Η γοητεία της παρακμάζουσας έγγειας αριστοκρατίας του Μεσοπολέμου διατηρήθηκε αμείωτη για αρκετές δεκαετίες, ακόμη και εν μέσω του σύγχρονου μυθοπλαστικού τοπίου. Μυθιστορήματα σαν το Επιστροφή στο Μπράιτσχεντ του Ιβλιν Γουό (1903 - 1966), αλλά και τηλεοπτικές σειρές τύπου Ντάουντον Αμπεϊ είναι τυπικά δείγματα αυτής της σχολής που βρήκε μια περισσότερο μοντερνιστική φόρμα στο Απομεινάρια μιας μέρας του μετέπειτα νομπελίστα Καζούο Ισιγκούρο. Αφθονία ταινιών και τηλεοπτικών σειρών βασισμένων σε καλά ή κακά μυθιστορήματα εποχής έδωσαν ποικίλες εκδοχές της ζωής των ευγενών γαιοκτημόνων στους πατρογονικούς τους πύργους - με την καλά δομημένη κοινωνική τους ιεραρχία, το εκλεπτυσμένο, φλεγματικό χιούμορ, τα Σαββατοκύριακα με κυνήγι αλεπούς και άφθονο αλκοόλ, τις ιπποδρομίες, την καλή εκπαίδευση στα μεγάλα πανεπιστήμια τύπου Οξφόρδης ή Κέιμπριτζ. Αλλά βέβαια και με τις εντάσεις που συνεπάγονταν η εκβιομηχάνιση, ο εκσυγχρονισμός και η προϊούσα αστικοποίηση.
Το Μια χούφτα χώμα (τίτλος δανεισμένος από την Ερημη Χώρα του Τ.Σ. Ελιοτ) είναι ένα τυπικό τέτοιο δείγμα. Ο πρωταγωνιστής Τόνι Λαστ είναι περήφανος για τον νεογοτθικό πύργο που έχει κληρονομήσει όχι μακριά από το Λονδίνο, ο οποίος περιγράφεται από έναν ταξιδιωτικό οδηγό ως στερούμενος αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος και από τη σύζυγό του Μπρέντα ως απλώς άσχημος. Οι ανακαινίσεις, η διατήρηση του πολυάριθμου προσωπικού και οι διαρκείς επισκευές, τον έχουν στεγνώσει οικονομικά. Χωρίς σύγχρονες ανέσεις, με μεγάλο τμήμα του κλειστό λόγω αδυναμίας θέρμανσης και συντήρησης, το πατρογονικό οίκημα φιλοξενεί ωστόσο συχνά τους κοσμικούς φίλους του ζεύγους. Ο εννιάχρονος γιος τους, ο Τζον Αντριου, είναι γοητευμένος από τα άλογα και την ιππασία, ο Τόνι επιστατεί τα θερμοκήπια, τους οπωρώνες και τα οικόσιτα ζώα εκτροφής, αλλά η Μπρέντα ασφυκτιά. Πλήττοντας, αναζητά διέξοδο στις αργόσχολες κοσμικές συναναστροφές της. Το πολύβουο, πλήρες διασκεδάσεων Λονδίνο την ελκύει όλο και περισσότερο. Ετσι όμως θα επέλθει η φθορά της έγγαμης σχέσης, χωρίς ωστόσο ο Τόνι, απολύτως ικανοποιημένος από τον βίο του, να έχει παρατηρήσει τίποτα.
