Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός» γράφει στο «Πάνω σε μια χειμωνιάτικη ακτίνα» ο Σεφέρης, το ποιητικό σύμπαν του οποίου γίνεται οδηγός για την προσωπική διαδρομή του Παναγιώτη Αγγελόπουλου στο ελληνικό καλοκαίρι. Δεν πρόκειται απλώς για ημερολογιακές καταγραφές (παρόλο που αυτή είναι η φόρμα στην οποία βασίστηκε). Είναι οι στάσεις και οι σταθμοί μιας ενατένισης στη συναισθηματική γεωγραφία της Μεσογείου, την οποία ο συγγραφέας επιχειρεί να απεκδύσει από τα φολκλορικά εγκώμια και να την αντικρίσει -όσο είναι δυνατόν - με ένα βλέμμα πρωτόγνωρο. Κι αν η λέξη δεν έχει κακοπάθει από την πολυχρησία: με μια ποιητικότητα, η οποία αντλεί από το αρχείο των ελλήνων ποιητών, του Βαλερύ, του Ρενέ Σαρ και άλλων, χωρίς να δηλώνονται εμφατικά οι αναφορές.
Μόνο η εκκίνηση γίνεται με τον συμβατικό τρόπο των ταξιδευτών: η είσοδος στο Βαθύ της Σίφνου με ούριο άνεμο. Πολύ γρήγορα κάτω από την περιγραφή διαφαίνεται η βασιλική οδός προς την παιδική ηλικία: η αίσθηση του ανήκειν, το παιχνίδι, η αντίφαση του μεσογειακού φωτός και του μελανού πένθους. «Οταν ήμουν παιδί περνούσαμε τα καλοκαίρια μας εδώ. Το σκάφος άραζε πάντα στον κόλπο και εγώ με τον αδερφό μου ξεχυνόμασταν στην ακτή για να βρούμε την παρέα που ανασυστηνόταν κάθε χρόνο χωρίς απώλειες...». Μια πατρίδα αισθημάτων, «ο κόσμος της πρώτης μέρας» κατά Ιονέσκο, η εποχή που ξεχωρίζεις τα δέντρα από τον ήχο που βγάζουν τα φύλλα όταν περνάει ανάμεσά τους ο αέρας (κατά Ναμπόκοφ). Οι κυτταρικές εμπειρίες γίνονται κάποτε αναστοχασμός: «Αναλογίστηκα την επιπολαιότητά μου - τίποτα πιο επικίνδυνο απ' το να επιστρέφεις σ' έναν τόπο όπου έχεις υπάρξει ευτυχισμένος».
Σεφερική πυξίδα
Στο ταξίδι αυτό οι «Μέρες Ε'» του Σεφέρη παρέχουν το πρώτο φίλτρο προστασίας από το «ανελέητο φως». Σε ένα τοπίο που φαγώθηκε από τα μαλάματα και έμεινε ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο χωρίς ψυχή. «Προσέχω πώς μεταχειρίζεται τις λέξεις. Διαισθάνεται την αύρα τους, το γεγονός ότι υπάρχουν ερήμην μας, και όσες χρησιμοποιεί τις κόβει σαν σταφύλια από μια κληματαριά που κρέμεται μέσα του». Ο 30χρονος συγγραφέας δεν υποδηλώνει απλώς τη σχέση μαθητείας με την «ποιητική ανθρωπολογία» - τη χρησιμοποιεί ως βατήρα για τις δικές του εξορμήσεις στο ανεξερεύνητο τοπίο των λέξεων: «Τέτοια εποχή, οι Κυκλάδες δεν μπορούν να υπάρξουν αν τους στερήσεις το αδυσώπητο φως του μεσημεριού, όταν οι άνθρωποι γλαρώνουν, ενώ μόνο τα σπίτια ατενίζουν το θαύμα, με τα παντζούρια τους κλειστά και τα παράθυρα μεταμορφωμένα σε γαλανά μάτια. Στις Σπέτσες, ωστόσο, ταιριάζει το ξέσπασμα της καταιγίδας. Η βλάστηση αναθαρρεύει, η θάλασσα ασημίζει και, καθώς ανταριάζει ο ορίζοντας, οι κινήσεις του νερού αποκτούν νέα ορμή».
Οι εντυπώσεις δεν είναι ποτέ μονοσήμαντες ανάμεσα στις φωτοσκιάσεις. Το τοπίο κρύβεται όσο φανερώνεται και αποκαλύπτεται μέσα από τη μελαναυγή φύση του. Και δεν είναι τυχαία η «εκτροπή» από το - σε πρώτη ανάγνωση - ελυτικό σκηνικό προς την εσωτερική θερμοκρασία του σεφερικού. Και πάλι η αναφορά: «Ενα "τρομαχτικό μαύρο"・πίσω απ' το υφάδι του αττικού καλοκαιριού -・η αξερίζωτη αντίθεση που κινούσε την τραγωδία, την εικόνα αυτού του κλειστού κόσμου που ολοένα αγωνίζεται να ζήσει και ν' ανασάνει στη στενή χρυσή λουρίδα, εν τω μεταξύ, χωρίς ελπίδα να σωθεί από τον καταποντισμό. Αυτό κάνει την ανθρωπιά της» (σ.σ.: από τις «Μέρες Ε', 17 Ιουνίου 1946»). Συγγραφέας και «προπάτορας» αναζητούν το πρόσωπο πίσω από τις γραμμές της γεωγραφίας. «Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο / βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει / μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό / που χτύπησε τη γης με πόδια / λησμονημένα», όπως γράφει ο νομπελίστας στις «Μυκήνες».
Λίγο αργότερα η φύση συμμετέχει στην ανθρώπινη συνθήκη, όταν ο Π. Αγγελόπουλος θυμάται τη γριά Λούκαινα από το «Μοιρολόι της φώκιας» του Παπαδιαμάντη: «Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, δια να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κι αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας». Παρατηρητής και τοπίο γίνονται τελικά ένα, καθώς ο πρώτος κυνηγάει το δέος - πιθανότατα και μια ταυτότητα που διεκδικεί την αξία της, ακόμη και όταν δεν την επικαλούμαστε δίπλα στις άλλες: τη μεσογειακή. Στην πραγματικότητα, κυνηγάει τον τόπο, που αποτελεί συμπύκνωση του χρόνου. Με τον τρόπο του Γ.Σ.: εκείνο το «Δέξου ποιος είσαι... Τα περισσότερα σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις» από το «Θερινό ηλιοστάσι».
Παναγιώτης Αγγελόπουλος
Ανάμεσα στους ήλιους
Εκδ. Ικαρος, σελ. 83
Τιμή 10 ευρώ