Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Το σίριαλ με τη βίζα του ανεμβολίαστου Νόβακ Τζόκοβιτς ανέβασε τη μακρινή Αυστραλία στις κορυφές της εγγύς επικαιρότητας. Ας την κρατήσουμε για λίγο εκεί, αλλάζοντας όμως άθλημα - σε αυτή την ιστορία πρωταγωνιστούν άσσοι στο επονομαζόμενο victim blaming, την ενοχοποίηση του θύματος.
Τον Μάρτιο του 2019, η Μπρίτανι Χίγκινς ήταν 24 χρόνων και είχε μόλις - λίγες εβδομάδες νωρίτερα - βρει δουλειά ως σύμβουλος Τύπου στο γραφείο τής τότε υπουργού Αμυνας, Λίντα Ρέινολτς. Ενα βράδυ, βγήκε για ποτό με συναδέλφους. Ενας από αυτούς, ανερχόμενο αστέρι του συντηρητικού Φιλελεύθερου Κόμματος - του κόμματος του πρωθυπουργού, Σκοτ Μόρισον - προσφέρθηκε να τη συνοδεύσει με το ταξί μέχρι το σπίτι της. Αντ' αυτού, ανακατεύθυνε τον οδηγό προς το κτίριο του Κοινοβουλίου. Να σημειωθεί πως οι περισσότεροι αυστραλοί βουλευτές και τα μέλη του προσωπικού τους δεν ζουν στην πρωτεύουσα της χώρας, την Καμπέρα, μένουν εκεί μόνο τις εβδομάδες που συνεδριάζει το Κοινοβούλιο. Δημιουργείται έτσι μια αίσθηση απομόνωσης, μια αντίληψη του τύπου «Ο,τι συμβαίνει στην Καμπέρα, μένει στην Καμπέρα».
Η Μπρίτανι Χίγκινς είχε πιει πολύ εκείνο το βράδυ, κάποια στιγμή λοιπόν αποκοιμήθηκε σε έναν καναπέ, στο γραφείο της υπουργού Αμυνας. Ξύπνησε «στα μισά του βιασμού» της. Είπε στον συνάδελφό της να σταματήσει, αλλά εκείνος δεν την κοίταξε καν. Τις επόμενες ημέρες, με το που ξεπέρασε το πρώτο σοκ, ενημέρωσε σχετικά την υπουργό, τη Λίντα Ρέινολντς, καθώς και περισσότερα από δέκα μέλη του προσωπικού του Κοινοβουλίου. Πήγε και στην αστυνομία, η εσωτερική πίεση που δεχόταν από το κόμμα ωστόσο την έκανε να αποσύρει τελικά τις κατηγορίες - γιατί εμμέσως πλην σαφώς, την είχαν κάνει να νιώσει ότι έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στο να πάει στην αστυνομία και στο να κρατήσει τη δουλειά της. Το θυμάται καλά αυτό το συναίσθημα η Μπρίτανι Χίγκινς, όπως και εκείνη τη μέρα που η υπουργός την κάλεσε να συζητήσουν για την υπόθεση στον ίδιο χώρο όπου είχε βιαστεί.
Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια, η 26χρονη εγκατέλειψε στο μεταξύ τη δουλειά εκείνη, η επίθεση που είχε δεχθεί, ωστόσο, και η αποσιώπησή της την έκαναν να κλειστεί στον εαυτό της: «Απλώς έγινα σιωπηλή σε κάθε τομέα της ζωής μου» θα έλεγε στα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου στους «New York Times». Λίγες ημέρες νωρίτερα, έπειτα από μια έρευνα της Australian Broadcasting Corporation γύρω από την κουλτούρα σεξουαλικής παρενόχλησης στο Φιλελεύθερο Κόμμα, είχε αποφασίσει να αποκαλύψει επιτέλους δημοσίως τι της είχε συμβεί σε συνέντευξη που παραχώρησε στον ειδησεογραφικό ιστότοπο news.com.au. Η καταγγελία της θεωρήθηκε ως μία ακόμη επιβεβαίωση αφενός της φήμης του Κόμματος ως εχθρικού απέναντι στις γυναίκες, αφετέρου της φήμης του αυστραλιανού κοινοβουλίου ως «του πλέον τοξικού, επικίνδυνου για τις γυναίκες του χώρου στη χώρα» - ο χαρακτηρισμός ανήκει στην Τζούλια Μπανκς, ένα πρώην μέλος του κυβερνητικού συνασπισμού που εγκατέλειψε το κόμμα το 2018 κάνοντας λόγο για ένα απελπιστικά σεξιστικό περιβάλλον.