Η Μπρέντα επισκέπτεται το Λονδίνο όλο και συχνότερα, κι εκεί - πράγμα αναπόφευκτο σε μια ανεκτική κοινωνία που μεταξύ άλλων εκσυγχρονίζεται και στο ερωτικό πεδίο - θα ξεκινήσει μια ιστορία με τον μάλλον αδιάφορο και άεργο νεαρό τους φίλο Τζον Μπίβερ, γιο μιας παμπόνηρης διακοσμήτριας και επιχειρηματία. Η κυρία Μπίβερ αποδεικνύεται ο άγγελος της καταστροφής. Πείθει την Μπρέντα να της νοικιάσει ένα διαμέρισμα στην πόλη και ταυτόχρονα αναλαμβάνει την ανασκευή μέρους του πατρογονικού πύργου. Ενώ ο αφελής και εύπιστος Τόνι ανέχεται τις όλο και μακρότερες απουσίες της γυναίκας του - πιστεύοντας μάλιστα ότι κάνει σπουδές Οικονομικών -, η Μπρέντα μυείται στη νυχτερινή ζωή και σε νέους κύκλους ανεκτικών, πλουσίων, «συντηρούμενων» κυριών. Οταν ο μικρός Τζον Αντριου σκοτώνεται στο πρώτο κυνήγι που του επιτρέπεται να λάβει μέρος, η Μπρέντα αντιδρά ψυχρά, ίσως και με ανακούφιση. Τώρα, πλήρως απελευθερωμένη από υποχρεώσεις, μπορεί να ζητήσει διαζύγιο. Καθοδηγούμενη από την απληστία των Μπίβερ (μάνας και γιου, που βλέπουν στο πρόσωπό της μια χρυσοτόκο όρνιθα) διεκδικεί ένα τεράστιο ποσόν ως διατροφή από τον καημένο τον Τόνι - κάτι που αναγκαστικά θα οδηγούσε σε εκποίηση του πύργου. Αυτό αποδεικνύεται και το λάθος τους. Ο Τόνι αλλάζει πορεία και δείχνει ξαφνικά κι απρόσμενα ένα αποφασιστικό πρόσωπο. Καταλαβαίνει ότι κατ' ουσίαν του ζητείται να χρηματοδοτήσει τον εραστή της γυναίκας του. Αρνείται να δώσει διατροφή, πολλώ μάλλον να στερηθεί τον πύργο, την πηγή της χαράς του, αλλά και την εξασφάλιση της ιστορικής συνέχειας της οικογένειας. Εν τέλει, αρνείται το διαζύγιο καθαυτό, πράγμα που απομακρύνει τον αδιάφορο πλέον Τζον από την Μπρέντα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πω εν παρενθέσει ότι πληροφορούμαστε ένα από τα πιο παράξενα κοινωνικά ήθη, τουλάχιστον με τα μέτρα της δικής μας εποχής. Φαίνεται πως την εποχή εκείνη η τρέχουσα πρακτική για διαζύγια με υπαίτιες άπιστες κυρίες, ειδικά σε κύκλους καθολικών, ήταν να δηλώνει υπεύθυνος ο κύριος - ώστε να μη θίγεται η υπόληψη της συζύγου. Απ' αυτόν ήταν αναμενόμενο κι ευλόγως ανεκτό το περιστασιακό ξενοπήδημα, ειδικά επί πληρωμή. Προς τούτο προσλαμβανόταν μια πόρνη, με την οποία τον τσάκωναν επ' αυτοφόρω μισθωμένοι επαγγελματίες ντετέκτιβ. Προσκομίζονταν έτσι, κοινή συναινέσει, τα ζητούμενα από τα δικαστήρια πειστήρια. Οταν, ωστόσο, ο Τόνι επαναστατεί κατά του οικονομικού εκβιασμού εναντίον του, αποδεικνύεται τυχερός: η προσληφθείσα πόρνη είχε πάρει μαζί της στο ξενοδοχείο τους στο Μπράιτον - όπου θα εκτελείτο η ασέλγεια - και την κόρη της, πράγμα που οδηγεί μάρτυρες και δικαστές στο συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο για μοιχεία αλλά για οικογενειακή εκδρομή.
