Στη Βιβή Παττακού

Πώς γίνεται αλήθεια και η καθημερινότητα που είναι συνήθως η αιτία για να θυμώσουμε, να εκνευριστούμε ή και να οργιστούμε συχνά, να είναι η ίδια ακριβώς που μας προκαλεί βαθιά συγκίνηση και χαρά και όχι σπάνια αγαλλίαση; Το τεράστιο πλοίο που μεταφέρει, ταξιδεύοντας όλη τη νύχτα, από τον Πειραιά σε ένα νησί του Βορειοανατολικού Αιγαίου γύρω στα χίλια πεντακόσια άτομα, με άψογη ομολογουμένως οργάνωση και συμπεριφορά των υπαλλήλων του θα ‘λεγες πως θα ενέπνεε μια αντίστοιχη συμπεριφορά στον μεγάλο αριθμό των επιβατών του. Ενα μαγνητοφωνημένο μήνυμα που μεταδίδεται συνεχώς ειδοποιεί πως είναι υποχρεωτική η χρήση της μάσκας σε όλους τους χώρους του πλοίου και πως οι αποσκευές προκειμένου να εξυπηρετηθούν όλοι οι επιβαίνοντες, θα πρέπει να τοποθετούνται στο πάτωμα και όχι πάνω στα καθίσματα. Χαμένος κόπος. Είναι ζήτημα αν οι δύο στους τέσσερις φοράνε μάσκα, ενώ τα περισσότερα καθίσματα έχουν καταληφθεί με τσάντες, τσαντάκια, σακβουαγιάζ και λογής μικροπράγματα.

Θα άξιζε τον κόπο να μελετήσει κανείς το φαινόμενο πως μέσα σε σχετικά άνετες συνθήκες και, εν πάση περιπτώσει, με έναν προορισμό που θα έπρεπε να κάνει τον καθένα λίγο πιο γενναιόδωρο όσον αφορά την έκφραση μιας φιλαλληλίας υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να ταλαιπωρήσουν έστω αγνώστους τους προκειμένου να μη θιγεί μια εντελώς φανταστική αίσθηση της βολής τους. Ομως όταν συμβαίνουν «θαύματα» ακόμη και σε εμπόλεμες συνθήκες, γιατί να μη συμβούν μέσα σ’ ένα πλοίο που κάνει το καθημερινό του δρομολόγιο καθώς το απρόβλεπτο, το μη αναμενόμενο, προκύπτει πάντα όταν μια «τάξη πραγμάτων» φαίνεται πως τίποτε δεν είναι δυνατόν να την ανατρέψει.

Ενα ζευγάρι υπέρβαρων, λαϊκών ανθρώπων, με δύο αγοράκια ηλικίας πέντε  και επτά χρόνων, που εμφανίζονται αιφνίδια στο σαλόνι-καθιστικό του πλοίου, θα τους χαρακτήριζες, με την πρώτη ματιά, ως μια εικόνα περιφερόμενης δυστυχίας. Το ένα από τα δύο αγοράκια – το μεγαλύτερο ηλικιακά – φαίνεται να πάσχει από κάποια ασθένεια που τα μέλη του σώματός του αν και το κρατά αγκαλιά ο πατέρας του, είναι αδύνατον να μείνουν έστω και για λίγο ακίνητα. Τα πόδια του συστρέφονται συνεχώς, τα χέρια του το ίδιο που υψωνόμενα ή πέφτοντας προς τα κάτω μοιάζουν πια σαν να μην είναι μέλη ενός σώματος αλλά να κινούνται από μόνα τους. Κι ενώ σκέπτεσαι πώς θα είναι η καθημερινότητα των ανθρώπων αυτών – των γονιών ιδιαίτερα και του παιδιού που πάσχει – όταν στον καθένα που τους αντικρίζει, έστω και φευγαλέα, προκαλείται μια αφόρητη πίεση η όψη των γονιών σε επαναφέρει στην «τάξη» όσον αφορά το άστοχο της αντίδρασής σου. Μια όψη που μαρτυράει μια αίσθηση ευδαιμονίας – ευτυχίας θα τολμούσες να πεις – σαν να επιβεβαιώνεται με την αναπηρία του παιδιού τους ο προορισμός που για χάρη του ήρθανε στη ζωή αυτοί. Χωρίς ίχνος κατήφειας, μελαγχολίας ή διαμαρτυρίας, για όσα έχουν ζήσει και για όσα τους μέλλεται να ζήσουν. Κατακτώντας ταυτόχρονα, ίσως και ασύνειδα, την υψηλότερη αίσθηση αξιοπρέπειας που μπορεί να διεκδικήσει κανείς: το να εγκολπώνεσαι την αναπηρία ως μια ισότιμη, με οποιαδήποτε άλλη παραδεκτή, επαινετέα και επιθυμητή, έκφραση.