Τα στοιχεία είναι αμείλικτα. Περισσότεροι από 450.000 συμπολίτες μας ηλικίας άνω των 60 ετών εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να αρνούνται να εμβολιαστούν, θέτοντας σε κίνδυνο πρωτίστως τη δική τους ζωή και δευτερευόντως την υγεία και τη ζωή όσων έρχονται σε επαφή μαζί τους. Την ώρα που σε χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία ή η Ιρλανδία το ποσοστό εμβολιασμού σε αυτές τις ηλικίες πλησιάζει ή έχει φτάσει το 100%, στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το 80%.

Αυτά είναι τα κακά νέα. Τα καλά νέα είναι ότι, όπως δείχνει πανευρωπαϊκή έρευνα που δημοσιεύουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ», δύο στους τρεις ανεμβολίαστους αυτής της ηλικιακής κατηγορίας δηλώνουν διατεθειμένοι να αλλάξουν στάση εφόσον πειστούν ότι το εμβόλιο είναι ασφαλές και αποτελεσματικό. Το ποσοστό αυτό είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Και δείχνει ότι μπορεί να γίνει ακόμη πολλή δουλειά σε αυτό το πεδίο. Αρκεί να υπάρχει υπομονή και επιμονή.

Ο χρόνος είναι λιγοστός. Και το κράτος έχει σχεδόν εξαντλήσει τα επιχειρήματά του. Αλλοι λοιπόν πρέπει να πρωταγωνιστήσουν σε αυτή την εκστρατεία πειθούς. Η ίδια έρευνα δείχνει ότι οι Ελληνες, περισσότερο από τους λοιπούς Ευρωπαίους, έχουν ανάγκη από μια αυθεντία για να τους καθοδηγεί σε προσωπικό επίπεδο. Μια τέτοια αυθεντία είναι ο οικογενειακός γιατρός: όπου προϋπήρχε διαγνωσμένη ασθένεια, και συνεπώς στενή επαφή με γιατρό, ευνοήθηκε ο εμβολιασμός. Μια άλλη αυθεντία, ιδιαίτερα για άτομα που ζουν στην ύπαιθρο ή έχουν στοιχειώδη εκπαίδευση, είναι ο ιερέας.

Σημαντικό ρόλο μπορούν όμως να παίξουν και οι νέοι που, αν και έχουν κατηγορηθεί στο παρελθόν για ανωριμότητα και αδιαφορία ως προς την τήρηση των περιοριστικών μέτρων, ανταποκρίθηκαν σε πολύ υψηλά ποσοστά στον εμβολιασμό. Αυτοί θα πρέπει λοιπόν να καθίσουν στη θέση του οδηγού και να μας υποδείξουν τον δρόμο και τον τρόπο για την επιστροφή στην κανονικότητα. Από αυτούς πρέπει να διδαχθούν οι μεγαλύτεροι.