Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ενας κρατούμενος διαμαρτύρεται ότι κακώς εφαρμόστηκε στην περίπτωσή του ένας πρόσφατα ψηφισμένος σωφρονιστικός νόμος. Υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 του νόμου 4760/2020 - συγγνώμην για τις «νομικούρες» - θα έπρεπε η μεταγωγή του από τις αγροτικές φυλακές να γίνει στο σωφρονιστικό κατάστημα Κορυδαλλού και όχι στον Δομοκό, όπου μετήχθη. Η αρμόδια δημόσια αρχή, αντιθέτως, απαντά ότι όλα έγιναν σύννομα.
Αυτή, υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν μια μάλλον συνηθισμένη - σημαντική για τον ίδιο τον κρατούμενο, προφανώς, μα αδιάφορη για τη δημόσια ζωή της χώρας - υπόθεση ορθής ερμηνείας και εφαρμογής μιας σωφρονιστικής διάταξης, από αυτές που καθημερινά ανακύπτουν, δίνουν δουλειά στους δικηγόρους και λύνονται με τις τρέχουσες, νόμιμες διαδικασίες. Γιατί, λοιπόν, μια τέτοια «τεχνική» διαφορά έγινε κεντρικό θέμα στη δημόσια σφαίρα, ανέβασε υψηλές θερμοκρασίες στην κομματική αντιπαράθεση και αναβίωσε ξανά προκατακλυσμιαίες συζητήσεις περί Αριστεράς, Δεξιάς και της σχέσης καθεμιάς με τη βία; Τι φταίει και η υπόθεση έκανε μετάσταση από το πινάκιο ενός τοπικού δικαστηρίου στο κέντρο της πολιτικής ζωής;
Το ότι ο κρατούμενος αποφάσισε να κάνει τη διεκδίκησή του υπόθεση ζωής και θανάτου, με μια μακρά απεργία πείνας - θα ήταν μια εξήγηση. Το ότι οι χειρισμοί της δημόσιας αρχής την αιχμαλώτισαν σε μια θέση όπου το διακύβευμα εμφανίζεται να είναι από τη μια πλευρά το κύρος του κράτους και από την άλλη μια ανθρώπινη ζωή, θα ήταν μια άλλη. Το ότι ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης θεωρεί τον εαυτό του πολιτικό κρατούμενο, κι ας τον βαραίνει το αίμα πολλών ανθρώπων, οι συγγενείς των οποίων ζουν, θυμούνται και πονούν. Ή το ότι ως κεντρικό πρόσωπο στο μακρύ, αιματοβαμμένο δράμα της πολιτικής βίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα μυθοποιείται ως σύμβολο από τις εμπύρετες ομάδες των βίαιων φρουρών μιας κατά φαντασίαν επανάστασης, που εκτρέπεται σε κοινό - κάποτε φονικό - «μπάχαλο».
Καθεμία από αυτές τις «εξηγήσεις» και όλες μαζί θα δικαιολογούσαν γιατί η υπόθεση αυτή είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό, νομοτεχνικό θέμα. Γιατί εξελίσσεται σε μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στη νομιμότητα και την επιείκεια. Μα δεν εξηγεί, ούτε δικαιολογεί, γιατί η απεργία πείνας του Κουφοντίνα εξελίχθηκε σε θέμα πολιτικής και κομματικής αντιπαράθεσης και δηλητηρίασε τον λόγο συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Πολύ περισσότερο δεν εξηγεί γιατί έπρεπε να ξαναβγάλουν από τα μπαούλα τις στολές τους οι ακατάβλητοι πολεμιστές των ιδεολογικών χαρακωμάτων και να ξαναριχτούν στη μάχη με τα όπλα του περασμένου αιώνα για ιδεολογικά επίδικα του περασμένου αιώνα.
Συνέβη ίσως επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ παραδίδεται εύκολα στους εσωτερικούς του δαίμονες - εκ των οποίων ο Θ. Δρίτσας είναι ο μάλλον ο πλέον ακίνδυνος. Ισως επειδή παρασύρεται από την αντιπολιτευτική ευκολία που τον θέλει να λέει ασυλλόγιστα, αταβιστικά ένα «όχι» σε κάθε «ναι» της κυβέρνησης, όποιο κι αν είναι το θέμα, όποιο κι αν είναι το ερώτημα. Ισως επειδή και η κυβέρνηση ενδίδει σ' έναν κυνικό υπολογισμό ότι αν μας διχάσει μια πόλωση για θέματα νόμου και τάξης, αν μας χωρίσει ένα δίλημμα, «με τον Κουφοντίνα ή εναντίον του», η επικοινωνιακή και πολιτική νίκη θα είναι εύκολη, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ θα αυτοεξοριστεί από το Κέντρο, στο οποίο διεκδικεί υποτίθεται μια θέση, στο περιθώριο. Ή ίσως επειδή για κάποιους η υπόθεση είναι άλλη μια ευκαιρία για έφοδο εναντίον του υποτιθέμενου «πνεύματος της Μεταπολίτευσης» και της φανταστικής «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς».
