνει ο Κατρεμέρ, φαίνεται πως αυτό το τόσο βίαιο εργαλείο που λέγεται Σύμφωνο Σταθερότητας, και που χρειάστηκαν τόσο σκληρές διαπραγματεύσεις για να λάβει τη μορφή που έχει, δεν έχει μεγαλύτερη αξία από ένα χαρτί τουαλέτας. Οταν πρόκειται τουλάχιστον για τις μεγάλες χώρες…

Το άλλο παράδοξο είναι ότι η ιδέα για τις κυρώσεις στις μη πειθαρχημένες χώρες ήταν στην πραγματικότητα γαλλική! Την πρωτοδιατύπωσαν το 1991 ο τότε πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν και ο υπουργός του επί των Οικονομικών Πιερ Μπερεγκοβουά, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η Γαλλία ήθελε την πρόβλεψη «αυστηρών κυρώσεων», ώστε τα ελλείμματα ενός κράτους-μέλους να μην απειλούν τη νομισματική σταθερότητα της Ενωσης. Το κράτος που είχε στο μυαλό της ήταν η Ιταλία. Και δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια μέρα θα βρισκόταν κι εκείνη στην ίδια θέση.