«Καμιά φωνή, κανένα τραγούδι!… Γαλήνη, σιωπή… όλα είναι βουβά, μαρμαρένια. Σπρώχνω τα κλωνάρια της ροδοδάφνης με τρελόν τρόμο… Μια μαύρη, ανάλαφρη σκιά πέφτει απότομα, παγωμένη, μ’ ένα τρίξιμο των φύλλων, από τα κλωνάρια κάτω, στη χλόη… Το φεγγάρι την κοιτάζει χλωμά, θλιμμένα… ακούω γύρω τους άφωνους ολολυγμούς των χρυσανθέμων… Σκύβω με αγωνία, με φρίκη προς την ακίνητη σκιά είναι το αηδόνι, το ερείπιο ενός αηδονιού, πεθαμένο…». Το απόσπασμα – με την εντυπωσιακή χρήση των αποσιωπητικών – προέρχεται από το πεζό «Πώς πεθαίνει ο ποιητής» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888 – 1944), όπως ερανίζεται στην «Ανθολογία ποιημάτων & πεζών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ζήτρος (σελ. 480, με άνω των 100 ποιήματα). Την ανθολόγηση έχει αναλάβει η Δήμητρα Κουβάτα, ενώ την κατατοπιστική εισαγωγή για τον σημαντικό δημιουργό του Μεσοπολέμου υπογράφει ο Σταύρος Γκιργκένης, ο οποίος σημειώνει: «Η γενιά του Λαπαθιώτη μπορεί να θεωρηθεί ότι κινείται ανάμεσα στη βαριά σκιά του Παλαμά και της Νέας Αθηναϊκής Σχολής του και στη σαρωτική ανανεωτική διάθεση της Γενιάς του 1930, συμπεριλαμβανομένων του υπερρεαλισμού και της λεγόμενης Σχολής της Θεσσαλονίκης που εκπροσωπούν τον ελληνικό μοντερνισμό. Η λυρικότητα που χαρακτηρίζει τον λόγο της γενιάς του Λαπαθιώτη, η απαισιοδοξία, η απόγνωση, η ατμόσφαιρα διάλυσης, το αίσθημα κόπωσης από τη ζωή, η λεπταισθησία, η ρέμβη, η ονειροπόληση, η ενδοσκόπηση, η νοσταλγία, η πλήξη, η ανία, ο αισθησιασμός, ο αισθητισμός, ο εκλεκτικισμός, η τάση φυγής από την πραγματικότητα, ο χαμηλός τόνος της φωνής, η εξομολογητική διάθεση, μια ορισμένη, αλλά όχι ριζοσπαστική, εκφραστική τόλμη την έφεραν σε αντίθεση με όσους εκπροσωπούσαν το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας».  

Αντίστοιχη έκδοση κυκλοφόρησε παράλληλα από τον «Ζήτρο» για τον Γεώργιο Σουρή (1853 – 1919) με τίτλο «Απάνθισμα σάτιρας» (σελ. 887). Την εισαγωγή – επιμέλεια υπογράφει και πάλι ο Σταύρος Γκιργκένης, ενώ την ανθολόγηση κειμένων έκαναν η Αναστασία Μαραγκοπούλου και η Αγγελική Μαυρουδή. Στην εισαγωγή επισημαίνεται η υποδοχή του Σουρή από το αναγνωστικό κοινό – διαχρονικά θερμή – και την κριτική, αλλά και η αναγεννημένη δημοτικότητά του τα τελευταία χρόνια, που πάντως «δεν βρήκε την ανάλογη έκφραση στα σχολικά βιβλία». Σύμφωνα μάλιστα με τη μελέτη του καθηγητή Γιώργου Ανδρειωμένου που αναφέρεται, «από το ογκώδες έργο του Σουρή οι ανθολόγοι διαχρονικά προτιμούσαν ποιήματα με πατριωτικό ή ανώδυνο σατιρικό χαρακτήρα (λ.χ. ποιήματα στα οποία ο Σουρής χλευάζει τον εαυτό του ή κοντινά του πρόσωπα)…».