Το 1821 εξ ων συνετέθη
Σημαντικές στιγμές και αθέατες όψεις του Αγώνα για την Ανεξαρτησία παρουσιάζονται στη μεγάλη έκθεση «Επανασύσταση 21» του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, η οποία εντάσσεται στην «Πρωτοβουλία 1821 - 2021»
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Πόσες αλήθειες μπορούν να διηγηθούν για την Ελληνική Επανάσταση τα αντικείμενα που άγγιξαν, χρησιμοποίησαν, λεηλάτησαν ή έγραψαν οι πρωταγωνιστές της; Αρκούν 450 όπλα και έργα τέχνης, βιβλία και κώδικες, έγγραφα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, επιστημονικά όργανα και λάφυρα πολέμου - πολλά εκ των οποίων εκτίθενται για πρώτη φορά - για να διαβάσουμε την ιστορία με διαφορετικό τρόπο; Η απάντηση βρίσκεται στο υπερώο του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής επί της οδού Σταδίου, όπου έχει την έδρα του το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο κι όπου αυτές τις ημέρες ολοκληρώνεται το στήσιμο της έκθεσης «Επανασύσταση 21». Εκεί όπου θα παρουσιαστεί το απόσταγμα τεσσάρων ετών προετοιμασίας σε επτά ενότητες. Οι επισκέπτες - όταν επιτραπεί η επαναλειτουργία των μουσείων - θα έχουν την ευκαιρία να κατανοήσουν το βασικό σκεπτικό της έκθεσης που αναπτύσσεται σε δύο άξονες, όπως μαρτυρά και ο με διπλή ανάγνωση τίτλος της, «Επανάσταση και Επανασύσταση». «Ο πρώτος αφορά στην προσέγγιση της Επανάστασης μέσα από αρχειακό υλικό και αντικείμενα της περιόδου από το 1821 έως την παραχώρηση του Συντάγματος το 1843 που προέρχονται αποκλειστικά από τις συλλογές του μουσείου, αναδεικνύοντας πτυχές που δεν έχουν παρουσιαστεί ως τώρα επαρκώς, όπως οι εμφύλιοι πόλεμοι, μέσα από τους πρωταγωνιστές και τα τεκμήρια, κάτι που μόνο ένα ιστορικό μουσείο μπορεί να κάνει» εξηγεί στα «Πρόσωπα» η Δήμητρα Κουκίου, επιμελήτρια της «Επανασύστασης 21» μαζί με τις Ιφιγένεια Βογιατζή, Νατάσα Καστρίτη και τον Φίλιππο Μαζαράκη. «Ο δεύτερος συνδέεται με την προσπάθεια να ξανασυστηθεί το μουσείο στο κοινό - εξού και επανασύσταση -, να υπενθυμίσει ότι δημιουργήθηκε μόλις 60 χρόνια μετά την κήρυξη της Επανάστασης χάρη στα κειμήλια που δώρισαν οι ίδιοι οι αγωνιστές και οι απόγονοί τους» συνεχίζει η ιστορικός και υπεύθυνη βιβλιοθήκης και συλλογής χαρακτικών του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.
Ο ρόλος της γυναίκας, η Παιδεία, ο Τύπος, η Ιατρική είναι μερικοί από τους τομείς που παρουσιάζονται στην έκθεση προσθέτοντας την καθημερινή διάσταση σε μια εποχή που έχουμε συνηθίσει να αντικρίζουμε μέσα από το πρίσμα των ηρώων, αξιοποιώντας πρωτότυπα αντικείμενα, συνδέσεις με εκθέματα της μόνιμης συλλογής, αλλά και διαδραστικές εφαρμογές που θα επιτρέπουν να ακούσουμε τον «Θούριο», να μάθουμε τους διαφορετικούς τύπους όπλων και τη λειτουργία τους ή τη Μαντώ Μαυρογένους να απευθύνεται στις φιλελληνίδες. Η έκθεση εντάσσεται στην «Πρωτοβουλία 1821-2021», πραγματοποιείται με τη στήριξη του Ιδρύματος Λάτση και συνοδεύεται από κατάλογο που θα περιλαμβάνει τόσο το σύνολο των εκθεμάτων της συγκεκριμένης έκθεσης, αλλά και πολλά από τις περιφερειακές παράλληλες διοργανώσεις που προγραμματίζονται να υλοποιηθούν από την Αλεξανδρούπολη έως τα Χανιά.