Ας είναι. Η γοητευτική, άπιστη Μπρέντα παραμένει άφραγκη και κυριολεκτικά στον αέρα, μέχρι να αποδειχθεί αργότερα ότι κάποιος κοινός τους φίλος την παντρεύτηκε. Και ο Τόνι; Σε μια πλήρη αλλαγή πορείας δίνει στον εαυτό του μιαν ανάσα περισυλλογής και περιπέτειας και μπαρκάρει για τη Νότια Αμερική. Εχει πεισθεί ότι κάπου στον Αμαζόνιο υπάρχει μια μυθική χαμένη πόλη (πραγματικά, πολλοί πίστευαν ακόμη μέχρι τον Πόλεμο σε ποικίλες εκδοχές του Ελντοράντο) και ακολουθεί έναν ανθρωπολόγο στην αποστολή του. Το δρομολόγιο κάνει έναν περίπλου των «νησιών», δηλαδή των αγγλικών αποικιών στην Καραϊβική (τις Δυτικές Ινδίες), και ο Τόνι θα ξεπεράσει τον χωρισμό και όλη τη δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκε: θα έλθει κοντά με μια νεαρή καθολική από το Τρινιντάντ. Ομως η κοπέλα αφήνει στη μέση τα σχέδιά τους για μια συνέχεια όταν μαθαίνει πως είναι παντρεμένος.
Η ίδια η εξερευνητική αποστολή θα αποδειχθεί φιάσκο. Η εξαιρετικά άγρια, βαλτώδης, δασωμένη, γεμάτη ενδημικούς πυρετούς και πρακτικά ακατοίκητη Γουιάνα δεν είναι το κατάλληλο έδαφος για τέτοιες περιπέτειες. Οι Ινδιάνοι, που υποτίθεται ότι θα τους χρησίμευαν ως οδηγοί, αποδεικνύονται άπληστοι και απολίτιστοι - τους παρατάνε στα μισά του δρόμου. Φυσικά, μυθική πόλη δεν υπάρχει, κι ο σύντροφος του Τόνι πεθαίνει σε αναζήτηση βοήθειας όταν ξεμένουν από τρόφιμα, φάρμακα, ακόμη και προσανατολισμό. Ο ήρωάς μας, ημιθανής από την ελονοσία, δεν καταφέρνει καν να περάσει τα σύνορα προς τον προορισμό τους - τη βραζιλιάνικη Αμαζονία. Τελικά, με τα πολλά θα τον διασώσει ένας μιγάδας έποικος που ζει μοναχικά σ' αυτή την καρδιά του σκότους, με τους ινδιάνους εργάτες του - που συνιστούν ταυτόχρονα την εκτεταμένη οικογένειά του.
Μία νότα «παραλόγου»
Κι εδώ, σε μια άλλη παραξενιά του βιβλίου, προκύπτει ότι ο αγράμματος έποικος έχει βιβλιοθήκη - είναι μάλιστα φανατικός του Ντίκενς, τον οποίο του διάβαζε ο πατέρας του. Ετσι θα σκλαβώσει τον Τόνι προκειμένου να του διαβάζει διά βίου τα άπαντα του μεγάλου βικτωριανού συγγραφέα, στο πιο ανοίκειο και παράταιρο δυνατό περιβάλλον. Πέραν όμως της παραξενιάς του γεγονότος αυτού καθαυτό, έχουμε εδώ έναν ενδιαφέροντα διάλογο με την παγκοσμιότητα της λογοτεχνίας, αλλά και μια νότα «παραλόγου» - το οποίο θα εγκαθιδρυόταν ως κίνημα μόνο μεταπολεμικά. Αργότερα, ο μιγάς θα πείσει μια αποστολή διάσωσης του Τόνι ότι είναι νεκρός, προσκομίζοντας το ρολόι του ως αποδεικτικό στοιχείο. Πίσω στην πατρίδα, θα τον κληρονομήσουν και «κηδεύσουν» οι πάμφτωχοι στενοί συγγενείς.