Αλλά αυτή είναι μια επικίνδυνη εκτροπή του δημόσιου διαλόγου.
Επικίνδυνη γιατί δυσκολεύει την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της υπόθεσης, τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην τήρηση της νομιμότητας, τον σεβασμό στους κανόνες του κράτους δικαίου και την ανάγκη να σωθεί μια ανθρώπινη ζωή, που ακριβώς επειδή είναι ζωή φυλακισμένου, βρίσκεται στα χέρια της πολιτείας, στην ευθύνη της.
Επικίνδυνη προπάντων γιατί ο κύκλος της πολιτικής βίας δεν έχει κλείσει στην Ελλάδα (το 2010, ας μην το ξεχνάμε, οκτώ χρόνια μετά την εξάρθρωση της 17Ν, ήταν η φονικότερη χρονιά με έξι νεκρούς, θύματα πολιτικής βίας). Και είναι εντελώς αυτοκτονικό να ανατροφοδοτείται και να της προσφέρεται άλλοθι από μια κουτοπόνηρη μικροπολιτική αντιδικία, όπου οι μεν προσπαθούν να επιβεβαιώσουν τη θεωρία πως μας κυβερνά μια «εκδικητική Ακροδεξιά» και οι δε ότι τους αντιπολιτεύονται οι «φίλοι του Κουφοντίνα». Μπορεί να φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ που, ασυλλόγιστα, περνά εύκολα την κόκκινη γραμμή που χωρίζει τη φιλελεύθερη άποψη πως ο φυλακισμένος, κάθε φυλακισμένος, ό,τι έγκλημα κι αν τον βαραίνει, είναι υποκείμενο δικαιωμάτων, που δεν πρέπει να παραβιάζονται, και τη στοίχιση πίσω από πανό που γράφουν «γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» και οδηγούν διαδηλωτές που φωνάζουν «Ες-Ες, ΝΔ, παιδεραστές». Μα φταίνε και εκείνοι στην κυβέρνηση που ονειρεύονται τον θάνατο της Μεταπολίτευσης (όπως την έχουν στον νου τους) χρεώνοντας την Αριστερά έτσι ασυλλόγιστα, στο στρατόπεδο των εραστών της πολιτικής βίας.
Στην καθυστερημένη (λόγω αμηχανίας;) απάντησή του στο κάζο Δρίτσα, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι «την Αριστερά και την προοδευτική παράταξη τις χωρίζει ιδεολογική και αξιακή άβυσσος με την τρομοκρατία». Η διατύπωση είναι ιστορικά ακριβής. Η Αριστερά της Μμεταπολίτευσης, τόσο το ΚΚΕ όσο και το «Εσωτερικό», πολιτεύθηκαν ως συνιδρυτές της νέας Ελληνικής Δημοκρατίας και ήταν απέναντι στους «τρομοκράτες», τους οποίους συνήθως (και λανθασμένα) υποψιάζονταν ως πράκτορες σκοτεινών δυνάμεων και, πάντως, «προβοκάτορες». Αν η φιγούρα του «ένοπλου τιμωρού» ασκεί εκ των υστέρων κάποια γοητεία σε σημερινά συριζαϊκά ακροατήρια, αυτή δεν έχει τη ρίζα της στην κουλτούρα της Αριστεράς, αλλά στον ισοπεδωτικό λαϊκισμό της αντιμνημονιακής μετάλλαξης της Αριστεράς που συναντιόταν με την Ακροδεξιά των ΑΝΕΛ στη ρητορική μάχη κατά των «διεφθαρμένων-ελίτ-που-χρεοκόπησαν-τη-χώρα». Συνεπώς, μπορεί να έχει δίκιο ο ΣΥΡΙΖΑ για την «ιδεολογική και αξιακή άβυσσο». Αλλά καλό θα ήταν να το επαναλαμβάνει πότε πότε και προς εαυτόν.
Η Ρούλα Γεωργακοπούλου απουσιάζει εκτάκτως