Το φυλαχτό του Μιαούλη
Ο ξύλινος σταυρός ανήκε στον Ανδρέα Μιαούλη και αποτελούσε το φυλαχτό που είχε στο καράβι του ο υδραίος ναύαρχος, σε όλες τις ναυτικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της Αγώνα της Ανεξαρτησίας, σύμφωνα με μαρτυρίες. Και στις δύο όψεις του φέρει ζωγραφισμένες επιγραφές: ΙC XΡ ΝΙ ΚΑ στο κέντρο, ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΥΠΟΣ ΕΧΘΡΟΙΣ ΤΡΟΜΟΣ και ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΙΣΤΩΝ ΤΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ στις κεραίες. Φυλασσόταν για δεκαετίες στον οικογενειακό ναό του αρχοντικού Μπουντούρη, στο Αυλάκι της Υδρας, δίπλα στην οικία του Μιαούλη, εξαιτίας του γάμου του πρωτότοκου γιου του ναυάρχου, Δημήτρη (1794-1836), με τη Μαρούσα, κόρη του Σταμάτη Μπουντούρη. Το 1971 αντίγραφά του χρησιμοποιήθηκαν στις εορτές της 150ετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης. Σήμερα εναπόκειται στην Ιστορική Οικία Λαζάρου Κουντουριώτη, που αποτελεί παράρτημα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στην Υδρα.
Επανάσταση με ηλεκτρισμό
Τι γυρεύει μια ηλεκτροστατική μηχανή, μια μηχανή δηλαδή που παράγει ηλεκτρισμό διά της τριβής σε μια έκθεση για την Ελληνική Επανάσταση; Αποτελεί ένα διαφορετικό έκθεμα που αναδεικνύει τη σχέση των υπόδουλων Ελλήνων με τις προκλήσεις των επιστημονικών ανακαλύψεων της εποχής του Διαφωτισμού. Η ηλεκτροστατική μηχανή που ανακάλυψε ο Βρετανός Τζέσι Ράμσντεν το 1766 αποτελείται από έναν γυάλινο δίσκο, ο οποίος περιστρέφεται με μία λαβή στερεωμένος σε τέσσερα δερμάτινα μαξιλάρια (τριβεία). Ο χάλκινος σωλήνας που βιδώνεται στο κέντρο της βάσης σχηματίζει τόξο γύρω από τον δίσκο συλλέγοντας την ενέργεια (αρνητική και θετική δαπάνη) που παράγεται από την περιστροφή του δίσκου. Τη λειτουργία της συγκεκριμένης μηχανής περιγράφει και ο Ρήγας Βελεστινλής στο εγχειρίδιό του «Φυσικής απάνθισμα». Το εν λόγω αντικείμενο ανήκε στον Εμμανουήλ Τομπάζη, ο οποίος γεννήθηκε και ανδρώθηκε στην Υδρα και εκπροσωπεί εκείνη τη γενιά των φιλομαθών εμπόρων και ναυτικών, που ταξιδεύοντας στην Ευρώπη ανοίγονταν σε όλες τις νέες προκλήσεις των επιστημονικών ανακαλύψεων της εποχής του Διαφωτισμού. Γνώριζε τη χρήση των μηχανών αυτών και είχε δύο μηχανές στην κατοχή του, με τις οποίες έκανε πειράματα, διασκεδάζοντας τους φιλοξενουμένους στο αρχοντικό του στην Υδρα. Η συγκεκριμένη αποτελούσε δώρο του κορσικανού διπλωμάτη Κάρλο Αντρέα Πότσο ντι Μπόργκο.
Παντιέρες και φιάμολες
Στο ιδιόκτητο πλοίο «Λεωνίδας» του ναυάρχου των Ψαρών, του «εν φύσει τολμηρόν και ριψικίνδυνον» Νικολή Αποστόλη ανήκει το πολυσέλιδο σηματολόγιο, το κωδικοποιημένο εγχειρίδιο επικοινωνίας μεταξύ των πλοίων του ελληνικού στόλου, δηλαδή, που ήταν απαραίτητο για τον συντονισμό της δράσης τους. Φέρει έγχρωμα ναυτικά σινιάλα (σήματα και σημεία) και τις επεξηγήσεις τους, ανάλογα με το μήνυμα που θέλει ο πλοίαρχος να στείλει στα γειτονικά πλοία. Σήματα θεωρούνταν οι παντιέρες (τετράγωνες σημαίες) και σημεία οι φιάμολες (τριγωνικές σημαίες), ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας η επικοινωνία γινόταν με φανάρια. Οταν η ορατότητα ήταν περιορισμένη, λόγω της απόστασης ή των πυκνών καπνών στη διάρκεια μιας μάχης, η επικοινωνία γινόταν με ταχύπλοα πλοία, που μετέφεραν τα μηνύματα. Στην περίπτωση που το σηματολόγιο έπεφτε στα χέρια του εχθρού, γινόταν άμεσα αντικατάσταση των κωδικοποιημένων μηνυμάτων. Από το 1825 τα τρία ναυτικά νησιά (Υδρα, Σπέτσες, Ψαρά) καθιέρωσαν ένα ενιαίο σηματολόγιο, καθώς αρχικά κάθε ναύαρχος είχε δικό του για να συνεννοείται με τα πλοία του στόλου του.