Η αυστραλιανή κυβέρνηση αντέδρασε αρχικά με σιωπή. Κατόπιν, έθεσε σε εφαρμογή την επιχείρηση ελέγχου της ζημιάς ανακοινώνοντας μια επανεξέταση των διαδικασιών στήριξης και της επαγγελματικής συμπεριφοράς μεταξύ του προσωπικού. Σε τρίτο χρόνο, ο πρωθυπουργός της χώρας, ο Σκοτ Μόρισον, ζήτησε συγγνώμη - αφού πρώτα δήλωσε πως συμβουλεύτηκε τη σύζυγό του, η οποία όπως είπε ξεκαθάρισε για αυτόν τα πράγματα καλώντας τον να φανταστεί πώς θα ένιωθε αν είχαν δεχθεί επίθεση οι κόρες του. Το Κοινοβούλιο «δεν θα έπρεπε να είναι ένα περιβάλλον όπου μια νεαρή γυναίκα μπορεί να βρεθεί σε μια τόσο ευάλωτη κατάσταση» δήλωσε ο Μόρισον. «Παρά τις όποιες γνήσια καλές προθέσεις όλων εκείνων που προσπάθησαν να στηρίξουν την Μπρίτανι, εκείνη δεν το ένιωσε έτσι» πρόσθεσε. Ακόμα μία σημείωση: στην Αυστραλία κανείς, πόσω μάλλον ο πρωθυπουργός, δεν τολμάει να κατηγορήσει το θύμα επειδή είχε μεθύσει, ή για αυτά που φορούσε, ή για ό,τι άλλο, τη νύχτα που βιάστηκε. Και η δήλωση του Μόρισον ωστόσο, η επίμονη χρήση του πρώτου ονόματος της Χίγκινς, το σχόλιο ότι συμβουλεύτηκε τη γυναίκα του για το πώς να διαχειριστεί τον καταγγελλόμενο βιασμό, «victim blaming» θεωρήθηκαν, απρόθυμα και πατροναριστικά, μια παραπομπή στο βασίλειο των γυναικείων συναισθημάτων, εκεί όπου οι άνδρες δύσκολα βγάζουν άκρη και προτιμούν να μην πολυπατούν.
Τις μέρες που ακολούθησαν, ακόμα τρεις γυναίκες βγήκαν μπροστά και κατήγγειλαν τον ίδιο άνδρα, έναν πρώην εργαζόμενο στο Φιλελεύθερο Κόμμα, για σεξουαλική κακοποίηση: η δίκη του 26χρονου Μπρους Λέρμαν αναμένεται να γίνει στην Καμπέρα τον Ιούνιο. Επειτα από πολύμηνη έρευνα, στα τέλη της περασμένης χρονιάς, ανεξάρτητη επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα μια έκθεση για την εργασιακή κουλτούρα στο Κοινοβούλιο που προκάλεσε σοκ: ένα 40% των εργαζομένων γυναικών δήλωνε πως είχε υποστεί κάποιας μορφής σεξουαλική παρενόχληση, σε ένα περιβάλλον που θύμιζε περισσότερο ξαναμμένα γυμνασιόπαιδα σε σχολική εκδρομή. Ο Μόρισον είπε πως η κυβέρνησή του θα εξετάσει τις συστάσεις της έκθεσης, ανάμεσά τους και τη δημιουργία μίας ανεξάρτητης, κεντρικής υπηρεσίας παραπόνων, δεν δεσμεύτηκε όμως να τις υιοθετήσει. Δεν αλλάζουν οι νοοτροπίες σε μια μέρα. Αλλά θα αλλάξουν. Και Down Under και εδώ.