Αλλά η παγίδευση αυτή σε ένα ξέφωτο του αμαζονιακού δάσους δεν είναι το μοναδικό τέλος του βιβλίου. Υπάρχει και η εναλλακτική εκδοχή της επιστροφής του Τόνι και το ξανασμίξιμο με την Μπρέντα - περισσότερα δεν θα μαρτυρήσω. Το γεγονός πάντως είναι ότι τόσο το τραυματικό διαζύγιο του Τόνι όσο και η νοτιοαμερικανική περιπέτεια αντλούν από αυτοβιογραφικό υλικό σε μεγάλο βαθμό. Μάλιστα στη συνοριακή πόλη της Μπόα Βίστα ο Γουό βρέθηκε αποκλεισμένος για μερικές βδομάδες στη δική του πραγματική πολύμηνη νοτιοαμερικανική περιπέτεια και τότε έγραψε - μες στην πλήξη των Τροπικών - την περιπέτεια με τον αποξενωμένο, λάτρη της λογοτεχνίας, αγράμματο εποικιστή ως αυτόνομη ιστορία, που μάλιστα δημοσιεύθηκε σε περιοδικό.
Σταδιακή αναγνώριση
Το βιβλίο δεν έγινε ασμένως δεκτό από την κριτική της εποχής αλλά αποκαταστάθηκε σταδιακά, για να αποκτήσει επιφανή θέση στον λογοτεχνικό κανόνα του εικοστού αιώνα. Ισως τον καιρό εκείνο να μην ήταν εύκολα αποδεκτές οι ιστορίες της απιστίας, του διαζυγίου, αλλά και η αφάνταστη ελαφρότητα του κοσμικού βίου με τα οποία ζωγραφίζεται η αστική αγγλική κοινωνία της εποχής. Επίσης κατηγορήθηκε ο βαπτισμένος οικειοθελώς ως καθολικός Γουό για την αποφυγή πρόσδοσης μιας ηθικής νότας ή μιας εκκλησιαστικής εκδοχής της αμαρτίας, της τιμωρίας και ίσως της μετάνοιας. Ακόμα και ο θάνατος του εννιάχρονου γιου, είναι αλήθεια πως δίνεται με απρόσμενη ελαφρότητα - έτσι προσλαμβάνεται από τους γονείς. Προσωπικά βρήκα, πέραν της ρέουσας, έξυπνης γραφής και των απρόσμενων συστροφών της πλοκής, ενδιαφέρουσα την ένταση των αντιμαχομένων ηθών πόλης - υπαίθρου, την οικονομική δυσπραγία της άρχουσας τάξης, τις αιφνίδιες αλλαγές συμπεριφορών καθ' οδόν προς την πλήρη ερωτική απελευθέρωση, αλλά και την παροιμιώδη βρετανική ανεκτικότητα προς πολλά και ποικίλα του βίου. Ο ελαφρά σατιρικός τόνος και το φλεγματικό χιούμορ αποφορτίζουν τα δραματικά στοιχεία του βιβλίου και καθοδηγούν τον αναγνώστη προς έναν τύπο πραγματισμού.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το βιβλίο διδάσκει πολλά ακόμη και τους συγγραφείς. Κυρίως ότι κάποια ιστορία πρέπει εν τέλει να λέμε, αν και αυτό απαιτεί γνώση προσώπων και πραγμάτων - δηλαδή εμπειρίες και πρωτίστως έρευνα. Ο Γουό τα διαθέτει σε αφθονία εδώ, σε επίπεδα ανάλογα του θεωρουμένου ως αριστουργήματός του «Επιστροφή στο Μπράιτσχεντ» και η μετάφραση της Παλμύρας Ισμυρίδου συντελεί τα μέγιστα στην απόλαυση του κειμένου.
{1BSYG}Ιβλιν Γουό{1BSYG}{2BTIT}Μια χούφτα χώμα{2BTIT}{3BEKD}Μτφ. Παλμύρα ΙσμυρίδουΕκδ. Gutenberg, σελ. 375{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 18 ευρ{4BTIM}ώ