Ο Μπάιρον, έτοιμος για εκστρατεία
Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του φιλελληνικού κινήματος που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην Επανάσταση, ο λόρδος Βύρων, υπήρξε ο ιδιοκτήτης της πτυσσόμενης κλίνης εκστρατείας που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο κοινό. Με λεπτό υφασμάτινο στρώμα σε σιδερένια πτυσσόμενη βάση, το κρεβάτι αποθηκευόταν σε ένα κιβώτιο, καθώς ήταν εκείνο που ο σπουδαίος ρομαντικός ποιητής χρησιμοποιούσε όταν ταξίδευε. Κι ήταν το κιβώτιο αυτό το οποίο προσαρμοζόταν στο πάνω μέρος της κλίνης ώστε να λειτουργεί ως προσκέφαλο. Είναι επιβεβαιωμένο ότι ο λόρδος Βύρων το μετέφερε μαζί του όταν έφτασε στο Μεσολόγγι το 1823 - εκεί όπου την επόμενη χρονιά πέθανε από υψηλό πυρετό - όμως παραμένει άγνωστο εάν και κατά πόσο το χρησιμοποίησε τη δεδομένη χρονική στιγμή, αφού διέμενε σε οικία που του είχε παραχωρηθεί από τον πρόκριτο Χρήστο Καψάλη. Πιθανότατα σκόπευε να το χρησιμοποιήσει στη διάρκεια εκστρατείας που σχεδίαζε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Οδηγίες προς πιστούς για την επιδημία
Λειτουργία στην εκκλησία χωρίς πιστούς εντός του ναού και χωρίς αντίδωρο δεν είναι μια συνθήκη που επιβλήθηκε μόνο στις μέρες εξαιτίας του κορωνοϊού. Αντίστοιχα μέτρα είχαν επιβληθεί και στην Αθήνα το 1824 όταν ξέσπασε επιδημία πανώλης, γεγονός που ανάγκασε τους δημογέροντες να εκδώσουν ειδικές οδηγίες όπως μαρτυρείται στο σχετικό έγγραφο με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1824.
Την παραμονή της Κυριακής των Βαΐων, λοιπόν, ζητήθηκε από τον οικονόμο της Μητρόπολης Αθηνών, Βαρθολομαίο, να ειδοποιήσει τους ιερείς «να λειτουργήσουν, χωρίς σήμαντρον να μεταχειρισθούν. Ούτε βαΐα να δώσουν, ούτε αντίδωρον εις τους Χριστιανούς. Και όσοι Χριστιανοί υπάγουν εις την Εκκλησίαν να τους ορκίσουν οι ιερείς να σταθώσιν εις την αυλήν της εκκλησίας έξω χωρίς να έχωσι κοινωνίαν ο ένας με τον άλλον, τόσον οι άνδρες, όσον και αι γυναίκες».
Η επιδημία δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη και την έδρα της Διοίκησης, το Ναύπλιο. Ετσι, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: «Η ασθένεια εδώ περισσεύει και λαμβάνει και αχρείον χαρακτήρα. Καθημερινώς αποθνήσκουν. (...) Ο δυστυχής Ανδρέας Λόντος έκρουσε και αυτός τας πύλας του Αδου και μόλις επανήλθε εις την ζωήν. Είναι όμως κλινήρης. Κλινήρης είναι ο κ. Κωλέττης, κλινήρης ο αντιπρόεδρος Μπότασης. Χθες εσηκώθη από την κλίνην και ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού. Εξ οκτώ βουλευταί είναι και αυτοί στο στρώμα. Εγώ σηκώνομαι και πέφτω. Δύσκολα πρόσωπον γερόν φαίνεται εις το Ναύπλιον»
Τα λάφυρα των Οινουσσών
Πόλεμος χωρίς λάφυρα δεν υπάρχει και ο σκούφος του ανώτατου ιεροδικαστή της Αιγύπτου Γιαζιτζή Ζαντέ Μεχμέτ Εφέντη αποτελεί ένα εξ αυτών. Το πράσινο βελούδινο κάλυμμα κεφαλής πέρασε σε ελληνικά χέρια όταν στις 28 Απριλίου 1821 κοντά στις Οινούσσες οι Γ. Σαχτούρης και Λ. Πινότσης αιχμαλώτισαν το οθωμανικό πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο εν λόγω θρησκευτικός αξιωματούχος με την οικογένειά του και πολύτιμο φορτίο. Ολοι οι επιβάτες εκτελέστηκαν. Δεν εξαιρέθηκε ούτε ο ιεροδικαστής, ο οποίος θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικά λύτρα στο κοινό ταμείο, για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω της οργής που είχε καταλάβει τους Ελληνες μετά την εκτέλεση του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' στην Κωνσταντινούπολη. Και, δεύτερον, επειδή διαδόθηκε, εσφαλμένα, ότι ο επιβάτης ήταν ο σεϊχουλισλάμης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανώτατος αξιωματούχος του Ισλάμ και σύμβουλος του σουλτάνου. Τα πλούσια λάφυρα που αποκόμισαν οι Υδραίοι από το πλοίο, και τα οποία αρνήθηκαν να διαμοιράσουν σύμφωνα με τον κανονισμό, έγιναν αίτια για έντονο διαπληκτισμό μεταξύ των πληρωμάτων, που τελικά οδήγησε στη λήξη της επιχείρησης και την επιστροφή του στόλου στις βάσεις του.
